Μεταξύ 6-9 Ιουνίου 2024 θα διεξαχθούν οι εκλογές για το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο για την ανάδειξη 720 μελών που θα κληθούν να εκπροσωπήσουν 450 εκατομμύρια ευρωπαίους πολίτες.
Όπως και στις προηγούμενες εκλογές, πριν από πέντε χρόνια, η χώρα μας θα εκλέξει 21 ευρωβουλευτές.
Για αυτές τις 21 θέσεις, ένας αξιοπρόσεκτα μεγάλος αριθμός κομματικών
σχηματισμών, 46 για την ακρίβεια, και ένας ακόμη μεγαλύτερος αριθμός συμπολιτών μας ενδιαφέρεται και διεκδικεί την εκπροσώπηση μας στο Ευρωκοινοβούλιο.
Ένα ενδιαφέρον που θα μπορούσε να δικαιολογηθεί έχοντες υπόψη ότι το
Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο θεσπίζει νόμους για το περιβάλλον, την ασφάλεια, τη μετανάστευση, τις κοινωνικές πολιτικές, τα δικαιώματα των καταναλωτών, την οικονομία, το κράτος δικαίου και πολλά άλλα, που ενσωματώνονται υποχρεωτικά στο εθνικό δίκαιο των κρατών – μελών της Ένωσης. Εκλέγει τον πρόεδρο της Επιτροπής, εγκρίνει και ελέγχει τους Επιτρόπους, ψηφίζειτους προϋπολογισμούς της Ένωσης και βεβαίως έχει ενεργό ρόλο στη διαμόρφωση των εξωτερικών σχέσεων της.
Αν μάλιστα σε όλες αυτές τις προκλήσεις προστεθούν και οι γεωπολιτικές
συγκρούσεις στις οποίες έχει εμπλακεί η Ένωση, με προεξάρχουσα αυτήν με την Ρωσική Ομοσπονδία και τον πόλεμο στην Ουκρανία, τις εξελίξεις στη Μ. Ανατολή και στην Αφρική, το πρόβλημα της Κύπρου, την ενεργειακή κρίση,την οικονομική ύφεση, τις επιπτώσεις από την εξελισσόμενη κλιματική αλλαγή και την περιβαλλοντική υποβάθμιση, γίνεται φανερό το αυξημένο ενδιαφέρον των συμπολιτών μας για την συμμετοχή τους στο Ευρωκοινοβούλιο.
Θα έλεγε μάλιστα κάποιος, ότι αυτές ακριβώς οι προκλήσεις και τα προβλήματα που αντιμετωπίζει η Ένωση κι ακόμη περισσότερο η χώρα μας, είναι τόσες μεγάλες και οι απαντήσεις τόσο διαφορετικές και σύνθετες ώστε να δικαιολογούν τον μεγάλο αριθμό υποψηφίων και βεβαίως την κατάθεση αυτών των διαφορετικών απόψεων στο δημόσιο διάλογο.
Λογικό ακόμη θα ήταν τα πολιτικά κόμματα που εκπροσωπήθηκαν στο προηγούμενο Ευρωκοινοβούλιο να παρουσιάσουν τα συγκεκριμένα σημεία συμφωνίας και διαφωνίας τους για αποφάσεις και πεπραγμένα της Ένωσης.
Οι αρχηγοί των ελληνικών κοινοβουλευτικών ομάδων στο Ευρωκοινοβούλιο δεν θα ήταν λογικό, πέρα από τα «ψεύτικα τα λόγια τα μεγάλα», να ενημερώσουν τους ψηφοφόρους τους τι πήγε και τι δεν πήγε καλά και για ποιο λόγο, στα πέντε χρόνια της θητείας τους;
Κι ύστερα καθώς παρακολουθούμε την ανακοίνωση των καταλόγων των υποψηφίων, πόσο εξωπραγματικό θα ήταν να περιμένει κανείς τουλάχιστον από τα κοινοβουλευτικά κόμματα να παρουσιάσουν την κριτική και τις προτάσεις τους για τα προβλήματα που απασχολούν την Ένωση;
Τι είδους προεκλογική παρουσίαση θέσεων για το μέλλον της Ευρωπαϊκής Ένωσης είναι αυτή, που παρακολουθούμε αυτό το διάστημα από τα κοινοβουλευτικά κόμματα;
Πως ακριβώς συνδέονται τα θέματα των Τεμπών, της ενδοοικογενειακής βίας, των παρακολουθήσεων, του «πόθεν έσχες» των πολιτικών μας και του κατά παράβαση των προβλέψεων του Συντάγματος αιτήματος προσφυγής σε εθνικές εκλογές, με τις ευρωεκλογές;
Σαράντα έξη κόμματα μετέχουν στις εκλογές για την ανάδειξη 21 ευρωβουλευτών και οι πολιτικές ηγεσίες, ιδιαιτέρως της αντιπολίτευσης στο εθνικό κοινοβούλιο, προσπαθούν να πείσουν το εκλογικό σώμα ότι το διακύβευμα δεν είναι τι θα υποστηρίξουν οι εκπρόσωποί μας στο Ευρωκοινοβούλιο αλλά αν και σε ποιο βαθμό θα δοθεί μήνυμα δυσαρέσκειας προς την κυβερνώσα παράταξη κι αν θα αλλάξει η δημοσκοπική σειρά μεταξύ δεύτερου, τρίτου και τέταρτου κόμματος.
Βεβαίως είναι κατανοητή η αγωνία τους για τα ποσοστά των κομμάτων τους το βράδυ των ευρωεκλογών, καθώς ενδέχεται να αμφισβητηθεί και η ίδια η θέση τους στο κόμμα τους. Δεν είναι όμως, δεν μπορεί να είναι κατανοητή η άρνηση τους να ανταποκριθούν στις θεσμικές υποχρεώσεις τους, δηλαδή να ασκήσουν κριτική για τα πεπραγμένα των απερχόμενων ευρωβουλευτών και κυρίως να αναζητήσουν και να προτείνουν λύσεις.
Αν αυτή εξακολουθήσει να είναι η θέση των κομμάτων της κοινοβουλευτικής
αντιπολίτευσης τότε η λύση θα μπορούσε να αναζητηθεί στο χώρο της τέταρτης εξουσίας. Αν δηλαδή τα μέλη της αναλάμβαναν την πρωτοβουλία να θέσουν αυτά τα κατάλληλα ερωτήματα στο δημόσιο διάλογο. Θα μπορούσε;
Ακούει κανείς;
Του καθ. Δημ. Μαυράκη