Είναι βάσιμοι οι ισχυρισμοί των Τούρκων ότι το ΕΔΔΑ δικαιώνει την ‘‘Τουρκική’’ μειονότητα της Θράκης;

Γράφει ο Χρ. Γκουγκουρέλας

Κατά την πρόσφατη επίσκεψη του Τούρκου ΥΠΕΞ M. Cavusoglu στη χώρα μας και ειδικά κατά την ‘‘ιδιωτική περιοδεία’’ του στη Θράκη είχαμε πάλι τα ‘‘ίδια’’. Ο Τούρκος αξιωματούχος επισκεπτόμενος το Γυμνάσιο ‘‘Τζελάλ Μπαγιάρ’’ στην Κομοτηνή δήλωσε ότι αυτό είναι ένα από τα δύο ‘‘τουρκικά μειονοτικά’’ Γυμνάσια της περιοχής, στο οποίο οι μαθητές λαμβάνουν την καλύτερη δυνατή εκπαίδευση στη μητρική (εθνική) τους γλώσσα, ενώ σχολίασε επίσης ότι ‘‘το έργο των τοπικών Μουφτήδων συμβάλλει σημαντικά στη διατήρηση και ενίσχυση της ενότητας και αλληλεγγύης της «τουρκικής μειονότητας» της Θράκης’’.

Οι δηλώσεις αυτές δεν είναι καθόλου τυχαίες βέβαια, καθώς με τον πιο επίσημο τρόπο οι ‘‘φίλοι και σύμμαχοι’’ Τούρκοι την επιχειρηματολογία τους περί της ύπαρξης ‘‘τουρκικής μειονότητας’’ στη (Δυτική) Θράκη προσπαθούν να τη θεμελιώσουν, κατά τα λεγόμενα τους, στους ήδη δικαιωμένους από το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΔΔΑ) και άρα ‘‘καταπιεσμένους’’ από την Ελλάδα ‘‘Τούρκους’’ της Θράκης (ίδετε την επίσημη ιστοσελίδα του τουρκικού Υπουργείου Εξωτερικών https://www.mfa.gov.tr/turkish-minority-of-western-thrace.en.mfa).

Οι βασικές δικαστικές υποθέσεις στις οποίες αναφέρονται οι Τούρκοι είναι τρεις (υπόθεση ‘‘Τουρκικής Ένωσης Ξάνθης κατά Ελλάδας’’, υπόθεση ‘‘Bekir Ousta κατά Ελλάδας’’ και υπόθεση ‘‘Emin κατά Ελλάδας’’), ωστόσο πιο εμβληματική (ίσως και πιο γνωστή) θεωρείται αυτή της λεγόμενης ‘‘Τουρκικής Ένωσης Ξάνθης’’.

Η εν λόγω υπόθεση ξεκίνησε από το Πρωτοδικείο της Ξάνθης το 1986, μεταβιβάστηκε δια εφέσεως στο Εφετείο Κομοτηνής και κρίθηκε αμετάκλητα από τον Άρειο Πάγο (απόφαση 4/2005 ΑΠ) και συνεπώς, εξαντλουμένων των ενδίκων μέσων της εσωτερικής έννομης τάξης, υποβλήθηκε προς κρίση στο ΕΔΔΑ με τη μομφή της παραβίασης από την Ελλάδα βασικά των άρθρων 6 (περί δίκαιης δίκης) και 11 (περί της ελευθερίας του συνέρχεσθαι και συνεταιρίζεσθαι) της Ευρωπαϊκής Σύμβασης των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΣΔΑ), δικαιωμάτων δηλαδή που κατά τους προσφεύγοντες θα έπρεπε να είχε το άνω νομικό πρόσωπο, τη διάλυση του οποίου είχε διατάξει το 1984 ο τότε Νομάρχης Ξάνθης.

Καταρχάς, το Εφετείο έκρινε ότι οι σκοποί που διατυπώνονταν στο καταστατικό του σωματείου με την άνω επωνυμία, καθώς και οι δραστηριότητες που αυτό διεξήγαγε,  δεν ήταν σύμφωνες προς την εσωτερική (ελληνική) δημόσια τάξη δεδομένου ότι στο καταστατικό του αναγραφόταν ότι επεδίωκε την εκπλήρωση των ‘‘τουρκικών ιδανικών’’, όπως τα είχε ορίσει ο Μουσταφά Κεμάλ Ατατούρκ κατά την ανακήρυξη της Δημοκρατίας στην Τουρκία.

Το άνω Εφετείο, μάλιστα, είχε σημειώσει στην απόφαση του ότι ορισμένα από τα μέλη της ‘‘Τουρκικής Ένωσης Ξάνθης’’, συμπεριλαμβανομένου και του Προέδρου του, παρουσίαζαν τη μουσουλμανική μειονότητα της Θράκης ως μία ‘‘τουρκική μειονότητα πολύ καταπιεσμένη’’. Ειδικότερα, το Εφετείο ανέφερε ότι ο Πρόεδρος του σωματείου αυτού είχε συμμετάσχει σε μία διάσκεψη που οργανώθηκε από την Επιτροπή των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων του Τουρκικού Κοινοβουλίου, καθώς και σε ένα διεθνές συνέδριο που οργανώθηκε από την ‘‘Ομοσπονδία των Τούρκων της Δυτικής Θράκης’’. Κατά τη διάρκεια του συνεδρίου αυτού, αποφασίστηκε να ενημερωθεί το κοινό για το γεγονός ότι η ελληνική διοίκηση ιδιοποιούνταν τα δικαιώματα των ‘‘Τούρκων της Δυτικής Θράκης’’. Τέλος, το Εφετείο είχε υπογραμμίσει ότι σε μία επιστολή που το συγκεκριμένο σωματείο απηύθυνε στην τουρκική εφημερίδα «Hürriyet», αυτό έκανε αναφορά ‘‘στους Τούρκους της Δυτικής Θράκης που υπερασπίστηκαν την ταυτότητά τους κάτω από όλες τις συνθήκες’’.

Ο δε Άρειος Πάγος, απορρίπτοντας τους ισχυρισμούς του άνω σωματείου και επικυρώνοντας βασικά το σκεπτικό του Εφετείου, υπερθεμάτισε ότι ο τίτλος του σωματείου προκαλούσε σύγχυση και αμφιβολία ως προς την υπηκοότητα των μελών του και άρα υπονοούσε την ύπαρξη εθνικής (δηλ. τουρκικής μειονότητας) στην Ελλάδα, κάτι το οποίο είναι εκ διαμέτρου αντίθετο με την εγχώρια έννομη τάξη, στην οποία ασφαλώς είναι ενσωματωμένη η Συνθήκη της Λωζάνης.

Η ‘‘Τουρκική Ένωση Ξάνθης’’, μετά τη δικαστική ήττα της στον Άρειο Πάγο, υποστήριξε ενώπιον του ΕΔΔΑ ότι οι ελληνικές αρχές προσέβαλαν τα προστατευόμενα από τα άρθρα 9, 10 και 11 της ΕΣΔΑ δικαιώματά της, καθώς και ότι η Ελλάδα παραβίασε το άρθρο 27 του Διεθνούς Συμφώνου για τα αστικά και πολιτικά δικαιώματα.

Το ΕΔΔΑ, λοιπόν, στη δική του απόφαση (της 27-3-2008 επί της 26698/2005 Προσφυγής), στη μείζονα σκέψη του δικανικού συλλογισμού του υπενθύμισε προς άπαντες ότι η ελευθερία σύστασης νομικών προσώπων, ως πρακτική έκφανση των αρχών του συνέρχεσθαι και συνεταιρίζεσθαι, αρχών που ενσωματώνονται ασφαλώς στην ΕΣΔΑ, άπτεται άμεσα της δημοκρατικής λειτουργίας μιας χώρας, γι’ αυτό και μόνον πειστικοί και επιτακτικοί λόγοι μπορούν να δικαιολογήσουν κρατικούς περιορισμούς στην άσκηση των συγκεκριμένων δημοκρατικών ελευθεριών από τους πολίτες. Μια κρατική παρέμβαση επί των θεμελιωδών αυτών δικαιωμάτων κρίνεται πάντα με γνώμονα το αν ήταν «ανάλογη προς τον επιδιωκόμενο θεμιτό σκοπό» και το αν οι επικαλούμενοι από τις εθνικές αρχές λόγοι για να αιτιολογήσουν τους περιορισμούς τούτων των ελευθεριών φαίνονται «αρμόζοντες και επαρκείς». Το ΕΔΔΑ, συνεπώς, επικαλέστηκε στη ‘‘βασική στρώση’’ της σκέψης του τη Δημοκρατική Αρχή και την αρχή της αναλογικότητας της δράσης της δημόσιας διοίκησης.

Ωστόσο, (φρονώ ότι) αυτό που έχει την πιο καθοριστική σημασία είναι ότι το ΕΔΔΑ, ως ήταν ‘‘υποχρεωμένο’’ άλλωστε, δεν παρέλειψε να τονίσει στο κείμενο της απόφασής του ότι ο δικός του ο ρόλος αυτοπεριορίζεται στο να εξετάζει προσφυγές με τις οποίες γίνεται επίκληση παραβίασης των δικαιωμάτων και ελευθεριών που προστατεύονται από την ΕΣΔΑ. Εν προκειμένω, λοιπόν, το ΕΔΔΑ διευκρίνισε ότι θα εξέταζε την προσφυγή της ‘‘Τουρκικής Ένωσης Ξάνθης’’ μόνο υπό το πρίσμα του αρ. 11 της ΕΣΔΑ (ελευθερία του συνέρχεσθαι και συνεταιρίζεσθαι), ως lex specialis έναντι των αρ. 9 και 10 (τα οποία ομιλούν αφενός για την ελευθερία σκέψης, συνείδησης, άρα και εθνικής συνείδησης, και θρησκείας και αφετέρου για την ελευθερία έκφρασης), και, παράλληλα, ευθύς εξαρχής, εκτίμησε ότι δεν είναι της αρμοδιότητάς του να αξιολογήσει τη σημασία που δίνει το εναγόμενο Κράτος (η Ελλάδα δηλ.) στα ζητήματα που σχετίζονται με τη μουσουλμανική μειονότητα στη Δυτική Θράκη (ήτοι στα ζητήματα του νομικού προσδιορισμού και του χαρακτήρα του καθολικού status της μειονότητας αυτής).

Εισερχόμενο, επομένως, το ΕΔΔΑ στο stricto sensu πλαίσιο του αρ. 11 της ΕΣΔΑ, αποφάνθηκε ότι μόνον ο τίτλος και η χρήση του όρου «τουρκικός» μέσα στο καταστατικό του άνω σωματείου δεν αρκούσαν, στην προκειμένη περίπτωση, για να εξαχθεί το συμπέρασμα της επικινδυνότητας του σωματείου για την ελληνική δημόσια τάξη, καθότι προέκυπτε ότι το σωματείο αυτό επεδίωκε ειρηνικούς σκοπούς που στόχευαν στην ενίσχυση των πολιτιστικών δεσμών μεταξύ των μελών της μειονότητας. Στο σημείο αυτό, το ΕΔΔΑ υπογράμμισε ό,τι έχει ήδη δεχθεί (σε παλαιότερες αποφάσεις του) ότι η εδαφική ακεραιότητα, η εθνική ασφάλεια και η δημόσια τάξη δεν θα μπορούσαν να απειληθούν από τη λειτουργία ενός σωματείου, ο σκοπός του οποίου είναι να ευνοήσει τον πολιτισμό μιας περιοχής, ακόμη και αν ένα σωματείο στοχεύει εν μέρει στην προώθηση της κουλτούρας μιας μειονότητας.

Μάλιστα, το ΕΔΔΑ υποστήριξε ότι ακόμη και αν ο πραγματικός και μοναδικός σκοπός του άνω σωματείου ήταν να προωθήσει την ιδέα ότι στην Ελλάδα υπάρχει μία εθνική (τουρκική) μειονότητα, τούτο δεν θα μπορούσε να θεωρηθεί αφ’ εαυτού ως απειλή για μία δημοκρατική κοινωνία, πολύ δε περισσότερο αφού τίποτα μέσα στο καταστατικό του σωματείου δεν υποδήλωνε ότι τα μέλη του εκθείαζαν την προσφυγή στην βία ή σε αντιδημοκρατικά ή αντισυνταγματικά μέσα. Αιτιολογώντας δε τη σκέψη του, το ΕΔΔΑ ανέφερε ότι δεν προέκυπτε από την δικογραφία ότι ο Πρόεδρος ή τα μέλη της ‘‘Τουρκικής Ένωσης Ξάνθης’’ προσέφυγαν ποτέ στη βία, στην εξέγερση ή σε οποιαδήποτε άλλη μορφή απόρριψης των δημοκρατικών αρχών, γεγονός που θα συνιστούσε ουσιώδες στοιχείο για τη διάλυση του σωματείου από τις ελληνικές αρχές.

Υπ’ αυτή τη ‘‘συλλογιστική διαδρομή’’, το ΕΔΔΑ εν τέλει απεφάνθη ότι η Ελλάδα, στην περίπτωση της ‘‘Τουρκικής Ένωσης Ξάνθης’’ παραβίασε όντως το αρ. 11 της ΕΣΔΑ και δη και το αρ. 6 καθώς η χρονοκαθυστέρηση στην απόδοση δικαιοσύνης στην εν λόγω υπόθεση προσέβαλε το δικαίωμα του σωματείου να έχει μια ‘‘δίκαιη δίκη’’ στην Ελλάδα. Παρόμοιο δε σκεπτικό ‘‘ξεδίπλωσε’’ το ΕΔΔΑ και στις δύο άλλες παραπάνω υποθέσεις (υπόθεση ‘‘Bekir Ousta κατά Ελλάδας’’ και υπόθεση ‘‘Emin κατά Ελλάδας’’), στις οποίες για τους άνω λόγους η Ελλάδα υπέστη δικαστική ήττα.

Έχουν δίκαιο, λοιπόν, οι Τούρκοι να ‘‘ομιλούν’’ και να μας παραπέμπουν στις αποφάσεις του ΕΔΔΑ; Η απάντηση στο θεμελιώδες αυτό ερώτημα, θαρρώ, είναι απλή και απολύτως ξεκάθαρη: Το ΕΔΔΑ, όπως τόνισα και ανωτέρω, εξέτασε τις πρακτικές δυσκολίες επί της ουσιαστικής εφαρμογής μιας θεμελιώδους ελευθερίας (της ελευθερίας του συνέρχεσθαι και συνεταιρίζεσθαι) που αναγνωρίζεται σαφώς στην ΕΣΔΑ και αυτοπεριορίστηκε στην εξέταση αυτή. Ασχέτως, λοιπόν, αν το ΕΔΔΑ αποφάνθηκε ότι η Ελλάδα ‘‘είχε θέμα’’ στις προκείμενες υποθέσεις με την εφαρμογή (βασικά) του αρ. 11 της ΕΣΔΑ, δεν χαρακτήρισε, εντούτοις, τη μειονότητα της Θράκης (αν είναι εθνική ή θρησκευτική) αλλά και ούτε βεβαίως εκτίμησε το συνολικό ιστορικό, νομικό, πολιτιστικό και πραγματικό πλαίσιο εντός του οποίου αυτή διάγει εντός της ελληνικής επικράτειας. Και τούτο, διότι δεν ήταν, ούτε είναι, αυτός ο ρόλος του, ως διεθνούς δικαιοδοτικού οργάνου, ούτε έως εκεί εκτείνεται η δικαιοδοσία του.

Το θέμα της μειονότητας της Θράκης, συνεπώς, ρύθμισε κανονιστικά και ‘‘στεγανοποίησε’’ οριστικά και δη κατά αποκλειστικό και παράλληλα αυθεντικό, νομικά και διεθνοπολιτικά, τρόπο η Συνθήκη της Λωζάνης. Με βάση, λοιπόν, τη Σύμβαση περί ανταλλαγής των Ελληνικών και Τουρκικών πληθυσμών, που υπογράφηκε στη Λωζάνη στις 30 Ιανουαρίου 1923 και τη Συνθήκη Ειρήνης που υπογράφηκε επίσης στη Λωζάνη στις 23 Ιουλίου 1923, στην Ελλάδα και ειδικότερα στη Δυτική Θράκη παρέμειναν Μουσουλμάνοι κατά το θρήσκευμα (θρησκευτική μειονότητα). Αυτό με σαφήνεια προκύπτει: α) από το άρθρο 2 της ανωτέρω Σύμβασης, το οποίο ορίζει, ότι «……….δεν θα περιληφθούν στην προβλεπόμενη από το πρώτο άρθρο ανταλλαγή οι Έλληνες υπήκοοι, κάτοικοι της Κωνσταντινουπόλεως και οι Μουσουλμάνοι κάτοικοι της Δυτικής Θράκης» και β) από το άρθρο 45 της πιο πάνω Συνθήκης Ειρήνης, στο οποίο αναφέρεται, ότι «….τα αναγνωρισθέντα δια των διατάξεων του παρόντος τμήματος δικαιώματα στις μη μουσουλμανικές μειονότητες στην Τουρκία, αναγνωρίζονται επίσης υπό της Ελλάδος στις ευρισκόμενες στο έδαφός της μουσουλμανικές μειονότητες». Έτσι, σύμφωνα με την ανωτέρω Σύμβαση, η οποία είναι ειδική και δεν έχει ανατραπεί με κάποια νεότερη σύμβαση, στη Θράκη υπάρχουν μουσουλμάνοι Έλληνες υπήκοοι. Το ιστορικό αυτό γεγονός αλλά και η αναγνώριση της ύπαρξης μουσουλμανικής κοινότητας από τις συμβαλλόμενες χώρες, Ελλάδα και Τουρκία, οριοθετούν πλήρως τις θέσεις των δύο χωρών και τον αντίστοιχο προσδιορισμό τους στον διεθνή χώρο. Η Συνθήκη της Λωζάνης του 1923 έθεσε τέρμα σε οποιαδήποτε αιτήματα και βλέψεις εδαφικών διεκδικήσεων, οριστικοποιώντας έτσι τα σύνορα μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας.

Το γενικό ζήτημα της μειονότητας της Θράκης, επομένως, είναι ιστορικά, νομικά και διεθνοπολιτικά λελυμένο. Παραπέμπω, ωστόσο, στη ‘‘συνήθη πηγή’’ μου για να (επαν)εννοήσουμε άπαντες ορισμένα πράγματα. Ο ‘‘πολύς’’ Α. Davutoglu γράφει σε κάποιο σημείο στο περίφημο ‘‘Στρατηγικό Βάθος’’ του: ‘‘H ζώνη που εξικνείται βορειοδυτικά και μέσω του άξονα Μπίχατς (Bihac) – Κεντρική Βοσνία – Ανατολική Βοσνία – Σαντζάκ (Sandzak) – Κόσοβο – Αλβανία – ‘‘Βόρεια Μακεδονία’’ – Κίρτζαλι – Δυτική Θράκη καταλήγει στην Ανατολική Θράκη έχει από τη σκοπιά της Τουρκίας τον χαρακτήρα ζωτικής αρτηρίας για τη βαλκανική γεωπολιτική και τον γεωπολιτισμό της’’ (Σελ. 477 του άνω βιβλίου).

Και συμπληρώνει κάπου αλλού: ‘‘Η Τουρκία εν γνώσει των (βαλκανικών) ενδοπεριφερειακών αντιπαραθέσεων και κινδύνων οφείλει να δώσει βάρος σε περιοχές που περικυκλώνουν την περιοχή στο σύνολο της. Το θέμα είναι να διατηρηθεί η οθωμανο-τουρκική πολιτισμική κληρονομιά. Μπορεί να προταθεί επίσης μια συνεργασία για την εξασφάλιση των πολιτισμικών και εκπαιδευτικών δικαιωμάτων των εθνικών κοινοτήτων που διαθέτουν διαφορετικές κουλτούρες στους κόλπους των βαλκανικών κρατών. Μια τέτοια συμφωνία μπορεί να διαμορφώσει ένα κατάλληλο έδαφος κυρίως για το Κόσοβο και τη Δυτική Θράκη.’’

H επαγρύπνηση, κατά συνέπεια, και η δυνατή, με παγκόσμιο βεληνεκές, ελληνική φωνή είναι τα πάγια και διαχρονικά, κομβικά αιτήματα της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής και ευρύτερα της εθνικής στρατηγικής. Απέναντι, λοιπόν, στις υπερφίαλες και ανεδαφικές δοξασίες του ‘‘Misak I Milli’’ (δείτε το άρθρο μου https://infognomonpolitics.gr/2020/08/i-prosfygi-sti-chagi-kai-o-tourkikos-ethnikos-orkos-misak-i-milli/), ας υπενθυμίζουμε διαρκώς στους γείτονες, ανεξαρτήτως αν τους αρέσει, και προπαντός στη διεθνή κοινότητα ποιος και πού βρίσκεται και μεγαλουργεί επί χιλιετίες… (αναφέρομαι ενδεικτικά στην παντελώς πρόσφατη ανακάλυψη αρχαιοελληνικού βωμού, τουλάχιστον 2.000 ετών στην Αττάλεια της σημερινής Τουρκίας, ahvalnews.com/turkey-ancient-history/2000-year-old-greek-altar-discovered-turkey?utm_term=Autofeed&utm_medium=Social&utm_source=Twitter#Echobox=1622731451).

Κατερίνη, 4/6/2021

ΧΡΗΣΤΟΣ ΓΚΟΥΓΚΟΥΡΕΛΑΣ

ΔΙΚΗΓΟΡΟΣ

LLM IN INTERNATIONAL COMMERCIAL LAW

LLM IN EUROPEAN LAW

Cer. LSE in Business, International

Relations and the political science