Μετά την έξαρση της πανδημίας του κορωνοϊού, το Πολυετές Δημοσιονομικό Πλαίσιο (ΠΔΠ) της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΕΕ) για τα έτη 2021-27, σε συνδυασμό με το πρόγραμμα ‘‘Next Generation EU’’, θα αποτελέσουν τη μεγαλύτερη δέσμη μέτρων ανάκαμψης που έχει χρηματοδοτηθεί στην ευρωπαϊκή Ιστορία από τον Προϋπολογισμό της ΕΕ. Μάλιστα, σ’ αυτή τη δέσμη μέτρων, ύψους 1,8 τρισ. ευρώ, στηρίζει το ίδιο το μέλλον της η ΕΕ καθώς δια αυτής στοχεύει να ανοικοδομήσει μια Ευρώπη πιο ‘‘πράσινη’’, πιο ψηφιακή και πιο ανθεκτική.
Το ΠΔΠ, λοιπόν, διέπεται ρητώς από τη βασική αρχή του ενωσιακού δικαίου επί του προϋπολογισμού της ΕΕ, ήτοι την αρχή της χρηματοδότησής του από ιδίους πόρους (principle of funding the budget from own resources, https://ec.europa.eu/info/strategy/eu-budget/revenue/own-resources_en). Η Συνθήκη για τη Λειτουργία της ΕΕ (ΣΛΕΕ), εξάλλου, είναι σαφής: Στο άρθρο 311 τονίζει ότι ‘‘ο προϋπολογισμός της Ένωσης χρηματοδοτείται στο ακέραιο, υπό την επιφύλαξη των άλλων εσόδων, από ιδίους πόρους’’, ενώ στο άρθρο 312 αναφέρει ότι ‘‘το ΠΔΠ έχει ως στόχο να εξασφαλίζει την ομαλή εξέλιξη των δαπανών της Ένωσης εντός των ορίων των ιδίων της πόρων’’.
Συνεπώς, το Συμβούλιο της ΕΕ ήδη με την από 14 Δεκεμβρίου του 2020 Απόφασή του (είναι η 2020/2053 https://eur-lex.europa.eu/legal-content/EL/TXT/PDF/?uri=CELEX:32020D2053&from=EN) για το σύστημα των ιδίων πόρων της ΕΕ, που καταργούσε το προηγούμενο καθεστώς (δηλ. την Απόφαση 2014/335), έχει αναπροσαρμόσει και διευρύνει εντυπωσιακά τους ‘‘ιδίους πόρους’’ της ΕΕ, έτσι ώστε να δοθούν οι επιχορηγήσεις και τα δάνεια στα κράτη-μέλη (κ-μ). Προκειμένου, όμως, να αρχίσει η εκταμίευση των ευρωπαϊκών κονδυλίων προς τα κ-μ, η άνω από 14-12-2020 Απόφαση για τους ιδίους πόρους της ΕΕ πρέπει να επικυρωθεί απ’ όλα τα κ-μ (αρ. 311§3 εδ. γ’ της ΣΛΕΕ).
Στη Γερμανία, το Κοινοβούλιο (Bundestag) ψήφισε στις 25 Μαρτίου νόμο που επικυρώνει την απόφαση του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου περί των ιδίων πόρων της ΕΕ (Eigenmittelbeschluss). Κατόπιν, όμως, υποβολής αίτησης ασφαλιστικών μέτρων από μια ομάδα αιτούντων με επικεφαλής τον Γερμανό Οικονομολόγο και Πολιτικό Bernd Lucke, τέως Ευρωβουλευτή του AfD, το Γερμανικό Συνταγματικό Δικαστήριο (ΓΣΔ) εξέδωσε ήδη προσωρινή διαταγή (Haengebeschluss) που απαγορεύει τον Πρόεδρο της Γερμανικής Δημοκρατίας να εκδώσει τον προσφάτως ψηφισθέντα από τη Γερμανική Βουλή νόμο. Πρόκειται, επομένως, για μια προσωρινής φύσης απόφαση μέχρι να εκδικαστεί η αίτηση ασφαλιστικών μέτρων, την εκδίκαση της οποίας θα ακολουθήσει βεβαίως η εκδίκαση της κύριας προσφυγής.
Σε πρακτικό επίπεδο, το ΓΣΔ καλείται να δώσει τη νομική συγκατάθεση της Γερμανίας για το σύστημα χρηματοδότησης της Ένωσης την περίοδο 2021-27 και συνεπώς για όλο το πανευρωπαϊκό πακέτο οικονομικής στήριξης των κ-μ λόγω των συνεπειών της πανδημίας του κορωνοϊού. Έχοντας, όμως, ως βασικό μέλημά του το πώς θα διαφυλάξει την αποτροπή του ενδεχομένου να επέλθει η δημοσιονομική ένωση στην ΕΕ, υπό την έννοια ότι κανένα κ-μ της ΕΕ δεν οφείλει να αναλαμβάνει δημοσιονομικές ευθύνες για τα χρέη και τις δημοσιονομικές ανισορροπίες άλλων κ-μ, κάτι βεβαίως που απαγορεύουν ρητώς οι ευρωπαϊκές συνθήκες, το ανώτατο γερμανικό δικαστικό όργανο προς το παρόν ‘‘κόλλησε’’. Και τούτο, διότι η αποφυγή χρηματοδότησης της νομισματικής πολιτικής της ΕΚΤ που de facto θα οδηγούσε σε ενδοκοινοτική ένωση μεταβιβάσεων (Transfer Union) υποχρεώσεων, συνιστά ταυτόχρονα, πέραν από ευρωπαϊκή κανονιστική νόρμα, και θεμέλιο της γερμανικής συνταγματικής παράδοσης και λογικής.
Οι αιτιάσεις των προσφευγόντων στο ΓΣΔ επικεντρώνονται σε δύο σημεία. Καταρχάς, οι προσφεύγοντες ισχυρίζονται ότι η ανάληψη χρεών στο όνομα της ίδιας της ΕΕ απαγορεύεται από τις ίδιες τις Συνθήκες της ΕΕ και ότι είναι μια ‘‘ultra vires’’ πράξη, δηλαδή μια πράξη που εκφεύγει του κανονιστικού πλαισίου μέσα στο οποίο de lege lata λειτουργούν τα ενωσιακά όργανα και ιδίως η ΕΚΤ, η ανάληψη χρεών στο όνομα της ΕΕ. Συνεπώς, η πρώτη κεντρική μομφή των προσφευγόντων αφορά την (ισχυριζόμενη) αντίθετη με τις ιδρυτικές Συνθήκες της ΕΕ λειτουργίας των ενωσιακών οργάνων, καθ’ υπέρβαση των δοτών, ούτως ή άλλως, αρμοδιοτήτων τους.
Οι προσφεύγοντες από τη μια διατείνονται ότι οι αλλότριοι πόροι (Fremdmitteln), δηλαδή τα κονδύλια που θα δανειστεί η ΕΕ για να δώσει ως επιχορηγήσεις ή δάνεια στα κ-μ, δεν είναι δυνατόν να νοούνται νομικώς ως ‘‘ίδιοι πόροι’’ (Eigenmitteln) της. Για το θέμα, μάλιστα, τον Μάιο του 2020, όταν σχεδιαζόταν το Ευρωπαϊκό Πρόγραμμα Ανασυγκρότησης, όντως έγραφα (ίδετε το άρθρο μου ‘‘Η νομική βάση του Ταμείου Ανασυγκρότησης’’ http://olympiobima.gr/i-nomiki-vasi-toy-eyropaikoy-tameioy-anasygkrotisis): ‘‘Όπως όμως και ένας ‘‘μη ειδικός’’ θα περίμενε, πουθενά στην ενωσιακή νομοθεσία δεν ορίζεται ότι ‘‘ίδιοι πόροι’’ της Ένωσης είναι τα… ‘‘δανεικά’’ που αντλεί η ίδια ή τα κ-μ της από τις αγορές. Αντιλαμβανόμαστε, έτσι, όλοι ότι όταν τα 500 δισ. ευρώ της ιδέας Merkel–Macron θα είναι κεφάλαια που θα αντλήσει η ΕΕ από τις αγορές χρήματος, θα υπάρξει (στο πλαίσιο της πρώτης νομικής βάσης που εξετάζουμε) ‘‘θέμα’’ και δη ‘‘τεχνικό νομικό θέμα’’ αν η ΕΕ προτίθεται και προσπαθήσει, σύμφωνα με την πρόταση Merkel – Macron, να διανείμει δια ‘‘επιχορηγήσεων’’ τα 500 δισ. ευρώ στα κ-μ χρησιμοποιώντας ως ‘‘τεχνοκρατική και νομική πλατφόρμα’’ το ΠΔΠ, το οποίο επιτρέπει χρηματοδοτήσεις (της ΕΕ προς τα κ-μ) μόνο ‘‘ιδίων πόρων’’ της Ένωσης.’’
Από την άλλη, οι προσφεύγοντες υποστηρίζουν ότι καθώς για τα δανεικά που θα αντλήσει η Κομισιόν υπόλογα τελικά θα είναι όλα τα κ-μ και δη σε ορίζοντα 38 ετών, μια τέτοια πρωτοβουλία της ΕΕ παραβιάζει τη βασική ενωσιακή αρχή ότι δεν νοείται αμοιβαιοποίηση χρεών στην Ένωση και τον κομβικό κανόνα ότι το κάθε κ-μ είναι υπόλογο για τα δικά του χρέη και για τα δικά του δημοσιονομικά μεγέθη καθώς απολαμβάνει εκ των Συνθηκών δημοσιονομική ανεξαρτησία.
Στο δεύτερο σημείο των αιτιάσεών τους, οι προσφεύγοντες κάνουν λόγο για ‘‘αλλοίωση της γερμανικής συνταγματικής ταυτότητας’’ (Deutsche Verfassungsidentitaet) στο μέτρο που η ανάληψη χρεών στο όνομα της ΕΕ, για τα οποία θα είναι υπόλογα, ωστόσο, τα κ-μ, καταργεί το θεμελιώδες αξίωμα του γερμανικού Συντάγματος σύμφωνα με το οποίο το Γερμανικό Κοινοβούλιο είναι το μόνο και αποκλειστικά υπεύθυνο για τον εθνικό (γερμανικό) προϋπολογισμό. Οι ‘‘αντιρρησίες’’ ισχυρίζονται ότι η Κομισιόν θα μπορούσε ανά πάσα στιγμή να προσδιορίσει ποια κ-μ θα αποπληρώσουν τα δανεικά που η ΕΕ θα λάβει για να παρέξει (υπό τη μορφή επιχορηγήσεων και δανείων) ως ‘‘ιδίους πόρους’’ στα κ-μ. Έτσι όμως, λένε, επεκτείνονται τα όρια ευθύνης της Γερμανίας η οποία σε τελική ανάλυση θα ήταν δυνατόν να είναι υπόλογη στους δανειστές της ΕΕ για όλο το πακέτο του προγράμματος του ‘‘Next Generation EU’’, ήτοι ακόμα και για όλο το ποσό των 750 δισ. ευρώ!
Το κεντρικό ερώτημα, λοιπόν, που θα εξετάσει το ΓΣΔ είναι αν το γερμανικό Κοινοβούλιο με τον νόμο που ψήφισε για την επικύρωση της απόφασης του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου περί ιδίων πόρων της ΕΕ, παραβίασε τους περιορισμούς που θέτει στο ζήτημα της ευρωπαϊκής δημοσιονομικής ολοκλήρωσης το γερμανικό Σύνταγμα, αποδεχόμενο έτσι (το Κοινοβούλιο) την πιθανή καθ’ υπέρβαση εξουσίας πρακτική των ευρωπαϊκών θεσμών στο ζήτημα του Ευρωπαϊκού Ταμείου Ανασυγκρότησης και τραυματίζοντας ταυτοχρόνως τη γερμανική συνταγματική ταυτότητα(;).
Ειδικότερα, στο πεδίο της καθ’ υπέρβαση της εξουσίας τους (ultra vires) δράσης των οργάνων της ΕΕ, το ερώτημα είναι αν η απόφαση του Συμβουλίου της ΕΕ περί ιδίων πόρων παραβιάζει τις Συνθήκες. Πιο αναλυτικά, εδώ το ζήτημα προσδιορίζεται στο αν στους ‘‘ίδιους πόρους’’ της Ένωσης μπορούν να συμπεριληφθούν οι πιστώσεις (τα δανεικά που θα λάβει η Επιτροπή για να διαμοιράσει επιχορηγήσεις και δάνεια στα κ-μ). Κατά την άποψη μου, καθώς όπως έγραψα και παλαιότερα (ίδετε ανωτέρω) πουθενά στην κοινοτική νομοθεσία δεν προσδιορίζεται το εννοιολογικό περιεχόμενο των ‘‘ιδίων πόρων’’ της ΕΕ, το ΓΣΔ με μια διασταλτική προσέγγιση, με ‘‘δημιουργική’’ σίγουρα σκέψη και χρησιμοποιώντας τη Λογική του ‘‘effet utile’’ θα μπορούσε να ξεπεράσει τον συγκεκριμένο ‘‘σκόπελο’’ και να συμπεριλάβει στο νοηματικό φορτίο των ‘‘ιδίων πόρων’’ της ΕΕ και τις πιστώσεις, σε τελική δε ανάλυση θα μπορούσε να αποστείλει προδικαστικό ερώτημα στο Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΔΕΕ) κατά το άρθρο 267 της ΣΛΕΕ.
Περαιτέρω, όπως είχα τονίσει στο άνω άρθρο μου: ‘‘Μια δεύτερη, πιθανή, νομική βάση για την υλοποίηση της πρότασης Merkel-Macron είναι το άρθρο 122§2 της ΣΛΕΕ. Με βάση αυτή τη διάταξη καθιερώνεται η αρμοδιότητα της ΕΕ να χορηγεί ad hoc χρηματοοικονομική συνδρομή σε κράτος μέλος, σε περίπτωση που διαπιστώνεται ότι αυτό αντιμετωπίζει ή διατρέχει μεγάλο κίνδυνο να αντιμετωπίσει σοβαρές δυσκολίες, οφειλόμενες σε φυσικές καταστροφές ή έκτακτες περιστάσεις που εκφεύγουν από τον έλεγχό του’’.
Εν προκειμένω, το κρίσιμο θέμα που θα εξετάσει το ΓΣΔ είναι αν τα τεράστια κονδύλια του συνολικού ευρωπαϊκού πακέτου στήριξης κατευθύνονται στα κ-μ για την αντιμετώπιση απ’ αυτά (όχι φυσικών καταστροφών αλλά) ‘‘εκτάκτων περιστάσεων που εκφεύγουν του ελέγχου τους’’. Εδώ, το ΓΣΔ θα προβεί σε έλεγχο σκοπιμότητας (ZweckbindungsKontrolle) και μόνο στην περίπτωση που σχηματίσει τη δικανική πεποίθηση ότι τα άνω τεράστια ευρωπαϊκά κονδύλια προορίζονται (για) και όντως καλύπτουν τέτοιες ‘‘έκτακτες περιστάσεις’’, δηλαδή έκτακτες και επείγουσες συνθήκες που προξενήθηκαν από την καθολική αρνητική επενέργεια της πανδημίας, θα αποφανθεί ότι δεν παραβιάζεται το αρ. 122 της ΣΛΕΕ.
Το ‘‘αγκάθι’’ είναι πια ορατό, συνεπώς. Το 37% των κονδυλίων του ‘‘Next Generation EU’’ θα εκταμιευτεί για την ‘‘πράσινη’’ ανάπτυξη και το 20% για τον ψηφιακό μετασχηματισμό των οικονομιών των κ-μ. Και μπορεί μεν, κατά τη διάρκεια των lock downs στα κ-μ, η ψηφιοποίηση να βοήθησε στη λειτουργία των κρατικών δομών, της εξ’ αποστάσεως εργασίας στις επιχειρήσεις και των διαδικτυακών οικονομικών συναλλαγών, η πράσινη’’ ανάπτυξη όμως δεν είναι ‘‘έκτακτη περίσταση’’ κατά το ‘‘γράμμα’’ της ΣΛΕΕ (αρ. 122) αλλά, αντιθέτως, ένας οραματικός πολιτικός στόχος. Η ‘‘πράσινη’’ ανάπτυξη δεν έχει σχέση με την αντιμετώπιση των συνεπειών της πανδημίας, ίσα-ίσα μια από τις ελάχιστες θετικές συνέπειες της πανδημίας ήταν η κλιματική βελτίωση (και όχι η επιβάρυνση του κλίματος, διότι πρακτικά σταμάτησαν να λειτουργούν οι οικονομίες). Έτσι, ο έλεγχος σκοπιμότητας που θα κάνει το ΓΣΔ εν προκειμένω, μπορεί να ‘‘ακινητοποιήσει’’ το πρόγραμμα ανάκαμψης της ΕΕ και μαζί με αυτό όλη την Ευρώπη (!), καθόσον οι αιτιάσεις των προσφευγόντων στο σημείο αυτό, είναι φανερό, ότι εδώ θα μπορούσαν να εκληφθούν ως βάσιμες από το ΓΣΔ.
Εν τέλει, κρίσιμο είναι και το ζήτημα της γερμανικής συνταγματικής ταυτότητας (αρ. 23 και 79 του Γερμανικού Συντάγματος). Οι κυριαρχικές πράξεις (Hoheitsakte) της ΕΕ είναι αποδεκτές στην εσωτερική γερμανική συνταγματική πραγματικότητα μόνο στο βαθμό που δεν θίγουν και δεν επηρεάζουν την αυτονομία του Γερμανικού Κοινοβουλίου ως προς τον προϋπολογισμό της χώρας, πρακτικά δηλαδή στον βαθμό που δεν αναιρούν ή έστω στρεβλώνουν τη δημοσιονομική ανεξαρτησία της Γερμανίας. Μάλιστα, η απώλεια αυτής της αυτονομίας κατά τη συνταγματική λογική των Γερμανών θεωρείται πλήγμα στη Δημοκρατία τους. Με άλλα λόγια, ως προς τον γερμανικό προϋπολογισμό, υπάρχει κοινοβουλευτική ευθύνη αποκλειστικά και μόνο του Bundestag και καμία είδους συνευθύνη.
Εν προκειμένω, το μέγεθος και ο χρόνος της γερμανικής συνευθύνης είναι αυτά που θα προβληματίσουν δεόντως το ΓΣΔ. Εγγυητές των δανείων που λαμβάνει η ΕΕ για να παρέξει επιχορηγήσεις και δάνεια στα κ-μ είναι τα ίδια τα κ-μ και έτσι η Γερμανία μέχρι το 2058, που είναι η τελευταία δόση εξόφλησης των δανείων που η ΕΕ θα αντλήσει στο όνομα της, μπορεί (θεωρητικά) να συνευθύνεται, με τον εθνικό προϋπολογισμό της, ακόμα και για όλα από τα 750 δισ. ευρώ του ευρωπαϊκού προγράμματος στήριξης. Αυτή δε η επίπτωση πρακτικά σημαίνει και συνεπάγεται τη δημιουργία μιας ad hoc δημοσιονομικής ένωσης (Fiskal Union) ανάμεσα στα κ-μ της ΕΕ, γεγονός που και θρυμματίζει τη γερμανική συνταγματική ταυτότητα αλλά και καταστρατηγεί τουλάχιστον το ‘‘γράμμα’’ του πρωτογενούς ενωσιακού Δικαίου. Πέραν τούτου, προβληματικός είναι και ο έλεγχος διαφάνειας (TransparenzKontrolle) στο εν λόγω ζήτημα. Πού και πώς θα δανειστεί η ΕΕ τα παραπάνω τεράστια κονδύλια; Ποιοι οργανισμοί θα της παρέξουν τις πιστώσεις; Θα έχει ελεύθερο πεδίο, εν προκειμένω, η Κομισιόν; Ο κίνδυνος, επομένως, το ΓΣΔ να κάνει δεκτούς τους ισχυρισμούς των προσφευγόντων είναι και σε αυτήν την περίπτωση όχι απλά υποστατός αλλά και τυπικά τεκμηριωμένος.
Με δεδομένο, λοιπόν, ότι ο έλεγχος που στη προκείμενη περίπτωση θα πραγματοποιήσει το ΓΣΔ θα είναι, όπως θα έλεγαν και οι δικοί μας Συνταγματολόγοι, εκ του ρόλου και της δικαιοδοσίας του ‘‘συγκεντρωτικός’’, ‘‘κύριος’’ και ‘‘αφηρημένος’’, το συμπέρασμα από όλα τα παραπάνω είναι ότι, αν αυτό (το ΓΣΔ) τελικά προβεί σε μια ολιστικά stricto sensu προσέγγιση, έχει νομικά ‘‘πατήματα’’, μη αποδεχόμενο την επικύρωση του εγχώριου νόμου για τους ‘‘ίδιους πόρους’’ της ΕΕ, να τινάξει στον αέρα όλο το κολοσσιαίο πακέτο υποστήριξης της ΕΕ και μαζί μ’ αυτό όλη την Ευρώπη…!
Το μέγα πρόβλημα, πέραν από την αλλοίωση…της περίφημης γερμανικής συνταγματικής ταυτότητας, είναι ότι οι δικαστές του ΓΣΔ θα σκεφθούν ότι καταφάσκοντας τη νομική ισχύ της Απόφασης του Συμβουλίου της ΕΕ ‘‘περί ιδίων πόρων’’, θα επιβάλλουν την ίδια ώρα και την πολιτική νομιμοποίηση της αμοιβαιοποίησης χρέους στην Ένωση, κάτι που υπήρξε διαχρονικά ‘‘εφιάλτης’’ για πολλούς Γερμανούς πολιτικούς, συνταγματολόγους και οικονομολόγους.
Γι’ αυτό και δεν βλέπω πώς μπορεί να υπάρξει διαφυγή από το διαφαινόμενο αδιέξοδο αν δεν επινοηθεί εν προκειμένω μια ‘‘δημιουργική λογική’’ από τους Γερμανούς δικαστές. Το είχα γράψει, άλλωστε, και τον Μάιο του 2020 (ίδετε το άνω άρθρο μου): ‘‘…προβλέπω, θα χρειαστεί, πέραν από τις όποιες ‘‘διασταλτικές ερμηνείες’’, πρωτίστως και το ‘‘δημιουργικό πνεύμα’’ των δικαστών του ΔΕΕ για να ξεπεραστούν οι όποιοι νομικοί ‘‘σκόπελοι’’ του ενωσιακού δικαίου και να μην ‘‘ακυρωθεί’’ η de facto εφαρμογή του ‘‘οράματος’’ Merkel-Macron. Η’ θα χρειαστεί να ανοίξει η συζήτηση για τροποποίηση των Συνθηκών.’’
Η λύση, συνεπώς, στο τεράστιο αυτό ζήτημα που απειλεί το μέλλον της Ένωσης, ημών και των παιδιών μας (καθότι τα ευρωπαϊκά κονδύλια που θα λάβουμε όχι απλά θα βοηθήσουν στην επιβίωση της χώρας μας αλλά είναι δυνατόν και να την μεταμορφώσουν προς το καλύτερο), είναι ο λεγόμενος αυτοπεριορισμός του (γερμανικού) ανώτατου δικαστικού οργάνου. Είναι προφανές ότι οι Γερμανοί ανώτατοι δικαστές θα κινηθούν σ’ ένα στριφνό ‘‘νοητικό εκκρεμές’’ και δη ανάμεσα στην εθνική τους συνταγματική τάξη από τη μια και στην κοινή ευρωπαϊκή προοπτική από την άλλη, ανάμεσα στη δικαιοκρατία και το λεγκαλισμό από τη μια και στις επείγουσες και άκρως πιεστικές ανάγκες που υφίστανται στο κοινό ευρωπαϊκό οικονομικό περιβάλλον από την άλλη, ανάμεσα στη μεθοδολογική ακαμψία του νομικού φορμαλισμού, υπό το πρίσμα της εθνικής ερμηνείας, από τη μια και στη μεθοδολογική πλαστικότητα, υπό το πρίσμα μιας φιλοευρωπαϊκής προσέγγισης από την άλλη.
Η στάθμιση, λοιπόν, των εννόμων καταστάσεων και ιστορικο-πολιτικών συνθηκών αλλά και των εξ’ αυτών παραγόμενων συνεπειών είναι αυτή που μπορεί να οδηγήσει τους Γερμανούς Δικαστές, αν έχουν ενσυναίσθηση της ιστορικής σημασίας της απόφασής τους για το μέλλον της Ένωσης και της ίδιας της Ευρώπης, στην υιοθέτηση μιας τελεολογικής ερμηνείας στα ζητήματα, σύμφωνης με το πνεύμα και τα οράματα του Ευρωπαϊσμού.
Αναμφίβολα, κάθε δικαστής έχει υποχρέωση να εφαρμόζει το Σύνταγμα και να εξασφαλίζει πέρα από τον δημοκρατικό και τον δικαιοκρατικό χαρακτήρα του πολιτεύματος της χώρας την οποία υπηρετεί. Επειδή, όμως, κάθε δικαστήριο ασκεί την εξουσία του στο όνομα του λαού, έχει παράλληλα υποχρέωση να αντιλαμβάνεται ευρύτερα την αρχή της λαϊκής κυριαρχίας και να συνδέει τη Δημοκρατία και το Κράτος Δικαίου όχι μόνο με τον βραχύ αλλά και με τον μακρό ιστορικό χρόνο αυτού του λαού, δηλαδή με το μακροπρόθεσμο χωροχρονικό πλαίσιο στο οποίο εντάσσονται και λειτουργούν το κράτος και η κοινωνία του λαού αυτού. Και για τη Γερμανία το πλαίσιο αυτό δεν είναι άλλο από το ευρωπαϊκό βεβαίως.
Ως γνήσιος και δεδηλωμένος Ευρωπαϊστής, ελπίζω, λοιπόν, να επικρατήσει στη συλλογιστική του ΓΣΔ η τρομακτική βαρύτητα του όλου διακυβεύματος και να πρυτανεύσει η λογική της παραμονής απάντων στην κοινή ευρωπαϊκή τροχιά, αν και δεν πρέπει να λησμονούμε βεβαίως ότι κάποιες φορές η Ιστορία και η ‘‘μοίρα’’ των λαών γράφεται, δυστυχώς, από ‘‘αναπάντεχα ατυχήματα’’…..
Κατερίνη, 6/4/2021
ΧΡΗΣΤΟΣ ΓΚΟΥΓΚΟΥΡΕΛΑΣ
ΔΙΚΗΓΟΡΟΣ
LLM IN INTERNATIONAL COMMERCIAL LAW
LLM IN EUROPEAN LAW
Cer. LSE in Business, International
Relations and the political science