H πολιτική θεωρία διδάσκει και η ανθρώπινη Ιστορία επιβεβαιώνει ότι η ‘‘γέννηση’’ ενός κράτους προκύπτει όταν συντρέχουν σωρευτικά και πιστοποιούνται με όρους πραγματικότητας 4 προϋποθέσεις. Πρώτη προϋπόθεση είναι αυτή της γεωγραφικότητας (territoriality) καθώς κάθε κράτος έχει γεωγραφική υπόσταση και όρια. Δεύτερη είναι η κατάφαση της κυριαρχίας (sovereignty) του, κατά την οποία το κράτος είναι ο συλλογικά υπέρτατος εξουσιαστικός μηχανισμός μέσα σε μια γεωγραφική επικράτεια και η αρμοδιότητα του εκτείνεται σε όλο το ανθρώπινο δυναμικό εντός αυτής. Τρίτη κατά σειρά προϋπόθεση είναι η νομιμότητα (legitimacy) που έχει να κάνει με την αναγνώριση της εξουσίας του κράτους τόσο στο εσωτερικό του, όσο και στο εξωτερικό. Η τελευταία δε προϋπόθεση αφορά το μονοπώλιο της διακυβέρνησης (monopoly of governance), σύμφωνα με το οποίο οι φορείς του κράτους μονοπωλούν και τη διαδικασία λήψης των αποφάσεων αλλά και το θεσμικό και εξουσιαστικό προνόμιο επιβολής αυτών σε όλα τα υποκείμενα όργανα και πρόσωπα εντός της επικράτειας.
Οι Κούρδοι είναι ένας ιστορικός λαός, κατ’ εκτιμήσεις μέχρι και 35 εκατ. ανθρώπων, που έχει διακριτή εθνική ταυτότητα, πλήρη εθνική συνείδηση, διαθέτει δική του γλώσσα (που είναι ιρανικών καταβολών) και πολιτισμική παράδοση και δη Ιστορία που έχει ρίζες μέχρι και 3 χιλιετίες πριν από σήμερα! Κατοικεί διάσπαρτος σε εδάφη που σήμερα ανήκουν κυριαρχικά σε δομημένα και διεθνώς αναγνωρισμένα κράτη, δηλαδή σε εδάφη της νοτιοανατολικής Τουρκίας, του βόρειου Ιράκ, της βόρειας Συρίας και του δυτικού Ιράν. Είναι, συνεπώς, ένας λαός που το μεγάλο του όνειρο είναι να αποκτήσει κάποτε το δικό του κράτος, κάτι όμως που μέχρι σήμερα φάνταζε μάλλον ως ‘‘ουτοπία’’.
Και τούτο, διότι οι προαιώνιες κουρδικές ανθρωπογεωγραφικές δομές επικάθονταν διαχρονικά σε χωρικές περιφέρειες συμπαγών πολιτειακών μορφωμάτων, γεγονός που ab initio απέκλειε και εκμηδένιζε κάθε πιθανότητα δημιουργίας της όποιας κουρδικής κρατικής υπόστασης. Φρονώ, ωστόσο, ότι στη παρούσα ιστορική συγκυρία ενυπάρχουν στη παγκόσμια διεθνή πραγματικότητα 5 λόγοι που ίσως ήδη μετουσιώνουν το αρχικά αδιανόητο για τους Κούρδους σε ελπιδοφόρο όραμα (ίδετε τον 1ο Χάρτη στο τέλος του κειμένου).
Κατά πρώτο λόγο, σήμερα, παράλληλα με το παραδοσιακά ρευστό γεωπολιτικό σκηνικό της Μέσης Ανατολής, αυτό που μπορεί να ‘‘μετρήσει’’ καταλυτικά υπέρ των Κούρδων σε δύο από τα άνω κράτη, δηλαδή στη Συρία και το Ιράκ, είναι η in vivo εμπέδωση της ουσιώδους χαλάρωσης των ‘‘πολιτειακών αρμών’’ στις δύο αυτές χώρες και δη σε βαθμό που σε ορισμένες περιοχές τους αμφισβητείται φανερά η ίδια η κρατικότητα. Η Συρία και το Ιράκ είναι στον παρόντα χρόνο πολιτειακά ευάλωτα και γεωοικονομικά ασταθή κρατικά corpora, γεγονός που θα μπορούσε να καταστεί γενεσιουργός αιτία γεωγραφικών αλλαγών και πολιτειακών αναπροσαρμογών στα επίμαχα εδάφη τους που κατοικούν Κούρδοι.
Από την άλλη, το Ιράν είναι και επίσημα πια εχθρός της Δύσης. Δεν είναι μόνο το πυρηνικό του πρόγραμμα που οδηγεί τους Δυτικούς σε ευθεία αντιπαράθεση μαζί του, είναι κυρίως το γεγονός ότι το Ιράν προτίμησε να προσκολληθεί ‘‘σφιχτά’’ στην Κίνα. Η πολύ πρόσφατη συμφωνία Κίνας-Ιράν (China–Iran Comprehensive Strategic Partnership, υπογραφείσα μόλις στις 27 Μαρτίου, στην Τεχεράνη), με βάση την οποία οι δύο χώρες σε ορίζοντα 25ετίας θα επιδιώξουν μεταξύ τους εμπορικές συναλλαγές ύψους 600 δισ. δολαρίων, με την παράλληλη υλοποίηση από την Κίνα επενδύσεων 400 δισ. δολαρίων στο Ιράν, καθιστά αυτομάτως τη σιιτική χώρα προφανή γεωπολιτικό αντίπαλο της Δύσης. Υπ’ αυτήν τη σημαντική εξέλιξη, ένα σοβαρότατο πλήγμα που η Δύση θεωρητικά θα μπορούσε να καταφέρει εις βάρος του Ιράν, θα ήταν και μια πιθανή εδαφική του συρρίκνωση δια αφαίρεσης (;) ίσως ενός μικρού μέρους του στα δυτικά και μετέπειτα προσάρτησής του σε ένα φιλοδυτικό κουρδικό μελλοντικό κράτος.
Για τη δε Τουρκία, θαρρώ ότι αναζωπυρώνεται, υπό μία έννοια κατά ‘‘ιστορικά κυκλικό’’ τρόπο, το Ανατολικό Ζήτημα δεδομένου ότι είναι πολλά τα γεωπολιτικά σημάδια που επαναφέρουν τον ‘‘οθωμανικό διάδοχο’’ στην κατάσταση και στον ρόλο(;) του ‘‘μεγάλου ασθενούς’’. Η σημερινή Τουρκία αδυνατεί να συμφιλιώσει και αφομοιώσει στο εθνικό της αφήγημα ταυτόχρονα και τον κεμαλισμό αλλά και την ισλαμική κοσμοθεωρία, ισορροπεί οριακά και απολύτως επικίνδυνα ανάμεσα στη Δύση, ως μέλος του ΝΑΤΟ, και τις μεγάλες ‘‘αντισυστημικές’’ απολυταρχίες του Πλανήτη, και ιδίως ανάμεσα στις ΗΠΑ και τη Ρωσία, ενώ ο μεγαλομανής νεοθωμανικός στρατηγισμός της περισσότερο αποσταθεροποιεί και διχάζει παρά παρέχει εχέγγυα περιφερειακής ασφάλειας και σύγκλισης με τον Διατλαντισμό. Κυρίως όμως το γεγονός ότι είναι μια χώρα που σταθερά και μόνιμα περιφρονεί και υποβαθμίζει τις δημοκρατικές αξίες, το κράτος δικαίου και τη διεθνή νομιμότητα, μπορεί να είναι καθοριστικό στην απόφαση της Δύσης να προσπαθήσει να βρει σε ένα νέο κράτος της Μέσης Ανατολής, το Κουρδιστάν, τα γεωπολιτικά στηρίγματα και τη στρατηγική αφοσίωση και σύγκλιση στον βαθμό και στον χρόνο που τα επιθυμεί.
Ο δεύτερος λόγος για τη ‘‘γέννηση’’ του Κουρδιστάν είναι η ανόρθωση, βασικά από τις ΗΠΑ, ενός ‘‘πολιτικού τείχους’’ απέναντι στον ‘‘Δρόμο του Μεταξιού’’ της Κίνας. Η πρωτοβουλία BRI είναι το όχημα της οικονομικής επεκτατικότητας της Κίνας και η κύρια πλατφόρμα έκφρασης και υλοποίησης του οραματικού σχεδιασμού της. Η δε βασική δια ξηράς αξονική κατεύθυνσή της, ο οικονομικός διάδρομος Κίνας – Κεντρικής Ασίας – Δυτικής Ασίας (ίδετε τον 2ο Χάρτη στο τέλος του κειμένου) διέρχεται από χώρες και εδάφη που κατοικούν και πρακτικά ελέγχουν Κούρδοι. Η ίδρυση λοιπόν, ενός νέου, προφανώς φιλοδυτικού, κράτους πάνω στη ‘‘κεντρική γραμμή’’ της κινέζικης εφόρμησης θα έχει ως πρώτιστο αποτέλεσμα τη δημιουργία μιας συνθλιπτικής για τον ‘‘Δρόμο του Μεταξιού’’ γεωγραφικής ασυνέχειας στο κρίσιμο πεδίο της Μέσης Ανατολής, γεγονός που μπορεί να επιφέρει όχι απλά την ανάγκη χωροθετικών αναπροσαρμογών της άνω κεντρικής διασυνδετήριας αρτηρίας της BRI και συνεπώς επαναπροσδιορισμού των κινεζικών στόχων, αλλά, υπό προϋποθέσεις, ακόμα και την in essence αποδόμηση του ίδιου του μεγαλεπήβολου εγχειρήματος των Κινέζων.
Ένας τρίτος βασικός λόγος για τη δημιουργία του Κουρδιστάν είναι ο έλεγχος από ένα φίλα προσκείμενο στη Δύση (μελλοντικό) κράτος του βασικού υδροφόρου δικτύου της Μέσης Ανατολής και των ενεργειακών διαδρόμων και ροών. Άλλωστε, ο υδάτινος ορίζοντας και τα ενεργειακά αποθέματα σε συνάρτηση με τα γεωγραφικά τους πλέγματα συνιστούν αυτό καθαυτό το ‘‘κλειδί’’ της γεωπολιτικής επιβολής ειδικά στη Μέση Ανατολή.
Αρχικώς, αν αναλογιστεί κανείς ότι ο ετήσιος μέσος όρος βροχόπτωσης στη Μέση Ανατολή είναι 166 mm/έτος και ταυτόχρονα ότι η κατά άτομο αναλογία νερού στις 12 χώρες της Μ. Ανατολής δεν υπερβαίνει το χρόνο τα 500m3 (δείτε τις πληροφορίες στον 3ο Χάρτη στο τέλος του κειμένου), καταλαβαίνει άμεσα γιατί τα αποθέματα νερού είναι τόσο πολύτιμα για την επιβίωση, την κοινωνική ειρήνη, την πολιτική σταθερότητα και την ανάπτυξη στην ευρύτερη περιοχή.
Οι κομβικοί υδάτινοι άξονες της περιοχής είναι οι ποταμοί Τίγρης και Ευφράτης, οι οποίοι πηγάζουν από τη σημερινή νοτιοανατολική Τουρκία και διασχίζοντας μέσα από τη Συρία και το Ιράκ μια απόσταση 1.900 χλμ ο πρώτος και 2.800 χλμ ο δεύτερος, εκβάλλουν στον Περσικό Κόλπο (ίδετε τον 3ο Χάρτη στο τέλος του κειμένου). Μάλιστα, οι ποταμοί αυτοί θεωρούνται οι κοιτίδες των αρχαίων πολιτισμών της Μεσοποταμίας και υπήρξαν ανέκαθεν κρίσιμοι παράγοντες όλων των ιστορικών εξελίξεων στη Μέση Ανατολή. Ο δε έλεγχος των ροών τους πραγματοποιείται μέσω του ‘‘φράγματος του Ατατούρκ’’ (Atatürk Dam) και του ‘‘φράγματος του Ευφράτη’’ (Euphrates Dam) που βρίσκονται όμως σε περιοχές που κατοικούν παραδοσιακά Κούρδοι. Αν, επομένως, αναλάβουν αυτοί τον έλεγχο των φραγμάτων, θα καταστούν de facto ‘‘κλειδοκράτορες’’ των υδάτινων ροών και των οικονομικών αναπλάσεων σε όλη τη Μέση Ανατολή!
Παράλληλα, ένα μελλοντικό Κουρδιστάν θα έλεγχε, με τη χωροθετική παγίωσή του, και όλους τους ενεργειακούς διαδρόμους της Μέσης Ανατολής. Πρακτικά δηλαδή ένα φιλοδυτικό κράτος θα μπορούσε να ελέγχει τους προερχόμενους από την Ανατολή της σημερινής Τουρκίας αγωγούς μεταφοράς πετρελαίου ‘‘Baku-Tbilisi-Ceyhan Oil Pipeline’’, ‘‘Iraq – Turkey (Kirkuk-Ceyhan) Oil Pipeline’’ και τον υπό κατασκευή ‘‘Trans-Anatolian (Samsun-Ceyhan) Oil Pipeline’’, αλλά και τους αγωγούς μεταφοράς φυσικού αερίου ‘‘Baku-Tbilisi-Erzurum Gas Pipeline’’ (τον γνωστό και ως αγωγό του Νοτίου Καυκάσου), ‘‘Iran-Turkey Natural Gas Pipeline’’, ‘‘Iraq-Turkey Natural Gas Pipeline’’ και ‘‘Anatolian Transit Gas Pipeline Project’’ (TANAP), φυσική συνέχεια του οποίου είναι ο διαπερνών την Ελλάδα γνωστός αγωγός ‘‘Trans Adriatic Pipeline’’ (TAP). Με το εν λόγω αγωγικό δίκτυο, το μελλοντικό Κουρδιστάν θα αποτελούσε διαχρονικά τον διασυνδετήριο ενεργειακό άξονα μεταξύ της αφθονούσας σε ενεργειακό πλούτο Ανατολής και της διψασμένης για ενέργεια Δύσης.
Επιπρόσθετα, το κράτος αυτό θα είχε τον έλεγχο του προερχόμενου από τον Νότο της σημερινής Τουρκίας αγωγού φυσικού αερίου ‘‘Arab Natural Gas Pipeline’’ και του προτεινόμενου ‘‘Persian Natural Gas Pipeline Project’’. Με τους εν λόγω αγωγούς, το μελλοντικό Κουρδιστάν θα μετατρεπόταν σε κρίσιμο ενεργειακό και γεωστρατηγικό μεταίχμιο μεταξύ του Αραβικού Κόσμου και της Ευρώπης. Γενικά, με τον έλεγχο του νερού, το κράτος αυτό θα είχε τον έλεγχο της πηγής της ζωής στη Μ. Ανατολή ενώ με τον έλεγχο των ενεργειακών αποθεμάτων και διαδρομών, τον έλεγχο του πλούτου και μιας τεράστιας οικονομικής διάδρασης ανάμεσα στα κράτη της περιοχής αλλά και ανάμεσα σ’ αυτά και τους παγκόσμιους ‘‘παίκτες’’.
Ο τέταρτος λόγος είναι η δυνατότητα ‘‘γεωγραφικής τοξοποίησης’’ της δυτικής αντίληψης περί περιφερειακής ασφάλειας στην Ανατολική Μεσόγειο. Κάτι τέτοιο, βέβαια, θα μπορούσε να διευκολυνθεί ως προς την πραγματοποίησή του, στο ενδεχόμενο που ένα μελλοντικό κουρδικό κράτος θα είχε στη νοτιοδυτική του απόληξη εδαφικό άγγιγμα στη Μεσόγειο (ίδετε τον 1ο Χάρτη στο τέλος του κειμένου). Αν, λοιπόν, σκεφθούμε την Κρήτη, την Κύπρο, τις ακτές του (μελλοντικού) Κουρδιστάν στη Μεσόγειο, το Ισραήλ και την Αίγυπτο ως βασικά σημεία του Χάρτη και αν νοητά ενώσουμε με γραμμές τα σημεία αυτά, τότε αντιλαμβανόμαστε ότι δημιουργείται ένα ‘‘γεω-θαλάσσιο πέταλο’’ που περικλείει την Ανατ. Μεσόγειο από τη μια και λειτουργεί ως ασπίδα προς τη Μέση Ανατολή από την άλλη. Το ‘‘πέταλο’’ αυτό, μάλιστα, είναι ένα γεωγραφικό σχήμα συνεκτικό, με άμεση δόμηση, καλή ‘‘συγκολλητική δυνατότητα’’ και παράγει γεωπολιτική ωφελιμότητα και στρατηγικά πλεονεκτήματα αφού παρέχει τη δυνατότητα λειτουργικής αποτελεσματικότητας, υπό τη σκέπη των ΗΠΑ και της Γαλλίας, στα αμυντικά και ενεργειακά συνεργατικά σχήματα της περιοχής της Ανατολικής Μεσογείου, Μέσης Ανατολής και Βόρειας Αφρικής, στα οποία είναι πρωταγωνιστές τα δυτικά ή φιλοδυτικά κράτη της Ελλάδας, της Κύπρου, του Ισραήλ και της Αιγύπτου.
Ο πέμπτος λόγος είναι ότι η δημιουργία κουρδικού κρατικού μορφώματος εξυπηρετεί τα στρατηγικά συμφέροντα του Ισραήλ. Στην εθνική στρατηγική ασφαλείας των ΗΠΑ, που πρόσφατα δημοσιοποίησε η κυβέρνηση Biden, το Ισραήλ χαρακτηρίζεται ως ‘‘σιδηρά ακλόνητος’’ (ironclad) σύμμαχος των ΗΠΑ και είναι, ούτως ή άλλως, ο παραδοσιακός εταίρος της Δύσης στη γεωπολιτικά ευαίσθητη και ρηγματογενή περιοχή της Μέσης Ανατολής. Μπορεί, λοιπόν, οι τελευταίες εξελίξεις να σφυρηλάτησαν μέσω των ‘‘Abraham Accords’’ τον δίαυλο επικοινωνίας του Ισραήλ με σημαντικούς εκπροσώπους του αραβικού κόσμου, όπως είναι τα ΗΑΕ και το Μπαχρέιν, αλλά είναι μάλλον αφελές να πιστεύει κανείς ότι όλοι οι ‘‘παίκτες’’ στη Μέση Ανατολή προωθούν και ενστερνίζονται συνέργειες με το Ισραήλ και υποστηρίζουν τον γενικότερο ρόλο του.
Κατά συνέπεια, ένα μελλοντικό κουρδικό κράτος και δη ένα κράτος που θα αφαιρούσε(;) εδαφικό κομμάτι από το Ιράν ή έστω, στα σίγουρα, θα συνόρευε με αυτό, θα μπορούσε να προσφέρει στους Ισραηλινούς, που από το 1965 εξοπλίζουν τους Κούρδους, έναν ex machina μοχλό γεωπολιτικής και στρατιωτικής πίεσης προς τους Πέρσες αλλά κυρίως θα σχημάτιζε και εγκαθιστούσε ένα πανίσχυρο αλληλοσυμπληρούμενο δίπολο (Ισραήλ-Κουρδιστάν) υποστήριξης των συμφερόντων του Δυτικού Κόσμου στη Μέση Ανατολή.
Πέραν όλων των παραπάνω, δεν πρέπει να λησμονείται ότι οι Κούρδοι πολέμησαν με τους Δυτικούς ή για τα συμφέροντα των Δυτικών κατά του ISIS (μάχες της Tabqa, της αεροπορικής βάσης της Tabqa, της Raqqa, της Manbij, του φράγματος της Μοσούλης, του φράγματος της Tishrin) και συνεπώς ως νικητές θα μπορούσαν, με τη βοήθεια του δυτικού παράγοντα, να διεκδικήσουν την επιβολή και διεθνή αναγνώριση των 4 γενεσιουργών προϋποθέσεων της ‘‘κρατικότητας’’, έτσι όπως αυτές αναλύθηκαν στην αρχή του παρόντος κειμένου.
‘‘Κλειδί’’, πάντως, σ’ όλες τις εξελίξεις είναι η ίδια η Τουρκία, η οποία από τη Λογική Davutoglu ‘‘των μηδενικών προβλημάτων’’ με τους γείτονες της σήμερα έχει καταλήξει να έχει σχεδόν μηδενικούς φίλους στη γεωγραφική της γειτονιά. Η φουριόζα και μεστή έπαρσης αλλά αντιφατική γεωπολιτική συμπεριφορά της, ειδικά αν έχει ως συνέπεια την προϊούσα καρκινοβασία των σχέσεών της με τη Δύση ή γενικότερα αν την οδηγήσει εντός της ‘‘πολιτικής τανάλιας’’ των ΗΠΑ ή και ευρύτερα της συμμαχίας των 10 μεγάλων δημοκρατικών χωρών του κόσμου D-10 ή έστω του ΝΑΤΟ, ή ακόμα, σε αντίθετη περίπτωση, στην αντίστοιχη ‘‘τανάλια’’ της Ρωσίας, τότε ίσως γίνει, ακούσια, ασυναίσθητα και αυτοκαταστροφικά για την Τουρκία, το ‘‘ιστορικό αμόνι’’ εκπλήρωσης του πόθου των απανταχού Κούρδων και ο ‘‘εμβρυουλκός’’ του ‘‘υπό γένεση’’ κουρδικού κράτους με πρωτεύουσα το Ντιγιαρμπακίρ και συμπρωτεύουσα τη Μοσούλη.
Βέβαια, όλα τα ανωτέρω όσο και σημαντικά και αν θεωρούνται, δεν συνεπάγονται ότι η ‘‘γέννηση’’ του Κουρδιστάν είναι ένα εύκολο και βατό σενάριο. Ο επανασχεδιασμός της σημερινής τουρκικής επικράτειας, έστω υπό την επάνοδο της αντιμετώπισης της Τουρκίας από τους Δυτικούς ως του ‘‘μεγάλου ασθενούς’’, είναι ένα πολύπλοκο εγχείρημα εξαιρετικά λεπτών ισορροπιών και ρισκογόνων παραμέτρων. Από την άλλη, στο θέμα είναι αδύνατον να μην έχουν λόγο και να μην αντιμαχήσουν επ’ αυτού τα δύο μεγάλα ‘‘γεωπολιτικά στρατόπεδα’’ στη Μέση Ανατολή, δηλαδή αυτό της Σαουδικής Αραβίας, των ΗΑΕ, της Αιγύπτου, του Ισραήλ και της Ιορδανίας με εκείνο της Τουρκίας, του Ιράν, του Κατάρ, της Μουσουλμανικής Αδερφότητας, της Χαμάς και της Χεζμπολάχ.
Το δεδομένο, ωστόσο, ότι είναι ανάγκη να υπάρχει – σε περίπτωση ολικής απόσχισης της Τουρκίας από τον Διατλαντικό Στρατηγισμό – ένα κράτος στη Μ. Ανατολή που θα είναι καταρχάς απομειωτής της ‘‘γεωπολιτικής εντροπίας’’ στην ευρύτερη περιοχή, θα εκπροσωπεί και θα προωθεί (μόνο) το ‘‘ήπιο Ισλάμ’’, θα υποστηρίζει τη Δύση, θα εξυπηρετεί τα συμφέροντά της και θα λειτουργεί, μαζί με το Ισραήλ φυσικά, ως τοποτηρητής και διεκπεραιωτής των στρατηγημάτων της, δεν αλλάζει. Και τούτο το γεγονός είναι το απολύτως σημαντικό και πρωτεύον στην περίπτωση του ‘‘κράτους’’ των Κούρδων μια που συνιστά ‘‘πηγή ζυμώσεων’’ προς μια ριζική γεωγραφική, πολιτική και γεωοικονομική αναθεμελίωση στη Μ. Ανατολή.
Ασφαλώς, στην περίπτωση του Κουρδιστάν, η ομοσπονδοποίηση κρατών όπως η Τουρκία, το Ιράκ και η Συρία ίσως αποτελέσει την εναλλακτική ιστορικο-πολιτική φόρμουλα διεκπεραίωσης του στόχου για την παραπάνω χωροθετική ανακατάταξη της Μ. Ανατολής. Αυτό δε πρακτικά θα σήμαινε ότι στα τρία άνω κράτη το κουρδικό τμήμα δεν θα νοούνταν ως πολιτειακά ανεξάρτητο αλλά ως αυτόνομη ομοσπονδιακή τους περιφέρεια.
Το 1920 με τη Συνθήκη των Σεβρών προβλέφθηκε η ίδρυση του ανεξάρτητου Κουρδιστάν (άρθρα 62 και 64 της Συνθήκης), χωρίς όμως ποτέ από τότε το όνειρο να γίνει απτή πραγματικότητα για τους Κούρδους. Έναν αιώνα μετά, και κατόπιν ‘‘ιώβειας’’ κουρδικής υπομονής, θαρρώ πως η πολλές φορές ακατάληπτη και βασανιστικά αινιγματική ‘‘μήτρα της Ιστορίας’’ ‘‘κυοφορεί’’ ξανά το Κουρδιστάν. Το αν αυτή τη φορά θα έχουμε τελικά ‘‘γεννητούρια’’, ίσως να μην το ξέρει ακόμα κανείς, έχω όμως την εντύπωση ότι ο ‘‘in tempore et in concreto’’ Χωρόχρονος κρατά μάλλον βάσιμα δυνατή τη φλόγα μέσα στις καρδιές των Κούρδων…
Κατερίνη, 13/4/2021
ΧΡΗΣΤΟΣ ΓΚΟΥΓΚΟΥΡΕΛΑΣ
ΔΙΚΗΓΟΡΟΣ
LLM IN INTERNATIONAL COMMERCIAL LAW
LLM IN EUROPEAN LAW
Cer. LSE in Business, International
Relations and the political science