Ο καλός, ο κακός, ο άσχημος και η … γοργόνα

Στον πάτο της θάλασσας, μέσα στη λάσπη, τα μαλάκια συνεδριάζουν. Ο Αστερίας παίρνει το λόγο:

– Σύντροφοι, χρειαζόμαστε νέο Σφουγγαράκη. Ο Μπομπ το έχει φάει το πλαγκτόν του.

– Ναι, αλλά έχουμε κάποιο δικό μας μαλάκιο;

– Μαλάκια υπάρχουν πολλά. Γεμάτος είναι ο βυθός. Το θέμα είναι να βρούμε κάποιο του χεριού μας (τρόπος του λέγειν).

Ξάφνου, πίσω από κάτι φύκια να σου που ξεπροβάλλει ο Καλαμάρης με την κοτσίδα.

– Σπέρααα.

– Βρεεε, καλώς τον τζαμπαμάγκα.

– Δεν το κατάλαβα. Ειρωνεία ήταν αυτό;

– Από πέρυσι το καλοκαίρι, όταν ανάμεσα σε δύο υποψήφιους βγήκες τρίτος, ούτε μπουρμπουλήθρα δεν έχεις βγάλει, χε χε.

– Τα καλαμάρια δε μιλάνε. Ρίχνουν το μελάνι τους κι εξαφανίζονται μέσα στα θολά νερά.

– Ακόμα κι η ψευδομαρτυρία σου ήταν η λιγότερο ψευδής σε σχέση με τα υπόλοιπα μαλάκια. Ας είναι καλά ο Μπομπ, που καθάρισε και πάλι.

– Είχα κάτι θέματα με τα πλοκάμια μου, αλλά τώρα είμαι εντάξει. Anyway. Τώρα έχουμε άλλα θέματα. Έχω λύση στο πρόβλημα μας.

– Ξέρεις κανένα καλό μαλάκιο;

– Ξέρω.

– Για πες.

– Τη γοργόνα με τα μεταξένια μαλλιά.

– Μα η γοργόνα δεν είναι μαλάκιο. Ψάρι είναι και μάλιστα το πιο άχρηστο. Ξέρεις τι λένε για τις γοργόνες.

– Ξέρω. Αλλά εμείς δεν θα τη φάμε. Μια μαριονέτα θέλουμε να την έχουμε του πλοκαμιού μας.

– Δεν είναι κι άσχημη ιδέα. Αυτή δεν τα ‘χει με το σαλάχι, που έχει κάτι θεματάκια με τη δικαιοσύνη και πρόκειται να το εξορίσουν για πάντα από τον θαλάσσιο κόσμο μας; Χάρη σε μας την έχει γλιτώσει μέχρι τώρα.

– Και γι’ αυτό είναι ώρα να μας το ξεπληρώσει η γοργόνα. Τουλάχιστον για κανένα χρόνο και μετά βλέπουμε.

– Ναι, αλλά δεν θα θέλουν και άλλα στελέχη του γαλάζιου βυθού να διορίσουν τον δικό τους σφουγγαράκη;

– Αυτούς τους αναλαμβάνω εγώ. Δεν κουνιέται κανείς. Τους έχω βάλει πάγο. Τι σόι τζαμπαμάγκας είμαι; Θα βγουν από την κατάψυξη, όταν τους πω εγώ.

– Όμως, μόλις το σαλάχι πάει φυλακή, δεν θα έχει πρόβλημα όλη η γαλάζια οικογένεια;  

– Ε και; Στα πλοκάμια μου τους γράφω και κάνω το ζωγράφο. Εγώ είμαι ο άρχοντας του γαλάζιου βυθού. Κάνω ότι θέλω και δεν με κουνάει κανείς. Δύο είμαστε. Εγώ και η Κική η φάλαινα.

– Και στον Μπομπ τι θα πούμε; Ας μην ξεχνάμε ότι μας έβγαλε λάδι τόσες φορές.

– Απλά είναι τα πράγματα. Αν ο Μπομπ ξαναγίνει σφουγγαράκης με την «αξία» του, θα πούμε ότι εμείς τον στηρίξαμε, για να μας το χρωστάει. Αν όχι, θα του κουνήσουμε το μαντήλι.

– Σύμφωνοι.

– Άντε τώρα. Πάμε στο στέκι του Χρυσόστομου, που τραγουδάει ο Ρόμπερτ, να πιούμε θαλασσινό νερό και να φάμε σκουληκάκια. 

– Έχεις μείνει πίσω τζαμπαμάγκα. Το στέκι άλλαξε. Και στο καινούργιο στέκι όμως τα ίδια σερβίρουν και τα ίδια μαλάκια συχνάζουν.

Τι έγινε παιδιά; Άει στο καλό πια μ’ αυτό το όνειρο. Τέσσερα χρόνια τώρα το ίδιο. Κι όλο πετάγομαι πάνω μούσκεμα στον ιδρώτα. Θα τη σκοτώσω. Μου κλείνει πάντα τον ανεμιστήρα. Καλύτερα να πάω για καμία βουτιά. Τα μαλάκια και τη λάσπη του βυθού δεν τα φοβάμαι. Μόνο τον ήλιο σκιάζομαι που μου καίει την καράφλα.