Την Πέμπτη 1ης Ιουνίου δόθηκε το εναρκτήριο λάκτισμα των Πανελληνίων Εξετάσεων για το 2023. Εν μέσω προεκλογικής περιόδου και βεβαίως προεκλογικών εντάσεων και αντεγκλήσεων ιδίως μετά την κατάρρευση της Τράπεζας Θεμάτων που δέχθηκε συντονισμένη κυβερνοεπίθεση (www.kathimerini.gr 31/5/2023). Η νέα προεκλογική κόντρα με φόντο τις Πανελλήνιες 2023 έρχεται σε συνέχεια της προηγούμενης προεκλογικής κόντρας που ξέσπασε στις αρχές Μαΐου με αφορμή την πρόταση του ΣΥΡΙΖΑ για κατάργηση της Ελάχιστης Βάσης Εισαγωγής (ΕΒΕ) (https://www.esos.gr 3/5/2023) με τη ΝΔ να κατηγορεί τον ΣΥΡΙΖΑ για λαϊκισμό και ανευθυνότητα (www.iefimerida.gr 11/4/2023).
Και όλα αυτά βεβαίως με φόντο τη σκληρή προεκλογική κόντρα για την ακρίβεια που πλήττει τη χώρα καθώς και για τη συνακόλουθη μείωση της αγοραστικής δύναμης των νοικοκυριών, η οποία μόνο το προηγούμενο εξάμηνο είχε υποχωρήσει δραματικά έως 40% ελέω ακρίβειας (www.naftemporiki.gr 3/11/2022). Αγοραστική δύναμη η οποία μειώθηκε κι΄ άλλο εντός του 2023, ενώ αναμένεται να πληγεί ανεπανόρθωτα στο επόμενο διάστημα καθώς πυκνώνουν τα εφιαλτικά σενάρια για υψηλό πληθωρισμό μέχρι το 2025 (www.euro2day.gr 10/5/2023), όπως προκύπτει από τις εκτιμήσεις αναλυτών 41 τραπεζικών κολοσσών. Και σαν να μην έφταναν όλα αυτά μετεκλογικά βρίσκεται στα σκαριά φοροεπιδρομή με τη βούλα της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, όπως αναλύσαμε προ ημερών σε άρθρο μας με τον τίτλο «συνταγή Κομισιόν για μετεκλογική λιτότητα και φοροεπιδρομή» (www.political.gr 27/5/2023). Μάλιστα πριν προλάβει καν να στεγνώσει το μελάνι με τις φορομπηχτικές Συστάσεις της Κομισιόν για το Ευρωπαϊκό Εξάμηνο, ΣΥΡΙΖΑ και ΠΑΣΟΚ με δηλώσεις στελεχών τους άρχισαν να κάνουν σπονδές στο επικείμενο φορολογικό ρεσάλτο στις τσέπες των Ελλήνων πολιτών, ανοίγοντας έτσι την όρεξη της νέας κυβέρνησης η οποία θα προκύψει μετά τις εκλογές της 25ης Ιουνίου.
Πέραν των εκπαιδευτικών παραμέτρων που έχουν σχέση με την κατάργηση των Πανελληνίων Εξετάσεων και την θεσμοθέτηση της ελεύθερης πρόσβασης στα ΑΕΙ, θέση την οποία υπερασπίζομαι σθεναρά από το 2008 με άρθρα μου ως Πανεπιστημιακός δάσκαλος, η κατάργηση των Πανελληνίων Εξετάσεων και η εγκαθίδρυση ενός περιφερειακού συστήματος ελεύθερης πρόσβασης στα ΑΕΙ είναι βέβαιο ότι θα οδηγήσει σε σημαντική ανακούφιση των ελληνικών νοικοκυριών στην επόμενη δύσκολη οικονομική περίοδο η οποία αναμένεται να σημαδεύσει τη χώρα.
Άλλωστε η ζοφερή οικονομική κατάσταση των ελληνικών νοικοκυριών επιβεβαιώνεται πέραν των άλλων και από τα πρόσφατα στοιχεία σε σχέση με τις καταθέσεις στις ελληνικές τράπεζες σύμφωνα με τα οποία το 72,5% των καταθετών έχουν υπόλοιπα έως 1000 ευρώ, το 12,4% των καταθετών έχουν υπόλοιπα από 1000 έως 5000 ευρώ, το 13% των καταθετών έχουν από 5001-έως 50.000 ευρώ και μόνο το 1,4% των καταθετών έχουν από 50000 έως 100.000 ευρώ (www.thetoc.gr 30/5/2023).
Η προτεινόμενη ελεύθερη πρόσβαση λοιπόν στα ΑΕΙ θα έχει ως αποτέλεσμα οι γονείς να σταματήσουν να δαπανούν χιλιάδες ευρώ ετησίως σε φροντιστήρια. Έτσι μόνο το 2018 σε εποχή κρίσης και Μνημονίων η ιδιωτική δαπάνη της ελληνικής οικογένειας ανήλθε ετησίως σε 1,5 δις ευρώ (www.kathimerini.gr 5/10/2018). Μεγάλο μέρος της δαπάνης αυτής κατευθύνθηκε στα φροντιστήρια για την προετοιμασία των μαθητών προκειμένου να περάσουν στις πανελλαδικές εξετάσεις σε κάποιο ΑΕΙ.
Επιπλέον η μετανάστευση στο εξωτερικό Ελλήνων φοιτητών θα περιοριστεί και συνεπώς θα συρρικνωθεί η εκροή κεφαλαίων για σπουδές στο εξωτερικό. Σύμφωνα με στοιχεία της ΑΔΥΠ «το 2017, οι Έλληνες που σπούδαζαν σε πανεπιστήμια του εξωτερικού άγγιξαν τους 37.484, αριθμός συγκριτικά υψηλός σε σχέση με την Ισπανία (35.348), η οποία διαθέτει υπερτετραπλάσιο πληθυσμό από την Ελλάδα, ή την Πορτογαλία (12.951) και την Ιρλανδία (15.249), οι οποίες, επίσης, βίωσαν οικονομική κρίση» (www.esos.gr 21/9/2018).
Αυτό σημαίνει ότι στην καλύτερη περίπτωση αν υπολογίσουμε ότι η μέση μηνιαία δαπάνη της ελληνικής οικογένειας για τη συντήρηση των παραπάνω φοιτητών στο εξωτερικό ανέρχεται σε 1000 ευρώ ανά φοιτητή καλύπτοντας διάστημα τουλάχιστον 10 μηνών, τότε η συνολική δαπάνη για έξοδα διαβίωσης ανέρχεται σε 370 εκατ. ευρώ ετησίως(ήτοι 37 εκατ. ευρώ μηνιαίως επί 10 μήνες).
Στο ποσό αυτό θα πρέπει να προστεθούν και τα δίδακτρα ήτοι στην πιο επιεική περίπτωση 10.000 ευρώ ετησίως. Άρα η δαπάνη για δίδακτρα φτάνει επίσης σε επιπλέον τουλάχιστον 370 εκατ. ευρώ.
Με την πρότασή μας για ελεύθερη πρόσβαση στα ΑΕΙ σε συνδυασμό με την εφαρμογή της αρχής της περιφερειακής προτίμησης οι φοιτητές θα μπορούν να σπουδάζουν στον τόπο κατοικίας τους και έτσι δεν θα επιβαρύνεται ο μηνιαίος οικογενειακός προϋπολογισμός με 1000 περίπου ευρώ για κάθε φοιτητή/τρια.
Επιπλέον προτείνεται η αξιοποίηση της εμπειρίας των άλλων Ευρωπαϊκών Πανεπιστημίων σε μεθόδους αξιολόγησης των πρωτοετών φοιτητών προς αντιμετώπιση της αυξημένης ζήτησης σε Σχολές αιχμής.
Τέλος ζητούμε δωρεάν ενδοπεριφερειακή μετακίνηση των φοιτητών με τα μέσα μαζικής μεταφοράς προκειμένου να μειωθούν τα κόστη που επωμίζεται η κάθε οικογένεια για δαπάνες φοιτητικής μέριμνας και εγκατάστασης.
Έτσι οι νέες μειωμένες πλέον δαπάνες για τη φοιτητική μέριμνα που βαρύνουν την ελληνική οικογένεια θα καταναλώνονται στο εσωτερικό της χώρας και όχι σε άλλες χώρες.
Μάλιστα αν λάβουμε υπόψη ότι από τους τουλάχιστον 225.000 ενεργούς φοιτητές, όπως αυτοί προκύπτουν από τις δηλώσεις για τη διανομή συγγραμμάτων με βάση στοιχεία του ακαδημαϊκού έτους 2019-2020 (https://sep4u.gr 27/5/2020), οι μισοί απ΄ αυτούς σπουδάζουν εκτός του τόπου της μόνιμης οικογενειακής τους κατοικίας, αντιλαμβάνεται κανείς ότι θα μπορούσαν οι διάφοροι οικογενειακοί προϋπολογισμοί να εξοικονομήσουν τουλάχιστον 1,3 δις ευρώ ετησίως ίσως και περισσότερα.
Επιπλέον το κράτος θα απαλλαγεί και από το σημαντικό δημοσιονομικό κόστος που συνιστά τόσο η καταβολή του περίφημου φοιτητικού στεγαστικού επιδόματος ύψους 1000 ευρώ ετησίως για κάθε φοιτητή που σπουδάζει σε απόσταση τουλάχιστον 80 χιλιομέτρων από την οικογενειακή του εστία όσο και το ποσό επιδότησης των λογαριασμών ηλεκτρικού ρεύματος των ετεροδημοτών φοιτητών.
Εν κατακλείδι η προτεινόμενη ελεύθερη πρόσβαση στα ΑΕΙ θα συμβάλλει στη σημαντική οικονομική ανακούφιση της ελληνικής οικογένειας στη μετεκλογική εποχή η οποία αναμένεται εξαιρετικά ζοφερή από οικονομικής απόψεως με υψηλό πληθωρισμό, ακρίβεια, μειωμένη αγοραστική δύναμη και συνεχή φορολογικά ρεσάλτα στις τσέπες των Ελλήνων πολιτών.