Ο COVID-19 επαναφέρει στο προσκήνιο τον ψηφιακό φόρο

Η Ευρώπη συζητά εκ νέου για τον ψηφιακό φόρο σε μια προσπάθεια εύρεσης πόρων για τη χρηματοδότηση του Ταμείου Ανάκαμψης

Τα πλάνα για την επιβολή ενός φόρου επί των ψηφιακών υπηρεσιών, επαναφέρει στο προσκήνιο η Ευρώπη, στην προσπάθεια εύρεσης πόρων για τη χρηματοδότηση του Ταμείου Ανάκαμψης των €750 δισ. Η Ευρωπαϊκή Ένωση είχε αποτύχει να συγκεράσει τις αντίρροπες δυνάμεις στο εσωτερικό της και να προχωρήσει στη θεσμοθέτηση ενός ενιαίου πανευρωπαϊκού φορολογικού μέτρου για τις ψηφιακές υπηρεσίες. 

Μετά από την αποτυχία εύρεσης κοινού τόπου επί ευρωπαϊκού εδάφους, η Ένωση είχε παραπέμψει το όλο θέμα στον ΟΟΣΑ, ο οποίος ηγείται της παγκόσμιας απόπειρας για την υιοθέτηση μιας φορολογικής κλίμακας για τους κολοσσούς της ψηφιακής οικονομίας. Το θέμα του ψηφιακού φόρου, που στην Ευρώπη έγινε γνωστός με τα αρχικά GAFA (ακρωνύμιο από τα αρχικά των Google, Apple, Facebook, Amazon), φέρνει εκ νέου στο προσκήνιο ο COVID-19 και η ανάγκη να χρηματοδοτηθεί το “σχέδιο Μάρσαλ” για ανάκαμψη της ευρωπαϊκής οικονομίας. 

“Επενδύουμε στο μέλλον της Ευρώπης. Αυτός είναι ο λόγος, που η Επιτροπή θα προτείνει έναν αριθμό νέων ιδίων πόρων, που θα μπορούσαν να βασίζονται στην προγραμματισμένη επέκταση του συστήματος εμπορίας εκπομπών ρύπων, σε έναν φόρο Co2 ή στον ψηφιακό φόρο”, δήλωσε σχετικά η επικεφαλής της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, Ursoula von der Leyen. 

“Η πίεση, που ασκείται στην οικονομία της Ευρώπης ως αποτέλεσμα της επιδημίας του κορωνοϊού, υπογραμμίζει τη σημασία της συμφωνίας – σε παγκόσμιο επίπεδο – για την ψηφιακή φορολογία”, τόνισε από την πλευρά του ο Επίτροπος Οικονομικών της Ε.Ε., κ. Paolo Gentiloni. 

Στο μεταξύ, την ιδέα της καθιέρωσης ενός ψηφιακού φόρου, ως μέσου μετριασμού των οικονομικών επιπτώσεων από την πανδημία, έχει υποστηρίξει η σοσιαλιστική ομάδα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου.

Διεθνές επίπεδο 

Η αναμόρφωση των φορολογικών συντελεστών, ώστε να προσαρμοστούν στα νέα δεδομένα που δημιουργεί η ψηφιοποίηση της οικονομίας, βρίσκεται υπό διαπραγμάτευση στο πλαίσιο του Οργανισμού Οικονομικής Συνεργασίας και Ανάπτυξης (ΟΟΣΑ). 

Εφόσον αυτή επιτευχθεί, θα συνιστά την πρώτη αναμόρφωση των διεθνών φορολογικών κανόνων από τη δεκαετία του 1920 και μετά. Ο ΟΟΣΑ, δια του γενικού γραμματέα Angel Guria, είχε εκτιμήσει – προ της κρίσης του κορωνοϊού – ότι θα μπορούσε να υπάρξει προσχέδιο μιας διεθνούς συμφωνίας επί του θέματος έως τον Ιούλιο, χρονοδιάγραμμα που έχει ήδη μετατεθεί για τον Οκτώβριο. Σε κάθε περίπτωση ο παγκόσμιος διάλογος θα ξεκινήσει εκ νέου στη σύνοδο ολομέλειας των G20 και του ΟΟΣΑ, που έχει προγραμματιστεί για τις 1 και 2 Ιουλίου στο Βερολίνο. 

Ο ΟΟΣΑ εκτιμά ότι ένας φόρος επί των ψηφιακών υπηρεσιών μπορεί να αποφέρει σημαντικά οφέλη στην παγκόσμια οικονομία. Σύμφωνα με τις εκτιμήσεις του, η επιβολή φορολογίας στα κέρδη των πολυεθνικών της τεχνολογίας μπορεί να προσθέσει στα παγκόσμια φορολογικά έσοδα $100 δισ. σε ετήσια βάση. Η αναμόρφωση των φορολογικών κανόνων, που εισηγείται ο ΟΟΣΑ, αφορά μεγάλες πολυεθνικές με διασυνοριακές δραστηριότητες και έσοδα άνω των €750 εκατ. Σύμφωνα με την εισήγηση του ΟΟΣΑ, για να εμπίπτει μία πολυεθνική στις νέες φορολογικές διατάξεις θα πρέπει, επίσης, να έχει “συστηματική και σημαντική” αλληλεπίδραση με τους πελάτες στην αγορά μιας χώρας, ανεξάρτητα από το εάν έχει φυσική παρουσία εκεί ή όχι. 

Το σκεπτικό της πρότασης είναι ότι οι εταιρίες, που πληρούν τις παραπάνω προϋποθέσεις, θα μπορούν να υπόκεινται σε φόρους σε μια συγκεκριμένη χώρα, σύμφωνα με ένα μοντέλο που βασίζεται σε συγκεκριμένα ποσοστά κερδοφορίας, τα οποία θα καθοριστούν από τη διαπραγμάτευση.

Εθνικές στρατηγικές

Μετά από την αποτυχία της προσπάθειας για ένα κοινό ευρωπαϊκό μέτωπο στο θέμα της φορολόγησης της ψηφιακής οικονομίας, μια σειρά χωρών εξετάζει ήδη το θέμα σε εθνικό επίπεδο. Η Ευρώπη είχε επεξεργαστεί πρόταση για την επιβολή εισφοράς 3% σε εταιρείες του κλάδου της ψηφιακής τεχνολογίας με έσοδα άνω των €750 εκατ., εκ των οποίων τα €50 εκατ. θα αποτελούσαν φορολογητέα έσοδα επί ευρωπαϊκού εδάφους. Ωστόσο, χώρες, όπως η Ιρλανδία, η Φινλανδία και η Σουηδία, αντιτάχθηκαν στα μέτρα.

Μετά το ναυάγιο της πανευρωπαϊκής πρωτοβουλίας χώρες, όπως η Γαλλία, η Ιταλία, η Ισπανία, η Αυστρία και το Ηνωμένο Βασίλειο, κατάρτισαν εθνικά σχέδια για την επιβολή φόρου επί των ψηφιακών υπηρεσιών. Θυμίζουμε ότι η Γαλλία ήταν η πρώτη, που επεξεργάστηκε το 2019 πλάνα για την αναμόρφωση των φορολογικών συντελεστών για τους τεχνολογικούς κολοσσούς. Επρόκειτο για φόρο 3% επί των εσόδων από ψηφιακές υπηρεσίες, που αντλούν στη Γαλλία εταιρείες με κύκλο εργασιών άνω των €25 εκατ. στην ίδια τη χώρα και €750 εκατ. παγκοσμίως. 

Η κίνηση αυτή οδήγησε τη χώρα σε πολύμηνο διπλωματικό πόλεμο με τις ΗΠΑ, με τον Αμερικανό πρόεδρο να απειλεί ευθέως με εμπορικό πόλεμο μέχρι και στη γαλλική σαμπάνια, αν προχωρούσε τα σχέδια της.