Η Κασσιανή, μια γεροφτιαγμένη πενηντάρα, ανοίγει την πόρτα του σπιτιού της. Η φίλη της η Βαγγελίτσα μπαίνει μέσα χαμογελώντας
– Καλημέρα φιλενάδα. Βάλε καφέ, είμαι πτώμα στην κούραση
Ετοιμάζοντας τους καφέδες, η Κασσιανή ρίχνει κλεφτές ματιές στην Βαγγελίτσα. Γνωρίζονται τουλάχιστον τριάντα χρόνια και τα χαμόγελα δεν κρύβουν το ανήσυχο βλέμμα της Βαγγελιώς
– Γιατί κουράστηκες, τι έκανες;
– Πήγα για ψώνια και φορτώθηκα, με πόνεσε η μέση μου
– Καλά, τα παιδιά δεν ψωνίζουν;
– Βγήκα για δυο πράγματα και ξέρεις πώς είναι… πάρε αυτό, πάρε κι εκείνο… Κι όταν έφτασα στο ταμείο ντράπηκα να τα’ αφήσω πίσω
– Η κόρη σου σε είδε όταν γύρισες σπίτι;
Σιωπή…
– Τι έγινε;
– Ποιος είδε τον Θεό και δεν φοβήθηκε! Μ’ έκανε με τα κρεμμυδάκια που φορτώνομαι σαν γαϊδούρι, που θα με βλέπει ο κόσμος και θα λέει ότι τα παιδιά μου δε με νοιάζονται, που κάνω πράγματα χωρίς να σκέφτομαι, που δεν ξέρω να σκέφτομαι….
– Στενοχωρήθηκε που σε είδε να υποφέρεις
– Και μ’ έκανε σκουπίδι με τις φωνές της…
Η Κασσιανή αγκαλιάζει την φίλη της και της χαϊδεύει τα μαλλιά
– Αχ Βαγγελίτσα μου, πότε θα μάθεις να μιλάς;
– Τι να κάνω, αυτός είναι ο χαρακτήρας μου
– Τα έχουμε πει τόσες φορές, αλλά αρνείσαι να καταλάβεις
– Τι να καταλάβω, σου έχω πει ότι έτσι είμαι! Τώρα στα γεράματα θ’ αλλάξω;
– Μπορεί να έχεις δίκιο… Από μωρό εκπαιδεύτηκες στην υπακοή…
– Τι να έκανα; Ήμουν η μεγαλύτερη αδελφή με δυο μικρότερους αδελφούς. Το πρώτο πράγμα που θυμάμαι στη ζωή μου είναι οι καυγάδες του πατέρα μου με τη μάνα μου που μου έκανε νόημα με το δάχτυλο στα χείλη «μη μιλάς». Ούτε να κλάψω μπορούσα, θα τις έτρωγα.
– Ναι, μου έχεις πει
– Δούλευα από μικρή «για να μάθω να εκτιμώ το χρήμα» και όταν παντρεύτηκα ο συγχωρεμένος ο άντρας μου με σταμάτησε απ’ τη δουλειά επειδή «είναι ντροπή να δουλεύει η γυναίκα του». Κι όταν αγοράσαμε το σπίτι, η προκαταβολή ήταν δικιά μου αλλά με απειλούσε ότι θα με χώριζε αν τολμούσα να πω ότι τα λεφτά δεν τα έδωσε αυτός
– Κι εσύ τα δεχόσουν αδιαμαρτύρητα
– Σου είπα, έτσι είμαι
– Έτσι σ’ έφτιαξαν όσοι λένε πως σ’ αγαπούν
– Μη το λες αυτό…
– Και η αφωνία σου συνεχίστηκε με τα παιδιά σου. Σε θυμάμαι πάντα να μην αντιδράς στις απαιτήσεις ή στις φωνές τους
Η Κασσιανή σηκώθηκε απ’ την καρέκλα της κι άρχισε να βηματίζει πάνω – κάτω
– Τα έχουμε πει τόσες φορές βρε Βαγγελίτσα μου αυτά, πότε θα μάθεις ν’ αγαπάς τον εαυτό σου; Γεννήθηκες, για να υπηρετείς τους άλλους; Κι αν είναι έτσι, πώς θα τους φροντίζεις χωρίς να είσαι καλά;
– Σταμάτα, δεν μπορώ ν’ αλλάξω τώρα! Η ζωή μου είναι τακτοποιημένη, έχω παιδιά κι εγγόνια, έχω το σπίτι μου, έχω τη σύνταξη του άντρα μου…
– Όσα έχεις τα απέκτησες με την σιωπή σου κι αυτά τα κεκτημένα έγιναν η φυλακή σου…
– Δεν μπορώ να ξεφύγω
– Ποτέ δεν είναι αργά για ν’ αλλάξεις τον τρόπο που αντιμετωπίζεις τα πράγματα.
– Δεν ξέρω πώς ν’ αλλάξω
– Ξεκίνα με τ’ όνομά σου! Βαγγελίτσα στα πενήντα φεύγα; Το όνομα δείχνει στους άλλους πώς θέλεις να σ’ αντιμετωπίζουν. Η Βαγγελίτσα είναι ένα χαριτωμένο μωρουδίστικο όνομα, αλλά η Βαγγελίτσα στα τριάντα ή στα πενήντα, είναι μια γυναίκα που την αγαπούν αλλά δεν την εκτιμούν!
– Μου φτάνει που μ’ αγαπούν
– Καλή δικαιολογία για να μείνεις έτσι όπως είσαι
– Δίκιο έχεις
– Συμφωνείς επειδή συμφωνείς η επειδή δεν τολμάς να διαφωνήσεις;
– Άσε με να ζήσω όπως θέλω, σε παρακαλώ… Στο κάτω – κάτω αν δεν υπάρχουν άτομα σαν εμένα, πώς θα επιβιώσουν οι δυναμικοί χαρακτήρες; Εκτελώ κοινωνικό έργο βοηθώντας τους χειριστικούς ανθρώπους να αισθάνονται δυνατοί
Η Κασσιανή ξέσπασε σε γέλια
– Γι αυτό σ’ αγαπώ βρε φιλενάδα, πάντα βρίσκεις κάτι καλό να πεις για να ξεφύγεις απ’ τις άβολες καταστάσεις!