Στέλλα Κανταρτζή: Στον κόσμο της φαντασίας μπορώ να είμαι ελεύθερη

Η Στυλιανή (ή Στέλλα) Κανταρτζή είναι νεαρή καλλιτέχνις με καταγωγή από τη Θεσσαλονίκη και τη Ράχη Πιερίας. Γεννήθηκε με μία πολύ σπάνια πάθηση που ονομάζεται συγγενής αμαύρωση του Λεμπέρ. Έχει απώλεια όρασης 80%. Η ίδια παρομοιάζει την όρασή της με την ανάλυση εικόνας μίας βιντεοκασέτας, ενώ την όραση των υπολοίπων με την ανάλυση 4K. Βλέπει τον κόσμο με τον δικό της τρόπο. Θεωρεί πως ό,τι της στερείται από μεριάς όρασης, το αναπληρώνει η φαντασία της και η δημιουργικότητά της, αφού ασχολείται με τη συγγραφή και δημιουργεί μαγικούς κόσμους στο λογοτεχνικό είδος του φανταστικού. Επίσης, ασχολείται με το τραγούδι, καθώς και με την μεταγλώττιση σε ερασιτεχνικό επίπεδο. Έχει τελειώσει Αγγλική Φιλολογία στο Α.Π.Θ. κι αυτή τη στιγμή σπουδάζει την υποκριτική τέχνη στη ΣΑΕΚ Πυλαίας-Χορτιάτη για Α.Με Α.

Ακολουθεί η συζήτηση που είχαμε μαζί της.

Πόσο δύσκολη είναι η καθημερινότητα ενός προσώπου με μερική απώλεια όρασης;

Μιλώντας μόνο για τον εαυτό μου και με βάση αποκλειστικά δικά μου βιώματα, καθότι για τον καθένα η χαμηλή όραση και η αναπηρία γενικότερα είναι εντελώς προσωπική εμπειρία, θα έλεγα πολύ δύσκολη. Δύσκολη σε βαθμό που το μυαλό αφομοιώνει την υπερπροσπάθεια ως μία φυσιολογική λειτουργία. Με άλλα λόγια, είναι μία καθημερινότητα, κατά τη διάρκεια της οποίας καλείσαι να δώσεις το 100% σου σε ό,τι κι αν κάνεις, φτάνοντας σε σημείο να κάνεις το 100% συνήθεια. Προσωπικά, έχω νιώσει αμέτρητες φορές ότι χρειάζεται να καταβάλω πολλή ψυχική και σωματική ενέργεια για μία κίνηση που για οποιονδήποτε άλλον είναι κάτι δεδομένο κι ασήμαντο. Τα παραδείγματα πληθαίνουν.

Ένα πολύ απλό παράδειγμα που μου έρχεται αυτή τη στιγμή, είναι το να βρω μια θέση στον εσωτερικό χώρο μιας καφετέριας. Για κάποιον που βλέπει καλά η διαδικασία δεν θέλει καθόλου σκέψη: θα ρίξει μια ματιά τριγύρω, θα βρει ένα άδειο τραπέζι σε ένα σημείο που του αρέσει, θα καθίσει και τέλος. Στη δική μου περίπτωση, ειδικά αν η καφετέρια δεν έχει αρκετά δυνατό φωτισμό, που οι περισσότερες δεν έχουν, θα χρειαστεί να περιμένω όρθια στην είσοδο για τουλάχιστον δύο λεπτά, ώστε η όρασή μου να προσαρμοστεί από το φως του ήλιου έξω, στο μικρότερο φως από τις λάμπες μέσα, να πλησιάσω με προσοχή όσα τραπέζια μπορώ να διακρίνω για να δω αν κάθονται άνθρωποι και με λίγη τύχη να καθίσω κι εγώ κάπου. Κι όλα αυτά ενώ έχω τραβήξει την προσοχή των άλλων θαμώνων που αναρωτιούνται, γιατί αυτή η κοπέλα στέκεται όρθια και τι της συμβαίνει κι εμποδίζω και τους σερβιτόρους που κυκλοφορούν με τους δίσκους τους μέσα στο μαγαζί και μπορεί να τους κλείνω το δρόμο. Και κάπως έτσι, μια καθημερινή δραστηριότητα ξεγνοιασιάς για τους περισσότερους, μπορεί να μετατραπεί σε κάτι αγχωτικό που θέλει προσχεδιασμό για μένα. Αποτέλεσμα: αντί να πω “αχ, τι ωραία, θα πάω για καφέ”, θα πω “ωχ, μωρέ, πού να τρέχω τώρα;”, φτάνοντας πολύ κοντά στα όρια της αντικοινωνικότητας. Αν πάω κάπου για καφέ μόνη, χωρίς να συνοδεύομαι από παρέα, θα έχω οπωσδήποτε μαζί το μπαστούνι μου και θα πάω σε ένα μέρος που είτε το ξέρω διότι έχω ξαναπάει, είτε έχει επαρκή φωτισμό για τα δεδομένα μου. Αυτό κατ’ επέκταση σημαίνει ότι θα αποκλείσω μερικές επιλογές, όχι απαραίτητα γιατί δεν μου αρέσουν τα εν λόγω μαγαζιά, αλλά για πρακτικές δυσκολίες. Για να μη μιλήσω για το κομμάτι της επιλογής ροφήματος από τον κατάλογο που είναι γραμμένος με μικροσκοπικά καλλιγραφικά γράμματα, τα οποία σε κάνουν να πιστεύεις ότι βρίσκεσαι στον οφθαλμίατρο για εξέταση οπτικής οξύτητας ή το υπερβολικά φιλικό καλαμάκι που έρχεται με φόρα πάνω στη μύτη σου, γιατί ξέχασες ότι το ρόφημά σου έχει και καλαμάκι και πήρες να πιείς κατευθείαν μέσα από το ποτήρι. Την έχετε την εικόνα, νομίζω κι είμαι σίγουρη πως μοιάζει αρκετά κωμική.

Το παραπάνω παράδειγμα κι άλλα πολλά αυτού του είδους, από εύκολες δραστηριότητες όπως η εύρεση του αριθμού μιας οδού, μέχρι πιο δύσκολες όπως η λύση ενός τεχνικού προβλήματος στον υπολογιστή, απαιτούν επιμονή, ευρηματικότητα κι αγώνα αν έχεις χαμηλή όραση. Επομένως, η επιμονή, η ευρηματικότητα κι ο αγώνας, όσο κοπιαστικά κι αν είναι, γίνονται δεύτερη φύση σου, αν βέβαια επιθυμείς να είσαι αυτόνομος.

Ο άνθρωπος με μερική απώλεια όρασης, δυστυχώς, δεν εντάσσεται ολοκληρωτικά ούτε στον κόσμο όσων βλέπουν, ούτε στον κόσμο των τυφλών. Βρίσκεται σε ένα μοναχικό, θα έλεγα, ενδιάμεσο κι ισορροπεί μεταξύ των δύο αυτών κόσμων, ενώ δεν υπάρχει κάποιο εκπαιδευτικό ίδρυμα, όπως η Σχολή Τυφλών, που να εξειδικεύεται στις ανάγκες του. Ως εκ τούτου, αμφιταλαντεύεται ανάμεσα στο να κάνει πως δεν έχει θέμα όρασης και να ζήσει ως “βλέπων” για να αποφύγει τον στιγματισμό, διακινδυνεύοντας όμως και τη σωματική του ακεραιότητα και την ψυχική του ισορροπία και στο να αφεθεί στο ότι είναι τυφλός, να προσαρμοστεί σε έναν τρόπο ζωής που εν τέλει δεν είναι στα μέτρα του και τον περιορίζει, να πάψει εντελώς να χρησιμοποιεί την όρασή του και να την αφήσει ουσιαστικά να χαθεί, αφού ως γνωστόν το μάτι είναι ένα από τα πιο τεμπέλικα όργανά μας κι αν δεν εξασκείται, ατροφεί. Επιπλέον, ένα μεγάλο ποσοστό των παραγόντων που προκαλούν μερική απώλεια όρασης (γονιδιακές μεταλλάξεις, παθήσεις, ατυχήματα), οδηγούν σε σταδιακή απώλεια της όρασης που κλιμακώνεται με τα χρόνια. Έτσι, οι άνθρωποι αυτοί χάνουν συνεχώς κομμάτια της όρασής τους κι από ψυχολογικής άποψης έρχονται αντιμέτωποι με απανωτές απώλειες, τις οποίες καλούνται να διαχειριστούν και να βρίσκονται σε μία διαρκή φάση προσαρμογής σε νέες συνθήκες. Οπότε καταλαβαίνετε για τι αδιέξοδο μιλάμε και τι αντίκτυπο μπορεί να έχει στην οικογενειακή και κοινωνική ζωή, στο σχολείο, στις σπουδές τριτοβάθμιας εκπαίδευσης και στον χώρο εργασίας.

Τι είναι αυτό που σας ώθησε να σπουδάσετε την υποκριτική τέχνη;

Ήταν μια ασίγαστη ανάγκη για καλλιτεχνική έκφραση που είχα από τότε που θυμάμαι τον εαυτό μου. Δεν είχε να κάνει με την προβολή και τα “μπράβο” των άλλων (όχι εντελώς, τουλάχιστον, διότι, ας είμαστε ειλικρινείς, όλοι οι καλλιτέχνες επιζητούμε σε έναν βαθμό, κρυφά ή φανερά, την αποδοχή και την επιβράβευση από το κοινό μας), όσο με την επιθυμία μου να ταξιδέψω στον κόσμο της φαντασίας, εκεί όπου μπορούσα να είμαι ελεύθερη και να ζω τις πιο απίθανες καταστάσεις, Ως παιδί, άλλωστε, λάτρευα τα παιχνίδια ρόλων που παίζαμε με τα άλλα παιδιά ή εκείνα που έπαιζα μόνη με τις κούκλες μου. Αυτή η επιθυμία θάφτηκε κάτω από τον φόβο και την ανασφάλεια που μου προέκυψε στην εφηβεία, κυρίως λόγω του σχολικού εκφοβισμού που δεχόμουν τότε εξαιτίας του θέματος της όρασης. Έτσι ακολούθησα έναν πιο “συμβατικό” δρόμο στο κομμάτι των σπουδών μου, ο οποίος με δίδαξε πάρα πολλά κι έφτασε ως την ολοκλήρωσή του, ωστόσο δεν με γέμισε, αφού ήταν κάτι για το οποίο δεν είχα πάθος.

Η ανάγκη για καλλιτεχνική έκφραση υπήρχε πάντα κι άρχισε να βγαίνει έντονα προς τα έξω, όταν άρχισα κι εγώ να ασχολούμαι ερασιτεχνικά με τον τομέα της μεταγλώττισης. Η μεταγλώττιση και τα κινούμενα σχέδια υπήρξαν ανέκαθεν μεγάλες μου αγάπες κι αφού πειραματίστηκα αρκετά στο να δίνω τη φωνή μου σε χαρακτήρες καρτούν κι όχι μόνο, θέλησα να εξελίξω αυτή τη δραστηριότητα σε επάγγελμα. Με αυτή την αφορμή ξεκίνησαν οι σπουδές μου στον χώρο της υποκριτικής και στόχος μου ήταν κι είναι να εργαστώ επαγγελματικά στη μεταγλώττιση. Είμαι, ωστόσο, ανοιχτή και σε άλλους τομείς (θέατρο, τηλεόραση, κινηματογράφο, διαφήμιση κλπ).

Το θέατρο είναι μία σπουδή που συνδυάζει όλες τις τέχνες: υποκριτική, χορό, τραγούδι, σκηνογραφία κλπ. Η ενασχόληση μαζί του μπορεί να προσφέρει σε έναν άνθρωπο άνθιση πνεύματος, ανοιχτό μυαλό, αύξηση συναισθηματικής αντίληψης και φυσικά ψυχική αποφόρτιση. Όλα αυτά πάντα εφόσον είναι δεκτικός, εφόσον θέλει πρωτίστως να μάθει κι όχι να φανεί κι έχει γύρω του τους σωστούς δασκάλους. Είναι κάτι το μαγικό, όσο ρομαντική κι αν ακούγεται σε ορισμένους μία τέτοια δήλωση. Για την περίπτωση δε των ατόμων με προβλήματα όρασης, είναι ικανό να τα βοηθήσει να αντιληφθούν καλύτερα το σώμα τους και την έννοια της κίνησης, πάλι εφόσον οι δάσκαλοι είναι ειδικά καταρτισμένοι και οι μαθητές θετικοί κι ανοιχτοί.

Μαζί με τον καθηγητή σας και σκηνοθέτη Μιχάλη Αγραφιώτη κερδίσατε το βραβείο του καλύτερου podcast για το ηχητικό ντοκιμαντέρ με τίτλο “Τυφλή Γοητεία”. Μιλήστε μας γι’ αυτό.

Η “Τυφλή Γοητεία” ξεκίνησε ως εργασία εξαμήνου για το μάθημα της Πρακτικής Εφαρμογής του Τμήματος Υποκριτικής στη ΣΑΕΚ Πυλαίας-Χορτιάτη για Α.ΜεΑ. τον Οκτώβριο του 2024. Ο κ. Αγραφιώτης, σκηνοθέτης του κινηματογράφου και καθηγητής μου στο εν λόγω μάθημα, από την πρώτη μέρα που μου εξήγησε τι ακριβώς είναι η Πρακτική Εφαρμογή κι ότι έπρεπε να κάνουμε μια εργασία στο πλαίσιο αυτής, μου μίλησε για το Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ Θεσσαλονίκης και την κατηγορία Podcast που υπάρχει σε αυτό τα τελευταία χρόνια. Η ιδέα του ήταν να φτιάξουμε ένα podcast ως εργασία του μαθήματος κι αν βγει ένα ικανοποιητικό αποτέλεσμα, να το υποβάλουμε στο Φεστιβάλ. Με ενθουσίασε τόσο η σκέψη του καθηγητή μου, όσο και η νοοτροπία με την οποία ήθελε να προσεγγίσουμε το θέμα της απώλειας όρασης: όχι άλλη μία στερεοτυπική συζήτηση για οδηγούς λευκών μπαστουνιών στα πεζοδρόμια, προσβασιμότητα στους δημόσιους χώρους ή επιδόματα τυφλότητας, για τα οποία έχει πολλάκις γίνει λόγος, αλλά ένα πιο οικουμενικό ζήτημα, όπως οι ανθρώπινες σχέσεις, η γοητεία κι ο έρωτας. Έτσι, αρχίσαμε να κάνουμε κάποιες ιδιαίτερα παραγωγικές συζητήσεις, στις οποίες του μίλησα τόσο για εμπειρίες της ζωής μου, όσο και για καταστάσεις και συμπεριφορές που συνάντησα στη Σχολή Τυφλών τα περίπου δέκα χρόνια που έρχομαι σε επαφή με τους ανθρώπους της. Με τη δική του πείρα στην οργάνωση και τη σκηνοθεσία και τη δική μου πείρα στην αντίληψη της χαμηλής όρασης και την κοινότητα των τυφλών, φτιάξαμε ένα ερωτηματολόγιο που έπιανε θέματα από την αφήγηση ενός αμήχανου περιστατικού του συνεντευξιαζόμενου, που να προέκυψε εξαιτίας της τυφλότητας, μέχρι πώς εμπιστεύεται κάποιον και τι βρίσκει ερωτεύσιμο.

Λίγο πριν τα Χριστούγεννα του 2024 πήραμε τις συνεντεύξεις από συνολικά οκτώ άτομα από τον χώρο της τυφλότητας, που δέχτηκαν να μας μιλήσουν επώνυμα. Ανάμεσα σε αυτά ήμουν κι εγώ. Η εμπειρία ήταν συναισθηματικά έντονη. Όσο κρατούσα στο χέρι μου τη μικρή βιντεοκάμερα με την οποία έκανα μια εναλλακτική καταγραφή του ήχου, για την περίπτωση που κάτι δεν γραφόταν σωστά στο μικρόφωνο που κρατούσε ο καθηγητής μου, όσο μιλούσα με τους ανθρώπους αυτούς που μας εμπιστεύτηκαν και μας μίλησαν ανοιχτά για προσωπικά τους θέματα κι εμπειρίες, ένιωσα συγκίνηση και πως ήμουν κι εγώ μέρος ενός σπουδαίου εγχειρήματος. Οι ιστορίες, τα συναισθήματα και τα βιώματα για τα οποία έγινε λόγος στις συνεντεύξεις δεν είχαν λάβει ξανά αντίστοιχη προσοχή κι ήταν πράγματα τα οποία είχα νιώσει σε μικρό ή μεγάλο βαθμό κι εγώ η ίδια, οπότε αυτός ήταν ένας λόγος παραπάνω να θέλω να βγει η δουλειά μας προς τα έξω. Ακολούθησαν οι διακοπές των Χριστουγέννων, κατά τη διάρκεια των οποίων ο κ. Αγραφιώτης κι εγώ ακούσαμε αμέτρητες φορές το συγκεντρωμένο υλικό των ηχογραφήσεων, ώστε να δούμε τι θα κρατήσουμε και με ποια σειρά θα το βάλουμε στο τελικό αρχείο ήχου, για να υπάρχει μία αρμονική ροή. Με τη συνδρομή των συνεργατών μας στο μέρος της ηχοληψίας και της μουσικής επένδυσης, το podcast μας ολοκληρώθηκε κι υποβλήθηκε στο 27ο Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ Θεσσαλονίκης.  Έτσι, η δουλειά μας βγήκε τελικά προς τα έξω, οι ιστορίες και οι μοναδικές οπτικές των συνεντευξιαζομένων έγιναν γνωστές σε ένα ευρύ κοινό, ενώ το αποκορύφωμα ήταν η βράβευση της “Τυφλής Γοητείας” στο Φεστιβάλ. Δεν θα ξεχάσω ποτέ τον αναπάντεχο ενθουσιασμό μου όταν ο κ. Αγραφιώτης μου τηλεφώνησε μια μέρα πριν τη βράβευση και μου είπε ότι η επιτροπή αποφάσισε να δώσει το πρώτο βραβείο σε εμάς. Επίσης, δεν θα ξεχάσω τη ζεστασιά και τη χαρά στα πρόσωπα των μελών της κριτικής επιτροπής, όταν μου έσφιξαν και οι τρεις το χέρι και μου έδωσαν το βραβείο μας. Τις ευχαριστώ θερμά που ανέδειξαν τον κόπο μας και κάποιες “φωνές” που άξιζαν να ακουστούν. Το ταξίδι της Tυφλής Γοητείας” συνεχίζεται.

Μαθαίνουμε ότι είστε έτοιμη να εκδώσετε το πρώτο σας βιβλίο. Θα θέλατε να μοιραστείτε μαζί μας στιγμές από αυτό το ταξίδι;

Μετά χαράς! Μπορώ να πω χωρίς υπερβολή ότι η συγγραφή είναι η μεγαλύτερή μου αγάπη από όλες τις τέχνες που ασχολούμαι και εντός μικρού χρονικού διαστήματος θα έχω τη χαρά και την τιμή να δω μία από τις ιστορίες που έχω γράψει να γίνεται βιβλίο και να βρίσκει τη θέση του στα ράφια των βιβλιοπωλείων. Τίτλος βιβλίου: “Λιλά με Κόκκινο”. Είδος: νουβέλα μυστηρίου. Έρχεται σύντομα κοντά σας από τις Εκδόσεις Φυλάτος.

Όλα ξεκίνησαν στην ηλεκτρονική πλατφόρμα του Wattpad, όπου έχω προφίλ κι ανεβάζω τις ιστορίες που γράφω, οι περισσότερες εκ των οποίων ανήκουν στο είδος του φανταστικού. Την άνοιξη του 2023 διοργανώθηκε στην πλατφόρμα ένας διαγωνισμός διηγήματος με θέμα Tο μωρό λείπει από την κούνια”. Μου φάνηκε ενδιαφέρoν κι αποφάσισα να λάβω μέρος, τόσο για να με μάθει το αναγνωστικό κοινό εκεί, όσο και για να δοκιμάσω τις δυνάμεις μου σε κάτι καινούριο, πέρα από αυτά που έγραφα συνήθως. Έτσι γεννήθηκε η ιδέα για το “Λιλά με Κόκκινο” : η ιδέα ενός νεαρού ζευγαριού που ζει σε ένα μικρό χωριό και μια νύχτα ανακαλύπτει πως η νεογέννητη κόρη τους λείπει από την κούνια, έχοντας πέσει θύμα απαγωγής από την πρώτη ξαδέλφη της γυναίκας, η οποία είναι ψυχικά διαταραγμένη. Είναι όντως έτσι; Ή μήπως συμβαίνει κάτι άλλο, κάτι ακόμα πιο εξωφρενικό; Η ιδέα ήταν υπερβολικά μεγάλη για να χωρέσει στον αριθμό λέξεων ενός διηγήματος. Έτσι την άφησα στην άκρη και συμμετείχα στον διαγωνισμό με ένα διήγημα χιουμοριστικό. Ωστόσο, αργότερα αποφάσισα να την αναπτύξω κι άλλο, με περισσότερη ελευθερία και να την μετατρέψω σε βιβλίο. Έτσι κι έγινε. Η διαδικασία της συγγραφής διήρκεσε από τον Ιούλιο έως τον Νοέμβριο του 2023 κι ήταν πραγματικά μια μοναδική εμπειρία, αφού πρώτη φορά αποπειράθηκα να γράψω το είδος του μυστηρίου.  

Ένα χρόνο μετά, τον Μάρτιο του 2024, έπειτα από παρότρυνση της φίλης μου, Χαρίκλειας Μαρή, που είχε επαφές με τις Εκδόσεις Φυλάτος, έστειλα το “Λιλά με Κόκκινο” στον εν λόγω εκδοτικό οίκο. Μετά από ένα χρονικό διάστημα, έλαβα την ανατροφοδότηση του εκδοτικού οίκου, η οποία τολμώ να πω πως ήταν πολύ ενθαρρυντική κι έτσι προχωρήσαμε στη διαδικασία της αυτοέκδοσης. Δεν ξεχνώ ούτε την αγωνία μου, αλλά ούτε και την ανέλπιστη χαρά μου όταν υπέγραψα το συμφωνητικό μου μαζί τους. Το ταξίδι της έκδοσης ήταν συναρπαστικό και επικερδές για μένα ως συγγραφέα και ανυπομονώ πραγματικά να κυκλοφορήσει το βιβλίο μου και να το μοιραστώ με όλους εσάς. Είναι ένα όνειρο που βγαίνει αληθινό, καθώς και μία λύτρωση για μένα, αφού πραγματεύεται μεταξύ άλλων ζητήματα όπως ο σχολικός εκφοβισμός, η απομόνωση και η διαφορετικότητα.

Σε ποια σημεία θεωρείτε ότι τόσο η πολιτεία όσο και η κοινωνία μας υστερούν όσον αφορά τα άτομα με μειωμένη όραση και τι νομίζετε ότι μπορεί να βελτιωθεί στο άμεσο μέλλον;

Τα άτομα με αναπηρίες αντιμετωπίζονται συνήθως από την πολιτεία με διάθεση αγγαρείας κι από την κοινωνία με λύπηση.

Έχουμε μάθει να βλέπουμε τους ανάπηρους σαν “καημένους” που έχουν την ανάγκη ενός “ήρωα” που θα γίνει ο σωτήρας τους. Δεν είναι λίγοι αυτοί που έχουν στο νου τους μία πολύ συγκεκριμένη εικόνα για το τι σημαίνει ακριβώς “ανάπηρος” και παρά το ότι η εικόνα αυτή δεν ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα, έχει πάρει τόσο μεγάλες διαστάσεις που τα άτομα με αναπηρία καλούνται και δέχονται (κακώς) να ανταποκριθούν στις παραμέτρους της. Η κατάσταση που επικρατεί γύρω από το ζήτημα είναι τέτοια που ουσιαστικά αναγκάζει τον ανάπηρο άνθρωπο να παραμείνει σε βρεφική κατάσταση για όλη του τη ζωή. Και δεν το λέω, φυσικά, από την άποψη της αθωότητας που χαρακτηρίζει τα βρέφη, αλλά από την άποψη της εξάρτησης, της έλλειψης εξέλιξης και αυτονομίας στην οποία αφήνονται θέλοντας και μη οι εν λόγω συνάνθρωποί μας. Τι εννοώ: σαφώς η αγορά εργασίας είναι μία ζούγκλα για όλους κι όπως φαντάζομαι είναι ευκόλως εννοούμενο, για ένα άτομο με οποιαδήποτε αναπηρία, είναι χαώδης κι ακόμα άδικη στο μέγιστο. Ωστόσο, αυτό που την κάνει ακόμα χειρότερη είναι το γεγονός ότι αν κάποιος που παίρνει επίδομα αναπηρίας βρει δουλειά, αυτομάτως το επίδομά του θα μειωθεί στο μισό. Γιατί; Θα πάψει να είναι ανάπηρος επειδή θα εργάζεται; Και τι γίνεται στην περίπτωση που η εργασία του διακοπεί σε σύντομο χρονικό διάστημα; Θα επανέλθει το επίδομά του στο κανονικό του ποσό ή θα χρειαστεί να περάσει ξανά από τη διαδικασία αίτησης παροχής επιδόματος; Να κάνει πάλι από την αρχή πολυέξοδες εξετάσεις, να συμπληρώσει αμέτρητα έγγραφα και να ζήσει την άβολη εμπειρία του περάσματος από την επιτροπή ειδικών ιατρών στην οποία θα αναγκαστεί να καταπιεί την αξιοπρέπειά του και να δείξει και να περιγράψει με κάθε λεπτομέρεια πόσο ανήμπορος είναι, ανεξαρτήτως του πόσο σαφής είναι η κατάστασή του με γνώμονα τις εξετάσεις, ειδάλλως δεν θα δικαιούται τίποτα; Με όσα ανέφερα παραπάνω, δεν είναι λες και η πολιτεία σπρώχνει τέτοια άτομα να μη βρουν δουλειά; Να μείνουν αναπαυμένα στα λεφτά τους και να μην επιδιώξουν την ανάπτυξη μιας καριέρας, της παραγωγικότητας και της αυτοπεποίθησής τους; Γενικά, η αντιμετώπιση της πολιτείας είναι άσπρο–μαύρο: είναι τέτοια που αν δεν δείχνεις παντελώς ανήμπορος κι άξιος λύπησης, αν ο τρόπος ζωής σου δεν είναι τρόπος ζωής ανήμπορου, θα θεωρήσει ότι δεν έχεις κανένα πρόβλημα και δεν θα σου δώσει τίποτα από όσα βάσει νόμου δικαιούσαι.

Για τη δε περίπτωση της κοινωνίας, η βρεφική κατάσταση που προανέφερα είναι ένα “μαλάκιο με πολλά πλοκάμια”: οικογένεια, φίλοι, εκπαιδευτικοί, μέχρι κι άγνωστοι θα αντιμετωπίσουν το ανάπηρο άτομο σαν ένα μεγάλο μωρό, στο οποίο θα κάνουν χαρούλες, θα του πάνε γλυκά, θα το βγάλουν βόλτα, θα το πάρουν από το χεράκι για να μην τυχόν χτυπήσει και δεν θα το αφήσουν χωρίς επιτήρηση, να κάνει προσπάθειες μόνο του. Κι όλα αυτά σε ένα επιφανειακό επίπεδο που μακροπρόθεσμα δεν θα ωφελήσει σε τίποτα το ανάπηρο άτομο. Νομίζω πως αντιλαμβάνεστε πόσο τοξικό μπορεί να γίνει κάτι τέτοιο για οποιονδήποτε: πώς μπορεί να τον εξελίξει σε ένα πλάσμα άτολμο, που να μην έχει μάθει να στηρίζεται στις δικές του δυνάμεις, να τα περιμένει όλα στο χέρι και να μην έχει φιλοδοξίες. Πώς να έχει όταν όλοι κι όλα γύρω του τού δείχνουν ότι δεν είναι ικανό; Τι αποθέματα θέλησης και ψυχικής δύναμης πρέπει να έχει για να ξεφύγει από έναν τέτοιο κλοιό; Κι αυτή είναι η “καλοπροαίρετη” πλευρά του νομίσματος. Στην κακοπροαίρετη πάμε σε συμπεριφορές υποτίμησης, περιθωριοποίησης, ψυχολογικής και σωματικής κακοποίησης, αναπηροφοβικών επιθέσεων που κυμαίνονται σε όλα τα μήκη και πλάτη.

Τα παραπάνω ισχύουν σαφώς και για άτομα με μειωμένη όραση, όπως εγώ. Επιπλέον, στη δική μου περίπτωση βιώνω διαρκώς δύο αντίθετα άκρα: από τη μία να μου φέρονται σαν να είμαι παντελώς ανίκανη κι από την άλλη να μου φέρονται σαν να μην έχω απολύτως κανένα θέμα, χωρίς να προσαρμόζονται στις ανάγκες μου, παρ’ όλο που μπορεί να τις έχω κάνει όσο το δυνατόν ξεκάθαρες. Το τελευταίο συμβαίνει διότι η αναπηρία μου δεν φαίνεται με την πρώτη, εντάσσεται, με άλλα λόγια, στις αόρατες αναπηρίες. Εννέα στις δέκα φορές ή θα με υποτιμήσουν ή θα με υπερτιμήσουν. Έχω κουραστεί να πρέπει να κάνω υπερπροσπάθεια και να εντυπωσιάζω για να μη με λυπούνται και να με βλέπουν ισάξια. Έχω κουραστεί να μεταφράζουν την υπερπροσπάθειά μου σε έλλειψη αναπηρίας κι όταν αναγκάζομαι να τους υπενθυμίσω ότι έχω μειωμένη όραση διότι θέλω κάποια βοήθεια ή να το δηλώνω για να ξέρουν με τι έχουν να κάνουν, να μου λένε ότι “το κάνω σημαία για να με λυπούνται” ή ότι “βάζω τρικλοποδιές στον εαυτό μου”. Προφανώς δεν θέλω να βάζω τρικλοποδιές στον εαυτό μου. Προφανώς θα ήθελα να μην είχα τις δυσκολίες που έχω. Προφανώς είναι πλήγμα για την περηφάνειά μου όταν πρέπει να δείξω μία ευάλωτη πλευρά μου που ξέρω ότι για τους περισσότερους θα είναι συνώνυμη της ανικανότητας και θα παραστήσουν τους δεκτικούς απλά και μόνο για λόγους εικονικής φιλανθρωπίας και για να βάλουν ένα τικ στο κουτάκι της συμπερίληψης ώστε να είναι politically correct. Όχι επειδή τους νοιάζει πραγματικά, μα για χάρη του φαίνεσθαι. Αλλά αυτή είναι η κατάστασή μου κι όσο δυσάρεστο κι αν είναι για μένα, που είμαι φύσει αυτόνομος και τελειομανής χαρακτήρας, να ζητώ βοήθεια, είμαι αναγκασμένη να το κάνω γιατί αυτός ο δήθεν συμπεριληπτικός κι ευαισθητοποιημένος κόσμος του 2025 εξακολουθεί να κινείται με άγριους ρυθμούς που με κάνουν να τρέχω όσο πιο γρήγορα μπορώ και πάλι να μην τον προλαβαίνω.

Ωστόσο, πέρα από το μαύρο πέπλο που μόλις σας παρουσίασα, είμαι ευγνώμων για την καλή και τρυφερή στάση πολλών ανθρώπων που είχα την τιμή να βρεθούν στη ζωή μου: από την κυρία που βγήκαμε μαζί από το μετρό και θέλησε να περπατήσουμε παρέα για να συζητάμε στο δρόμο δίχως να επιμένει να με κρατάει από το χέρι χωρίς εγώ να το θέλω, μέχρι τον αγαπημένο μου ηθοποιό, Φώτη Πετρίδη, που συνάντησα από κοντά και μου είπε πόσο δυνατή είμαι με λόγια που δεν είχα ξανακούσει στη ζωή μου και με έκαναν να νιώσω βαθιά συγκίνηση και ταπεινότητα. Από την καλή μου φίλη που μου έκοψε το φαγητό σε κομμάτια επειδή δεν μπορούσα μόνη, παίρνοντας μακριά τη ντροπή και την αμηχανία μου, μέχρι την καθηγήτρια που μου εξήγησε πώς να ανοίξω σωστά το στόμα μου στο μάθημα τραγουδιού με βάση τον τρόπο που αντιλαμβάνομαι. Μιλάμε για ανθρώπους απλούς και καθημερινούς, χωρίς ειδίκευση στην χαμηλή όραση. Μιλάμε για ανθρώπους που καθοδηγήθηκαν από την ενσυναίσθηση κι όχι τη λύπηση ή την ανάγκη να νιώσουν ότι είναι σε καλύτερη κατάσταση από μένα, ικανοποιώντας ουσιαστικά το εγώ τους. Αυτό πιστεύω ότι έχει ανάγκη και η πολιτεία και η κοινωνία μας: περισσότερη ενσυναίσθηση. Αυτή θα μας πάει μπροστά. Όσο για το άμεσο μέλλον, θα πω ότι τα επιδόματα αναπηρίας είναι απαραίτητο να παραμείνουν ολόκληρα και ανεξάρτητα από το αν το ανάπηρο άτομο εργάζεται, όπως ακριβώς συμβαίνει με τα άτομα που έχουν AIDS. Θα πω ακόμα ότι αυτό που μπορεί να βελτιώσει άμεσα τα προβλήματα που προκύπτουν από την αναπηρία είναι να προσπαθήσουμε όλοι μας, ανάπηροι και μη, να ακούμε περισσότερο. Αν ακούσουμε ο ένας τον άλλο, τις ανάγκες και τα θέλω μας, αντί να προσπαθούμε να τα μαντέψουμε κι αντίστοιχα αν μάθουμε να εκφραζόμαστε με σαφήνεια και να μην τα περιμένουμε όλα έτοιμα από τους άλλους, αν ακούμε κι επικοινωνούμε ενεργά κι ουσιαστικά, θα προοδεύσουμε γρήγορα και πολύ σαν ανθρωπότητα.

Ποια φράση νοηματοδοτεί την καθημερινότητά σας;

Στην παρούσα φάση της ζωής μου, όπου αναρωτιέμαι αν όλα όσα κάνω έχουν κάποιο νόημα κι αν βγάζουν κάπου, θα πω τη φράση του ομώνυμου τραγουδιού των Queen, The show must go on(«η παράσταση πρέπει να συνεχιστεί»). Το ότι κάνω όλα όσα κάνω, από την ενασχόληση με τις τέχνες, μέχρι το ότι κυκλοφορώ μόνη μου στο δρόμο χωρίς βοήθεια, είναι πράγματα που σε καμία περίπτωση δεν είναι ούτε εύκολα, ούτε δεδομένα και που λίγα χρόνια πριν δεν θα μπορούσα ούτε να τα διανοηθώ. Προσπαθώ να δίνω όλη μου την ενέργεια, όλη μου τη θέληση και την προσπάθεια στο να τα κάνω. Μα και η ενέργεια κι η θέληση κι η προσπάθεια κάποτε λιγοστεύουν και είναι ανθρώπινο. Είμαι ευγνώμων γι’ αυτά, ξέρω ότι για κάποιους άλλους είναι άπιαστα. Δεν μπορώ, όμως, να πω ότι έχουν καρποφορήσει όπως θα ήθελα, ούτε ότι δεν νιώθω όλο και πιο συχνά κούραση, απογοήτευση και την ανάγκη να τα παρατήσω και να αφεθώ. Όμως μέχρι να γίνει ή έστω αν γίνει αυτό, συνεχίζω να παίζω στην παράσταση αυτού του μεγάλου θεάτρου που λένε ζωή και μου έτυχε η ευθύνη του πρωταγωνιστικού ρόλου, αφού μιλάμε για τη δική μου ζωή. Έστω για λίγες ατάκες ακόμα συνεχίζω και ποιος ξέρει; Ίσως κάτι συναρπαστικό να με περιμένει μετά από αυτές. Η παράσταση είναι όμορφη κι έχω τη χαρά να συμπρωταγωνιστώ με πρόσωπα που αγαπώ και με αγαπούν: τους γονείς μου, τους φίλους μου, τους ανθρώπους που με στηρίζουν. Πάνω απ’ όλα εμπιστεύομαι τον σεναριογράφο–σκηνοθέτη Θεό, πιστεύω στην αγάπη Του κι ελπίζω πως όλο και κάτι σωστό θα έχει κατά νου και για μένα.

Αριστέα Κοντόζογλου

Δημοσιογράφος

Ο Διάλογος
Ομάδα Σύνταξης at  | [email protected] | Website |  + posts