Με άρθρο του σε κυριακάτικη εφημερίδα (‘‘Διάλογος Μητσοτάκη-Τσίπρα περί εκλογών’’) ο Στέφανος Μάνος προκρίνει την υλοποίηση του σεναρίου των πρόωρων εκλογών. Ο έμπειρος και οξυδερκής πολιτικός επιχειρηματολογεί λέγοντας ότι η ‘‘απλή αναλογική’’, δηλαδή το εκλογικό σύστημα (‘‘παρακαταθήκη’’ Τσίπρα) με το οποίο θα γίνουν οι επόμενες εκλογές, συνιστά ένα ‘‘παγόβουνο’’ που μπορεί να ‘‘βυθίσει’’ ολόκληρη τη χώρα.
Αν, ωστόσο, (λέει) γίνουν σύντομα οι εκλογές, ένεκα μη σχηματισμού κυβέρνησης, η χώρα θα οδηγηθεί, χρονικά εφαπτόμενα με τις πρώτες, σε νέες εκλογές, όμως με το σύστημα της ενισχυμένης αναλογικής (έτσι όπως το ψήφισε η νυν Κυβέρνηση) τη δεύτερη φορά. Έτσι, θα προέκυπτε μια ισχυρή Κυβέρνηση Μητσοτάκη, αναβαπτιζόμενη με καθαρή λαϊκή εντολή. Σε αυτήν την περίπτωση, αφενός η χώρα θα κέρδιζε το κομβικό για την ομαλή λειτουργία και σταθερότητά της στοίχημα της κυβερνησιμότητας και αφετέρου το κυβερνών κόμμα θα επιτύγχανε τη στρατηγική συρρίκνωση της αξιωματικής αντιπολίτευσης, αναδεικνυόμενο σε δεσπόζουσα πολιτική δύναμη της χώρας.
Δική μου γνώμη είναι ότι για να αξιολογηθεί η σοβαρότητα του διλήμματος των εκλογών, που τόσο πολύ συζητείται και θέτει εύστοχα ο κ. Μάνος και να ευρεθεί η ‘‘δέουσα κατάληξή’’ του, πρέπει να χρησιμοποιηθούν ως βασικό κριτήριο τα δεδομένα της τρέχουσας συγκυρίας. Με απλούστερα λόγια, πρέπει πρωτίστως να απαντηθεί αδρομερώς το ερώτημα ‘‘σε ποια κατάσταση βρίσκεται τώρα η χώρα και σε τι θα την ωφελούσε η άμεση διενέργεια εκλογών(;)’’.
Η χώρα, λοιπόν, ήδη βγαίνει στο οικονομικό πεδίο βαθιά ‘‘λαβωμένη’’ από την υγειονομική κρίση του κορωνοϊού. Σύμφωνα με τα επίσημα στοιχεία-προβλέψεις της Κομισιόν, η ύφεση θα φτάσει για το 2020 το -9,7% (θα είναι η ‘‘χειρότερη’’ στην Ευρώπη) και η ανεργία το 19,9%. Το δημοσιονομικό μας έλλειμμα, εκεί που καλούμασταν μέχρι πρόσφατα να ‘‘παράγουμε’’ πλεονάσματα της τάξης του 3,5% επί του ΑΕΠ, θα είναι για φέτος στο -6,4%, ενώ το δημόσιο χρέος της χώρας θα ‘‘εκτιναχθεί’’ στο πρωτοφανές και ιλιγγιώδες 196,4% επί του ΑΕΠ ή και ακόμη παραπάνω. Οι εξαγωγές μας θα μειωθούν το 2020 κατά 21,4%, οι εισαγωγές κατά 18%, ενώ το έλλειμμα στο εμπορικό ισοζύγιο θα φτάσει το -6,8% επί του ΑΕΠ.
Ένεκα των απρόβλεπτων συνθηκών, που έφερε η παγκόσμια υγειονομική κρίση, είναι προφανές ότι η τρωτότητα της χώρας αυξήθηκε σημαντικά και δη σε μια περίοδο που θα προσδοκούσε και προσδοκά (;) να αντλήσει έσοδα από μια κεντρική, ενισχυτική του ΑΕΠ ‘‘κινητήριο δύναμή’’ της, τον τουρισμό. Μάλιστα, λόγω της έντονης κινητικότητας της Τουρκίας στη γεωπολιτική ‘‘σκακιέρα’’ της περιοχής, η άνω ‘‘τρωτότητα’’, πέρα από ‘‘αυξημένη’’, παρουσιάζεται σήμερα και ως… ‘‘επικίνδυνη’’.
Υπ’ αυτό το σκηνικό, η οικονομική χρηματοδότηση από την Ευρωπαϊκή Ένωση (ΕΕ) συνδέεται κρίσιμα και καίρια με τα επόμενα βήματα της εθνικής πορείας. Αν θέλουμε, συνεπώς, να παραδεχθούμε την αλήθεια, θα πρέπει να συμφωνήσουμε ότι χωρίς τη χρηματοδότηση της ΕΕ, το μέλλον μας θα ‘‘γκριζάρει’’ αφόρητα. Σύμφωνα, λοιπόν, με την πολύ πρόσφατη Πρόταση της Κομισιόν (πρόγραμμα ‘‘Next Generation EU’’) και υπό την προϋπόθεση ότι αυτή θα εγκριθεί τον Ιούλιο από το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο, η Ελλάδα θα λάβει 22,56 δισ. ευρώ σε επιχορηγήσεις και 9,40 δισ. ευρώ σε δάνεια. Σε ένα δε παράλληλο επίπεδο, ήδη γνωρίζουμε ότι με το ‘‘ΕΣΠΑ 2021-2027’’ η χώρα προβλέπεται να χρηματοδοτηθεί με άλλα 19,20 δισ. ευρώ (https://www.espa.gr/Lists/Custom_Announcements/Attachments/1125/1H%20EGKYKLIOS%202021_2027.pdf).
Τα επόμενα χρόνια, επομένως, η Ελλάδα αναμένεται να λάβει οικονομική χρηματοδότηση από την ΕΕ της τάξης των 51 δισ. ευρώ περίπου, που ισοδυναμεί με κάτι σαν το 1/3 του ΑΕΠ της (για την ακρίβεια με το 27,29% του ΑΕΠ της)! Όμως το ουσιαστικότατο ζήτημα, εν προκειμένω, είναι το πώς θα τα πάρει η χώρα αυτά τα τεράστια κεφάλαια, που της είναι, αναμφισβήτητα, απολύτως αναγκαία.
Από τα 51 δισ. ευρώ, αν εξαιρέσει κανείς τα 9,4 δισ. που θα είναι δάνεια, τα 42 δισ. περίπου θα δοθούν με επιχορηγήσεις και μέσω ΕΣΠΑ. Μπορεί, λοιπόν, το δημοσιονομικό πλαίσιο της οικονομικής διακυβέρνησης στην ΕΕ, λόγω των συνθηκών του κορωνοϊού, να έχει ανασταλεί προσωρινά, αλλά το αναμενόμενο είναι να ‘‘επαναλειτουργήσουν οι κανόνες και να εφαρμοστούν’’ όταν θα λάβει χώρα η διοχέτευση του κεφαλαιακού πακτωλού στα διάφορα κράτη-μέλη (κ-μ) της Ένωσης. Επομένως, τον Δημοσιονομικό Κανονισμό της ΕΕ (1046/2018) μάλλον θα τον βρούμε μπροστά μας στην προσπάθεια λήψης των άνω κονδυλίων. Γιατί όμως το γεγονός αυτό ‘‘μετράει’’ και μας ‘‘αφορά’’ τόσο πολύ;
Ο άνω Κανονισμός μπορεί μεν να διευκρινίζει στους ορισμούς του ότι «επιχορήγηση» είναι η χρηματοδοτική συνεισφορά εν είδει χαριστικής παροχής και μάλιστα να δίνει τη δυνατότητα η όποια ενωσιακή επιχορήγηση να τίθεται υπό την άμεση διαχείριση του ‘‘επιχορηγούμενου’’, αλλά απ’ εκεί και πέρα καθιερώνει ένα όχι και τόσο ‘‘αμελητέο’’ προϋποθετικό πλαίσιο ως προς τη λήψη της όποιας επιχορήγησης.
Οι επιχορηγήσεις της ΕΕ, λοιπόν, χορηγούνται κατόπιν πρόσκλησης υποβολής προτάσεων, στην οποία καταρχάς καταγράφονται οι επιδιωκόμενοι στόχοι, τα κριτήρια επιλεξιμότητας, αποκλεισμού, επιλογής και χορήγησης, καθώς και τα αντίστοιχα δικαιολογητικά. Τα τελευταία αξιολογούνται από Επιτροπή αξιολόγησης (αρθ. 150) και προβλέπεται ότι η ΕΕ δικαιούται να ζητήσει ακόμα και εγγυήσεις από τον ‘‘επιχορηγούμενο’’, προκειμένου αυτός να λάβει τελικά την επιχορήγηση.
Με τα κ-μ της, συνήθως η ΕΕ συνάπτει ‘‘συμφωνίες – πλαίσιο εταιρικής σχέσης’’, μέρος των οποίων είναι οι ‘‘συμφωνίες επιχορήγησης’’ (grant agreements). Το ουσιαστικό δε περιεχόμενο των συμφωνιών αυτών είναι ο επακριβής και λεπτομερής προσδιορισμός όλων αυτών που πρέπει να επιτευχθούν από το κ-μ που λαμβάνει την επιχορήγηση (σημ. είναι τα λεγόμενα ‘‘project deliverables’’).
Περαιτέρω, το ποσό της κάθε επιχορήγησης καθίσταται οριστικό μόνο μετά την έγκριση των τελικών εκθέσεων και, κατά περίπτωση, των λογαριασμών από τον αρμόδιο διατάκτη, με την επιφύλαξη μεταγενέστερων λογιστικών και άλλων ελέγχων και ερευνών, πραγματοποιούμενων από το οικείο θεσμικό όργανο της Ένωσης που ‘‘επιχορηγεί’’, την OLAF (δηλ. την Ευρωπαϊκή Υπηρεσία καταπολέμησης της απάτης) και το Ελεγκτικό Συνέδριο.
Η δε ‘‘εκτέλεση’’ της όποιας επιχορήγησης πραγματοποιείται επί τη βάσει της ‘‘επιλεξιμότητας δαπανών’’ και με την απαρέγκλιτη τήρηση των αρχών της ίσης μεταχείρισης, της διαφάνειας, της συγχρηματοδότησης, της μη σωρευτικής χορήγησης και της αποφυγής διπλής χρηματοδότησης, της μη αναδρομικότητας και της μη αποκόμισης κέρδους.
Επίσης, κατά την ‘‘εκτέλεση’’ των επιχορηγήσεων, προκειμένου να διασφαλίζεται το γεγονός ότι τα κονδύλια της Ένωσης χρησιμοποιήθηκαν και χρησιμοποιούνται για τον προβλεπόμενο σκοπό, συντάσσονται εκθέσεις από τον ‘‘επιχορηγούμενο’’ και υποβάλλονται οι σχετικές ‘‘διαχειριστικές’’ του δηλώσεις. Μάλιστα, η Κομισιόν έχει στη διάθεσή της ειδικό θεσμοθετημένο μηχανισμό, που λέγεται ‘‘σύστημα έγκαιρου εντοπισμού και αποκλεισμού’’ (early detection and exclusion system https://ec.europa.eu/info/strategy/eu-budget/how-it-works/annual-lifecycle/implementation/anti-fraud-measures/edes_en), για να ελέγχει την πρόοδο εκτέλεσης όσων συνομολογήθηκαν μεταξύ της ΕΕ και του ‘‘επιχορηγούμενου’’ στη συμφωνία επιχορήγησης.
Σε περίπτωση ανεπαρκούς, μερικής ή καθυστερημένης υλοποίησης της επιχορήγησης ή σε περίπτωση παρατυπίας, απάτης ή αθέτησης άλλων υποχρεώσεων για την κατ’ αποκοπή καταβολή ποσών, μοναδιαίων δαπανών ή την εκπλήρωση ενιαίων συντελεστών, η επιχορήγηση είναι δυνατόν να μειώνεται. Η δε συχνότητα και το πεδίο των περιοδικών αξιολογήσεων της ΕΕ εξαρτώνται από την εξέλιξη και τη φύση των δαπανών, λαμβανομένων υπόψη των ουσιωδών μεταβολών των τιμών της αγοράς και άλλων συναφών περιστάσεων. Εν τέλει, ο ‘‘διατάκτης’’ της επιχορήγησης έχει δικαίωμα να επιβάλει και χρηματικές ποινές στον φερόμενο αντισυμβατικά ‘‘επιχορηγούμενο’’.
Τα ίδια ισχύουν και για τα κονδύλια του ΕΣΠΑ, στη χορήγηση των οποίων (κονδυλίων) θα ‘‘εμπλακούν’’ τα πέντε βασικά Ευρωπαϊκά Δομικά και Επενδυτικά Ταμεία (European Structural and Investment Funds), ήτοι το Ευρωπαϊκό Ταμείο Περιφερειακής Ανάπτυξης (European Regional Development Fund), το Ευρωπαϊκό Κοινωνικό Ταμείο (European Social Fund), το Ταμείο Συνοχής (Cohesion Fund), το Ευρωπαϊκό Γεωργικό Ταμείο για την Αγροτική Ανάπτυξη (European Agricultural Fund for the Rural Development) και το Ευρωπαϊκό Ταμείο Θάλασσας και Αλιείας (European Maritime and Fisheries Fund).
Αναφύεται, λοιπόν, ως ‘‘αυτονόητο’’, έπειτα από τα παραπάνω, το βασικό συμπέρασμα ότι για να λάβει τελικά η χώρα, στο βάθος των αμέσως επόμενων χρόνων, τα 42 από τα 51 δισ. ευρώ (τα υπόλοιπα ούτως ή άλλως θα είναι δάνεια), απαιτείται απαραιτήτως πολλή δουλειά και πολύ καλά στοχευμένη, οργανωμένη και συντονισμένη προσπάθεια από μια υπεύθυνη κυβέρνηση, που θα σχεδιάσει με πλάνο και θα καταφέρει να απορροφήσει τα παραπάνω ποσά. Η επιτακτική ανάγκη, συνεπώς, η Ελλάδα ‘‘να παρουσιαστεί έτοιμη’’ υφίσταται εδώ και τώρα.
Η επιτυχία δε μιας υπεύθυνης κυβέρνησης στη δύσκολη αυτή αποστολή βασίζεται σε δύο προϋποθέσεις – ακρογωνιαίους λίθους της όλης προσπάθειας. Η πρώτη είναι η ύπαρξη οράματος και δη οράματος τέτοιου που να οδηγήσει την χώρα από την ‘‘πεπατημένη’’ δεκαετιών στη διαμόρφωση ενός παντελώς νέου ‘‘οικονομικού μοντέλου’’. Υπ’ αυτό το πρίσμα, η στόχευση του κ. Μητσοτάκη στην ‘‘πράσινη μετάβαση’’, στην ‘‘ψηφιοποίηση’’ των υπηρεσιών, στον εκσυγχρονισμό των υποδομών και στην κατάρτιση ‘‘κουμπώνει’’ απόλυτα με την κεντρική ‘‘οραματική’’ ευρωπαϊκή ατζέντα για τις επόμενες δεκαετίες.
Η δεύτερη παράμετρος επιτυχίας αφορά τον έλεγχο του ‘‘μηχανισμού της εξουσίας’’. Τούτος ο… ‘‘μηχανισμός’’, ολόιδιος και κατά την Μεταπολίτευση και μετά τη χρεοκοπία του 2010, αν δεν τοποθετηθεί άμεσα και με γενναιότητα στα ‘‘εθνικά ιστορικά απόβλητα’’, θα υπονομεύσει σημαντικά την όποια εθνική προσπάθεια. Αν τα εξ’ Ευρώπης κονδύλια αναλωθούν (κι αυτή την φορά) από τις επιχειρηματικές και υπαλληλικές συντεχνίες, ας μην έχει κανείς την αμφιβολία ότι θα τεθεί πια σε απειλητικό κίνδυνο η ίδια η …εθνική επιβίωση.
Παρουσιάζεται, συνεπώς, εδώ και τώρα μια ιστορική ευκαιρία στον νυν Έλληνα Πρωθυπουργό. Οι ιστορικο-πολιτικές συγκυρίες θα απαξιώσουν, ίσως και ‘‘εξαερώσουν’’, έναν Πρωθυπουργό απλά ‘‘διαχειριστή’’, τυπικά διεκπεραιωτή της πολιτικής ρουτίνας και θεσμικής κανονικότητας. Αντιθέτως, θα ανυψώσουν σε ‘‘ιστορικό μέγεθος’’, ίσως και ‘‘υμνήσουν’’, έναν Πρωθυπουργό οραματιστή και πραγματικά μεταρρυθμιστή.
Ο κ. Μητσοτάκης μπορεί, συνεπώς, να πάει κάλλιστα σε εκλογές είτε στο τελευταίο εξάμηνο του 2022, είτε στο πρώτο εξάμηνο του 2023. Αν, εν τω μεταξύ, έχει καταφέρει να ‘‘στυλώσει’’ τη χώρα ‘‘στα πόδια της’’, αν έχει λάβει μέρος από τα άνω 51 δισ. ευρώ και έχει θέσει, τελοσπάντων, τις βάσεις για τη λήψη ολόκληρου αυτού του κεφαλαιακού πακτωλού μέσα από ένα σοβαρό και καλοσμιλευμένο σχεδιασμό, θα λάβει τέτοιο ποσοστό στις εκλογές του 2022 ή 2023 που μπορεί να μην του δίνει τη δυνατότητα σχηματισμού αυτοδύναμης κυβέρνησης κατά τις εκλογές που τότε θα γίνουν την πρώτη φορά με απλή αναλογική αλλά θα του εξασφαλίσει μια άνετη εκλογή και διακυβέρνηση κατά τις δεύτερες εκλογές.
Στην αντίθετη περίπτωση, οι εκλογές στο άμεσο μέλλον θα φέρουν τουλάχιστον δίμηνη παράλυση στη χώρα. Ειδικότερα, με βάση το Σύνταγμα η Βουλή θα ‘‘διαλυθεί’’ και μέσα στον μήνα θα διενεργηθούν εκλογές. Θα ακολουθήσει, ελέω της απλής αναλογικής, η διαδικασία των εντολών σχηματισμού κυβέρνησης από τους αρχηγούς των τριών πρώτων κομμάτων και μετά την αναμενόμενη αποτυχία, λόγω ασυμφωνίας και μη σύμπλευσης, θα προκηρυχθούν νέες εκλογές. Ο χρόνος όμως που θα έχει χαθεί θα είναι σίγουρα πολύτιμος, πολύ πιθανό δε και … ‘‘καταστροφικός’’.
Στον παρόντα χρόνο, λοιπόν και κυβερνησιμότητα υπάρχει και μάλλον δεν πολυαπασχολεί τη χώρα το πολιτικό μέλλον του κ. Τσίπρα, που μπορεί να αμαυρωθεί μετά από την πιθανή πολιτική συρρίκνωση του κόμματός του. Το δε ‘‘παγόβουνο’’ της απλής αναλογικής (που θα βρει το 2022-2023 η χώρα μπροστά της) μπορεί να καταστεί τότε ‘‘αόρατο’’ ή έστω ‘‘μισολιωμένο’’, αν ο Πρωθυπουργός αποδειχθεί γνήσιος οραματιστής και de facto μεταρρυθμιστής.
Επομένως, στο δίλημμα ‘‘εκλογές ή πλάνο για τα 51 δισ. ευρώ;’’, προσωπικά προτείνω το δεύτερο. Όποιος έχει διορατικό πολιτικό αισθητήριο, διαθέτει στιβαρό και συγκροτημένο σχέδιο και πιστεύει στον εαυτό του, επιλέγει επίσης το δεύτερο. ‘‘Ιδού η Ρόδος’’…
Κατερίνη, 3/6/2020
ΧΡΗΣΤΟΣ ΓΚΟΥΓΚΟΥΡΕΛΑΣ
ΔΙΚΗΓΟΡΟΣ
LLM IN INTERNATIONAL COMMERCIAL LAW
LLM IN EUROPEAN LAW
Cer. LSE in Business, International
Relations and the political science.