Σε μια χώρα όπως η Ελλάδα, η φιλοσοφία και η στρατηγική αντίληψη του κυβερνητικού σχεδιασμού σχετικά με την αγροτική ανάπτυξη αποτελεί πάντα το επίκεντρο του πολιτικού ενδιαφέροντος, καθώς ο πρωτογενής τομέας είναι κεντρικός πυλώνας της εθνικής οικονομίας. Κατά τη χθεσινή επίσκεψη στην Πιερία, λοιπόν, του Αναπληρωτή Υπουργού Οικονομικών κ. Σκυλακάκη είχαμε την ευκαιρία να διακρίνουμε κρίσιμα δομικά στοιχεία της κυβερνητικής επιλογής ως προς τον προσανατολισμό και τον κατευθυντήριο άξονα της ασκούμενης αγροτικής πολιτικής.
Με τον Ν. 4935/2022 με τίτλο ‘‘Κίνητρα ανάπτυξης επιχειρήσεων, μέσω συνεργασιών και εταιρικών μετασχηματισμών’’, η κυβέρνηση προέβη σε σημαντικές τομές αναφορικά με την ουσιαστική στήριξη από την πλευρά του ελληνικού κράτους της λεγόμενης ‘‘συνεργατικής γεωργίας’’ δια της φορολογικής κινητροδότησης και διευκόλυνσης σε κατ’ επάγγελμα αγρότες που αποφασίζουν να ενώσουν δυνάμεις, να συνεταιριστούν και να δράσουν από κοινού σε εξωστρεφή συλλογικά μοτίβα παραγωγής και προώθησης των προϊόντων τους.
Συγκεκριμένα, μεταξύ των άλλων, η νομοθεσία (άρ. 15 του Ν.4935/2022) παρέχει πια στους αγρότες της χώρας το κίνητρο της απαλλαγής από την καταβολή φόρου εισοδήματος επί των πραγματοποιούμενων προ φόρου κερδών, τα οποία προκύπτουν από την άσκηση ατομικής αγροτικής επιχειρηματικής δραστηριότητας, με βάση τη φορολογική νομοθεσία, κατά ποσοστό πενήντα τοις εκατό (50%), εφόσον οι αγρότες αυτοί:
α) είναι μέλη νομικών προσώπων και ενώσεων προσώπων εγγεγραμμένων στο Εθνικό Μητρώο Αγροτικών Συνεταιρισμών και άλλων συλλογικών φορέων του άρθρου 22 του ν. 4673/2020 και προμηθεύουν το νομικό πρόσωπο ή τη νομική οντότητα με ποσότητες προϊόντων ίσες με το εβδομήντα πέντε τοις εκατό (75%) τουλάχιστον της συνολικής ποσότητας όμοιων ή παρεμφερών προϊόντων της παραγωγής τους, ή
β) είναι αγρότες που έχουν συνάψει σύμβαση με συγκεκριμένη επιχείρηση – αγοραστή, με αντικείμενο τη ‘‘συμβολαιακή’’ γεωργία (κατά το άρ. 16 του άνω νόμου, η ‘‘συμβολαιακή’’ γεωργία αφορά την μελλοντική πώληση αγροτικών προϊόντων μεταξύ παραγωγών και αγοραστών μέσω της σύναψης ιδιωτικών έγγραφων συμβάσεων βεβαίας χρονολογίας), με την οποία (σύμβαση) δεσμεύονται για την εισφορά ποσοτήτων προϊόντων ίσων με εβδομήντα πέντε τοις εκατό (75%) τουλάχιστον της συνολικής ποσότητας όμοιων ή παρεμφερών προϊόντων της παραγωγής τους.
Η συγκεκριμένη φορολογική αντιμετώπιση των αγροτών που συναποφασίζουν να αναμιχθούν, να δεσμευτούν και να λειτουργήσουν σε κοινά συνεργατικά παραγωγικά σχήματα αποτελεί, κατά τη γνώμη μου τουλάχιστον, απτό δείγμα της αναβαθμισμένης και άκρως καθοριστικής, για το ίδιο το παρόν και το μέλλον του πρωτογενούς τομέα και κυρίως του αγροτικού κόσμου, σημασίας που αποκτά η πολιτική εφαρμογή του ‘‘συνεργατικού παραγωγικού μοντέλου’’ (και) στη χώρα μας.
Η επιλογή ενός τέτοιου μοντέλου μάλιστα, καθίσταται πλέον νομοτελειακής φύσεως για την Ελλάδα και τον δομικό μετασχηματισμό της οικονομίας της. Το συγκεκριμένο μοντέλο προϋποθέτει και παράλληλα εγγυάται και κατασφαλίζει την καλύτερη οργάνωση της παραγωγικής διαδικασίας και την ορθολογική ανάπτυξη της παραγωγής από καλύτερα ενημερωμένους παραγωγούς στα ζητήματα μιας κοινής, επιλεγμένης καλλιέργειας. Κατοχυρώνει τη συστηματικότητα και ενδεδειγμένη μεθοδολογία της παραγωγής, δηλαδή τη συντέλεση της τελευταίας σύμφωνα με τις διεθνείς επιστημονικές προδιαγραφές, γεγονός που ενισχύει σημαντικά τη μαζικότητα και την ιδιαίτερη ποιότητά της.
Έ τσι, μέσα από τους κοινούς συνεργατικούς σχηματισμούς, καθώς προωθείται στον βέλτιστο βαθμό η ποσοτική επάρκεια και ο ποιοτικός έλεγχος της παραγωγής, δημιουργούνται (συνήθως) προϊόντα με διακριτό διεθνές προφίλ (international brand), άρα προϊόντα με διακεκριμένη παραγωγική ταυτότητα (ingredient branding) αλλά και ισχυρό εμπορικό σήμα και βαθύτερη καταναλωτική διείσδυση. Στους δε κόλπους συνεργατικών αγροτικών δομών είναι πιο βατή η πρακτική εφαρμογή των νέων τεχνολογιών, η καταγραφή και πειραματική πιστοποίηση νέων ιδεών ως προς τις καλλιέργειες και τις μεθόδους τους αλλά και η ενστάλαξη υφιστάμενης επιστημονικής τεχνογνωσίας στα αγροτικά επιχειρηματικά projects με την υποστήριξη καινοτόμων πρακτικών και των αποτελεσμάτων της τομεακής έρευνας.
Στο συλλογικό συνεργατικό παραγωγικό μόρφωμα αξιοποιούνται καλύτερα, κατά κανόνα και με βάση τη διεθνή εμπειρία, τα μέσα παραγωγής και ιδίως η καθαρά αγροτική εργασία όπως και διαμορφώνονται ευκολότερα (από την πλευρά των παραγωγών) τοπικές στρατηγικές αγοράς (strategic management) μέσα από την τεχνοκρατική ανάλυση των σχέσεων κόστους/οφέλους των παραγωγικών δραστηριοτήτων, γεγονός που παρέχει μεγαλύτερη διαπραγματευτική δύναμη των παραγωγών απέναντι στους εμπόρους. Δεν είναι, συνεπώς, η συνεργατική δομή μόνο ένα συλλογικό ‘‘δίχτυ’’ αρωγής και προστασίας των μελών-παραγωγών της αλλά κυρίως το ασφαλέστερο εχέγγυο για τη σταθερή, στιβαρή και διαρκή παρουσία του παραγωγικού κόσμου μιας περιοχής στον παραγωγικό του κλάδο, μια παρουσία που καταλήγει και στο μεγαλύτερο αναλογικά ‘‘εμπορικό εκτόπισμα’’ των προϊόντων.
Μέσα από τις συλλογικές παραγωγικές μονάδες, οι παραγωγοί μπορούν να κατανοούν προνοητικότερα τις ανάγκες και τις τάσεις του αγοραστικού κοινού, να προσφέρουν καλύτερες τιμές στην αγορά για τους καταναλωτές και ταυτόχρονα να κατοχυρώνουν καλύτερες προϋποθέσεις εισόδου σε νέες αγορές και τη στιβαρότητα του ρόλου και της θέσης τους (positioning) σε αυτές. Είναι δε κοινή πείρα ότι η συλλογική παραγωγή υποστηρίζει ουσιωδώς και τονώνει την απασχόληση, βοηθεί στην κάλυψη θέσεων εργασίας, ευνοεί την ανεύρεση εξειδικευμένου εργατικού δυναμικού και ‘‘υφαίνει’’ στενότερους δεσμούς του αγρότη με τον ίδιο του τον τόπο.
Οι εταιρικοί παραγωγικοί οργανισμοί διασφαλίζουν, όπως μάλλον ευνόητο είναι, και καλύτερη διασυνδεσιμότητα των παραγωγών με τις περιφερειακές και διεθνείς αγορές και υψηλή προσβασιμότητά τους στα καταλληλότερα μεταφορικά μέσα και κέντρα διαμετακόμισης. Και πέραν τούτου, ακόμη πιο προφανές είναι ότι συντείνουν στην ισχυρότερη εκπροσώπηση των αγροτών, στον ουσιαστικό εντοπισμό και την τεκμηρίωση των ‘‘προβλημάτων’’ της παραγωγής αλλά και στη δημοσιοποίηση και συλλογικότητα της έκφρασης των όποιων αιτημάτων τούς, γεγονός που προσδίδει στον παραγωγικό κόσμο και μεγαλύτερη επίδραση στις εκάστοτε πολιτικές (κυβερνητικές) αποφάσεις σχετικά με την αγροτική ανάπτυξη.
Τα συνεργατικά σχήματα διαθέτουν, κατά την κοινή λογική, μεγαλύτερη πρόσβαση σε χρηματοδοτικά και χρηματοπιστωτικά μέσα, δημιουργούν κεφαλαιοποιητική βάση για επενδύσεις σε παραγωγικό εξοπλισμό, νέες καλλιεργητικές μεθόδους και νέα ποιοτικότερα προϊόντα (τέτοια τουλάχιστον που δεν μπορεί να δημιουργήσει ένας μεμονωμένος αγρότης), εξασφαλίζουν αποθεματικά στήριξης των παραγωγών και κατατείνουν στην οικονομική ευρωστία της κοινότητας των παραγωγών ενός τόπου (ιδίως αν φροντίζουν να διατηρούν ‘‘υγιή’’ τα οικονομικά τους) και επίσης συντελούν στην όσο το δυνατόν αποτελεσματικότερη απορρόφηση των οικονομικών αναταράξεων (shocks) της αγοράς και γενικά της οικονομίας.
Η συλλογική παραγωγή δημιουργεί ‘‘οικονομίες κλίμακος’’ μέσα από την προστιθέμενη αξία των αγροτικών προϊόντων και του αποκομιζόμενου εισοδήματος των αγροτών αλλά συμβάλλει παράλληλα και στην αποτελεσματικότερη διασύνδεση της παραγωγής με τον μεταποιητικό τομέα, δεδομένο που κατασφαλίζει δυναμικό παρόν και διανοίγει ευοίωνες μελλοντικές προοπτικές για τον τοπικό ή περιφερειακό παραγωγικό μηχανισμό. Το συνεργατικό σχήμα, εν τέλει, βελτιστοποιεί τις συνθήκες ανάληψης αλλά και κάλυψης του λεγόμενου λελογισμένου επιχειρηματικού ρίσκου.
Η συνεταιριστική γεωργία, επομένως, είναι ο συνετότερος και οικονομοτεχνικά προσφορότερος τρόπος αντιμετώπισης της σοβαρότερης διαρθρωτικής αδυναμίας της ελληνικής γεωργίας (και κατ’ επέκταση της εγχώριας αγροτικής παραγωγής) που δεν είναι άλλη από τον κατακερματισμό των καλλιεργειών και την πνιγηρή κατάτμηση του ούτως ή άλλως γεωγραφικά περιορισμένου εδαφικού παραγωγικού ‘‘καμβά’’ της Ελλάδας. Ενισχύει το προφίλ, την ποιότητα και κυρίως την ανταγωνιστικότητα των ελληνικών προϊόντων και δυνητικά εκτινάσσει τον πρωτογενή τομέα που αποτελεί την παραδοσιακή και ίσως κρισιμότερη σταθερά της ελληνικής οικονομίας.
Θεωρώ, λοιπόν, ότι ορθώς αποτελεί (η συνεταιριστική γεωργία) κεντρικό άξονα της αγροτικής πολιτικής της νυν και όποιας άλλης (μελλοντικής) κυβέρνησης και υποστηρίζω σθεναρά (με βάση τα πλείστα παραπάνω επιχειρήματα) ότι πρέπει να αποτελέσει, ίσως και σε πιο οργανωμένη βάση και πιο εντατικοποιημένη μορφή, και το πρότυπο της αγροτικής ανάπτυξης (και) στην Πιερία, καθότι θα τονώσει την τοπική οικονομία, θα προσφέρει βιώσιμες διεξόδους στους παραγωγούς και στα επιχειρηματικά εγχειρήματα και θα αποτελέσει σταθερή αναφορά και σημαντικό μοχλό της τοπικής ανάπτυξης.
Άλλωστε, σε ολόκληρο τον ευρωπαϊκό χώρο, τη συντριπτική πλειοψηφία των ομάδων παραγωγών ανέκαθεν αποτέλεσαν και αποτελούν οι συνεταιρισμοί. Ο δε ευρωπαϊκός Κανονισμός (Καν. 1360/78) ‘‘περί των ομάδων παραγωγών και των ενώσεων αυτών’’ είχε εκδοθεί επί εποχής της αλήστου μνήμης ΕΟΚ. Είναι ώρα, λοιπόν, να εννοήσουμε ότι καθώς το μέσο μέγεθος της ελληνικής μικρής και μεσαίας επιχείρησης είναι μικρότερο από το μέσο μέγεθος της αντίστοιχης μικρής και μεσαίας επιχείρησης της Ευρωπαϊκής Ένωσης, θα βρεθούμε πολύ σύντομα στο μέλλον σε δεινή θέση και θα απωλέσουμε τον ‘‘βηματοδότη’’ της οικονομίας μας, τη διεθνή ανταγωνιστικότητά της, αν δεν εφαρμόσουμε άμεσα στην πράξη το αρχαιόθεν ρητό ‘‘Η ισχύς εν τη ενώσει’’. Η συνεταιριστική γεωργία είναι το μέλλον και η συλλογικότητα της παραγωγής μαζί με τη δημιουργία ‘‘οικονομιών κλίμακος’’ το ‘‘κλειδί’’ για τη διατηρήσιμη και βιώσιμη εθνική ανάπτυξη και πρόοδο.
Κατερίνη, 7/7/2021
ΧΡΗΣΤΟΣ ΓΚΟΥΓΚΟΥΡΕΛΑΣ
ΔΙΚΗΓΟΡΟΣ
LLM IN INTERNATIONAL COMMERCIAL LAW
LLM IN EUROPEAN LAW
Cer. LSE in Business, International
Relations and the political science