Κενά και αντιφάσεις του αναπτυξιακού νόμου

Δημήτρης Μάρδας
Καθηγητής Τμήματος Οικονομικών Επιστημών ΑΠΘ, π. Αν. Υπουργός Οικονομικών

ποιος πιστεύει ότι αλλάζοντας ανά τριετία τον επενδυτικό νόμο της χώρας μπορεί να προσελκύσει σοβαρούς και ιδίως μεγάλους επενδυτές πλανάται πλάνη οικτρά. Το παρελθόν της χώρας το αποδεικνύει!

Αναρωτήθηκαν ποτέ οι υπουργοί, που θεωρούν ότι οι αναπτυξιακοί τους νόμοι θα προκαλέσουν τσουνάμι επενδύσεων, γιατί το ΔΝΤ εκτιμά ότι η ετήσια αύξηση του Ακαθαρίστου Εγχωρίου Προϊόντος (ΑΕΠ) μας θα κείται στο 1% για τα επόμενα χρόνια; Λάθος για τις φτωχές μας επιδόσεις κάνει το ΔΝΤ  ή η αντιαναπτυξιακή κουλτούρα της χώρας ;

Όταν ένας επενδυτικός νόμος προαναγγέλλεται σε ανύποπτο χρόνο, ενώ καθυστερεί να υιοθετηθεί 2,5 χρόνια, τι αναμένεται να προκαλέσει στο μεσοδιάστημα; Στασιμότητα ή έκρηξη των επενδύσεων; Μάλλον το δεύτερο!

Φιλοεπενδυτικές πολιτικές που αυξάνουν τη γραφειοκρατία και υιοθετούν πρακτικές εις βάρος και των Μικρομεσαίων επιχειρήσεων στην Ελλάδα, δύσκολα μπορούν να θεωρηθούν ως τέτοιες! Σημειώνονται ακολούθως κάποια κύρια σημεία του προς ψήφιση αναπτυξιακού νόμου, που μάλλον αντίθετα από τα επιδιωκόμενα αποτελέσματα εκτιμάται ότι θα φέρει.  

οτέ ξανά στην Ελλάδα, δεν έχει γίνει τόσο παράλογη διάκριση των μεσαίων και των μικρών επιχειρήσεων. Η στρατηγική της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΕΕ) και του Κανονισμού 651/2014, βάσει του οποίου χορηγούνται οι περιφερειακές ενισχύσεις στα κράτη-μέλη, αντιμετωπίζει τις μεσαίες και τις μικρές επιχειρήσεις ως μια κατηγορία, διαχωρίζοντας τις τελευταίες από τις μεγάλες.

Στο προς ψήφιση σχέδιο νόμου όμως, οι μεσαίες επιχειρήσεις αντιμετωπίζονται όπως οι μεγάλες –ως ένα σύνολο– όσον αφορά στη μη δυνατότητα χρήσης του κινήτρου της επιχορήγησης. Συγκεκριμένα, στα δώδεκα από τα δεκατρία καθεστώτα του νέου νόμου και ειδικότερα στα άρθρα που αναφέρονται στα είδη, τις εντάσεις της ενίσχυσης και τα ποσά των ενισχύσεων επαναλαμβάνεται η φράση «Για τις μεσαίες και μεγάλες επιχειρήσεις η ενίσχυση περιλαμβάνει όλα τα ανωτέρω κίνητρα πλην της επιχορήγησης».

Από την άλλη, δεν έχει γίνει η σχετική πρόβλεψη τουλάχιστον για  τις νησιωτικές, τις ορεινές – μειονεκτικές, τις παραμεθόριες και τις περιοχές που επλήγησαν από φυσικές καταστροφές, με σκοπό τη χρήση στις εκεί επιχειρήσεις του κινήτρου της επιχορήγησης.

To θέατρο του παραλόγου συνεχίζεται όταν με το Άρθρο 10 του Νόμου 4864/2021 περί στρατηγικών επενδύσεων, η κυβέρνηση δίνει τη δυνατότητα στα επενδυτικά σχέδια πολύ μεγάλων επιχειρήσεων –των εμβληματικών επενδύσεων– να λαμβάνουν κατ’ εξαίρεση από τα προβλεπόμενα, και το κίνητρο της επιχορήγησης, ενώ το στερεί από τις μεσαίες με τον προς ψήφιση νόμο!

Επισημαίνεται ότι σύμφωνα με την Ευρωπαϊκή Επιτροπή, οι Μικρομεσαίες επιχειρήσεις (ΜΜΕ) διαδραματίζουν κεντρικό ρόλο στην ελληνική εμπορική μη χρηματοπιστωτική οικονομία, αφού παράγουν το 63,6% της προστιθέμενης αξίας και αντιπροσωπεύουν το 87,9% της απασχόλησης, υπερβαίνοντας τον ευρωπαϊκό μέσο όρο (56,4% και 66,6% αντίστοιχα). Επιπλέον, σύμφωνα με τα στοιχεία της ΕΕ για το 2019, οι μεσαίες επιχειρήσεις την Ελλάδα απασχολούν  σχεδόν 250.000 εργαζομένους συμμετέχοντας με περίπου 10% στο συνολικό εργατικό δυναμικό των ιδιωτικών επιχειρήσεων.

πίσης, σύμφωνα με τον προς ψήφιση νόμο, οι μεσαίες μαζί με τις μεγάλες επιχειρήσεις μπορούν να λάβουν έως το 80% των προβλεπομένων ανωτάτων ορίων του Χάρτη Περιφερειακών Ενισχύσεων (ΧΠΕ). 

Πώς λοιπόν η Ελληνική οικονομία καλείται να ανταγωνιστεί τη διεθνή όταν δεν παρέχεται η δυνατότητα, ιδίως στις μεσαίες επιχειρήσεις, να εξαντλούν ανεξαρτήτως κινήτρου, τα ανώτατα όρια του ΧΠΕ που η ίδια η ΕΕ ενέκρινε για εμάς, έτσι ώστε να επέλθει η περιφερειακή σύγκλιση;

Και οι στρεβλώσεις συνεχίζονται. Εκεί που ο προηγούμενος νόμος χρειαζόταν απλώς μια Υπεύθυνη Δήλωση για την πρόθεση δανειοδότησης, τώρα όσα έργα πρόκειται να λάβουν δάνειο πρέπει να προσκομίσουν μια εκτίμηση του εύλογου κόστους και της βιωσιμότητας τους στην τράπεζα κατά την υποβολή της αίτησης υπαγωγής.

Επομένως, ο νόμος αναγκάζει τους επίδοξους επενδυτές να μπουν σε διαδικασίες και έξοδα προέγκρισης δανεισμού πριν την εξασφάλιση της έγκρισης των επενδυτικών τους σχεδίων.  Παράλληλα αυξάνει τον όγκο των δικαιολογητικών που πρέπει να συγκεντρωθούν καθυστερώντας σημαντικά τη διαδικασία υποβολής των επενδυτικών σχεδίων, καθώς οι τράπεζες δεν θα ανταποκριθούν στα αιτήματα εκατοντάδων επενδυτών μέσα σε διάστημα λίγων ημερών.

Ταυτόχρονα, πέραν της αξιολόγησης με σκοπό τη βιωσιμότητα και το κόστος του έργου από την τράπεζα, ο νέος νόμος απαιτεί οι αιτήσεις άνω των 700.000 ευρώ να συνοδεύονται από έκθεση πιστοποίησης από μέλος του Οικονομικού Επιμελητηρίου Ελλάδος, εγγεγραμμένο στο Εθνικό Μητρώο Πιστοποιημένων Αξιολογητών (ΕΜΠΑ).

Ακόμη, με το Άρθρο 19, «Η αξιολόγηση πραγματοποιείται από την Επιτροπή Αξιολόγησης του άρθρου 118 ή από μέλος του ΕΜΠΑ ή από μέλος του Μητρώου Ορκωτών Ελεγκτών στις περιπτώσεις της παρ. 3 ή δύναται να ανατίθεται… στον Ενδιάμεσο Φορέα του Επιχειρησιακού Προγράμματος “Ανταγωνιστικότητα και Επιχειρηματικότητα” ή σε χρηματοπιστωτικά ιδρύματα…» Άρα οι τράπεζες, οι ορκωτοί κ.ά, θα αποφασίζουν ποιοι θα λάβουν επιχορήγηση και ποιοι όχι.

Δημιουργείται λοιπόν πελατειακή σχέση μεταξύ του επενδυτή και του αξιολογητή, κάτι που ταλάνιζε τον επιχειρηματικό κόσμο τόσα χρόνια. Σημειώνεται ότι ο προηγούμενος νόμος κατάφερε μέσω της ανωνυμίας του αξιολογητή και του Πληροφοριακού Συστήματος Κρατικών Ενισχύσεων να την εξαλείψει.

ια πρώτη φορά σε αναπτυξιακό νόμο εξαιρούνται από τη λήψη οποιασδήποτε μορφής ενίσχυσης οι ξενοδοχειακές μονάδες τριών αστέρων.  Με βάση τα στοιχεία του Ινστιτούτου Τουριστικών Ερευνών και Προβλέψεων (ΙΤΕΠ) στην κατηγορία των τριών αστέρων, λειτουργούν 2.784 ξενοδοχειακές μονάδες οι οποίες αντιπροσωπεύουν το 27,70% του συνολικού ξενοδοχειακού δυναμικού της χώρας.

Τέλος, ο προηγούμενος αναπτυξιακός νόμος έδινε τη δυνατότητα χορήγησης επιδότησης, ανεξαρτήτως μεγέθους σε όσες εταιρείες ανήκαν στις ειδικές κατηγορίες ενισχύσεων. Ο νέος αναπτυξιακός νόμος όχι απλώς δεν εμπεριέχει αυτή την πρόβλεψη, αλλά μειώνει τις ειδικές κατηγορίες ενισχύσεων που προέβλεπε ο Νόμος 4399/2016.

Συγκεκριμένα, δε γίνεται η παραμικρή μνεία για  τις εταιρείες που αύξησαν την απασχόληση τους τα τελευταία χρόνια, ούτε για όσες κάνουν εξαγωγές, ούτε για εκείνες που έχουν προστιθέμενη αξία μεγαλύτερη του μέσου όρου της αγοράς, ούτε καν για άλλες που ανήκουν σε κλάδους προτεραιότητας όπως η αγροδιατροφή και οι τεχνολογίες πληροφορικής. 

Θεωρείται σκόπιμο, πλην των ανωτέρω, να συμπεριληφθούν και όσες έχουν αναλάβει τη δέσμευση για αύξηση του προσωπικού τους κατά 10% – 20% μετά την ολοκλήρωση του επενδυτικού σχεδίου. Έτσι δίνεται κίνητρο για προσλήψεις προσωπικού.

Επίσης, είναι επιβεβλημένο να συμπεριληφθούν στις εν λόγω ειδικές κατηγορίες, επενδυτικά σχέδια που έχουν εξασφαλισμένη εξωτερική χρηματοδότηση είτε μέσω προέγκρισης δανείου, είτε μέσω ιδίων κεφαλαίων.

Νόμος 4399/2016 όπως και οι προγενέστεροι αυτού, όριζαν ως ανώτατο χρονικό διάστημα μακροχρόνιων υποχρεώσεων τα τρία ως πέντε έτη από την ολοκλήρωση της επένδυσης. Ο παρόν νόμος αυξάνει αυτό το χρονικό διάστημα στα έξι έτη ανεξαρτήτως μεγέθους επιχείρησης. Μήπως λοιπόν με τα όσα προτείνει ο προτεινόμενος νόμος και στο εν λόγω θέμα λειτουργεί ως τροχοπέδη;

Συμπερασματικά, οι μεγάλες επενδύσεις σε εμπορεύσιμα αγαθά και υπηρεσίες είναι άκρως απαραίτητες για να μειωθεί το εταιρικό επενδυτικό κενό των 130 δις ευρώ της χώρας. Αυτό καθ’ ουδένα όμως τρόπο σημαίνει ότι οι Μικρομεσαίες επιχειρήσεις πρέπει να εγκαταλειφθούν στην τύχη τους, ιδίως στο χώρο της μεταποίησης. Μια τέτοια επιλογή αποτελεί τραγικό λάθος αναπτυξιακής στρατηγικής!