Καλοκαίρι του 1984, παρέα με τον σύντροφο και τις σακούλες γεμάτες με τον “Ριζοσπάστη” κτυπάμε την πόρτα του διαμερίσματος στον τρίτο όροφο. Ήταν τότε που η καθιέρωση των Κυριακάτικων εξορμήσεων διάδοσης της εφημερίδας του κόμματος, ήταν προτεραιότητα και από τα σημαντικότερα καθήκοντα των οργανώσεων βάσης. Στην πόρτα το γεροντάκι που ξεπρόβαλλε μας χαιρέτισε χαμογελαστός και αφού του εξηγήσαμε τον σκοπό της επίσκεψής μας, εκείνος όχι μόνο αγόρασε την εφημερίδα αλλά μας προσκάλεσε να περάσουμε μέσα, να πάρουμε μια ανάσα όπως είπε, να πιούμε ένα ποτήρι νερό. Απορήσαμε για την σπάνια υποδοχή, μια και αντιμετωπίζαμε πολλές φορές σε αυτές τις εξορμήσεις την καχυποψία συνήθως η την αδιαφορία, ακόμη και την εχθρότητα διανθισμένη από την ανάλογη φρασεολογία από μερικούς. Το ποτήρι νερό έγινε καφεδάκι και η συζήτηση άναψε για τα καλά. Έτσι και για να λύσει τις απορίες μας για την απρόσμενη υποδοχή και το ενδιαφέρον του για το κόμμα, μας είπε ότι ήταν πολιτικός πρόσφυγας που πρόσφατα είχε με την σύζυγο του επαναπατριστεί. Βιβλίο κανονικό η εξιστόρηση των περιπετειών του φίλου μας που από το βουνό τα χρόνια εκείνα που σημάδεψαν ανεξίτηλα την ιστορία του τόπου, βρέθηκε στην αναγκαστική υπερορία. Κάποια στιγμή ρώτησε ποιος είναι τώρα ο Γραμματέας της οργάνωσης Μακεδονίας- Θράκης και του απαντήσαμε ο Κ.Τ. << Αα >., έκανε αυτός << ο οδοντογιατρός >>. Συγνώμη επανέλαβα εγώ, ο Κ. Τ , είναι ο Γραμματέας της οργάνωσης. << Ναι γι αυτόν λέω και εγώ>> απαντά ο οικοδεσπότης μας << Τον Κ.Τ τον οδοντογιατρό τον γνώρισα στην προσφυγιά…>> Απορημένοι και αμήχανοι λίγο αργότερα αναρωτιόμαστε για αυτό που ακούσαμε. Το ήξερες εσύ ότι ο Κ.Τ είναι οδοντίατρος; με ρώτησε ο σύντροφος. Όχι απάντησα, αλλά ξέρουμε ότι πολλοί πρόσφυγες νεαρής ηλικίας τότε οι περισσότεροι στις χώρες που φιλοξενήθηκαν, σπούδασαν, πήγαν σε σχολές, στο πανεπιστήμιο. Η απορία μας έλαβε τελικά απάντηση λίγο καιρό αργότερα, όταν σε μια κομματική συνδιάσκεψη στην Αθήνα, έτυχε να παρακολουθήσω την συζήτηση σε ένα πηγαδάκι ηλικιωμένων συντρόφων, συζήτηση που είχε να κάνει με την πολιτική προσφυγιά. Ευκαιρία να ρωτήσω, σκέφτηκα για τον ΚΤ, που πιθανόν να γνώριζαν. Ξέσπασαν σε γέλια με την ερώτηση μου και εγώ έμεινα άναυδος κοιτώντας τους. << Ο Κ.Τ. >> μου εξήγησε κάποιος από αυτούς << ήταν στα πρώτα χρόνια της προσφυγιάς μας στην Τασκένδη ο Ιδεολογικός υπεύθυνος της οργάνωσης, Σε αυτόν έστελναν τους συντρόφους που ερμήνευαν …άστοχα την γραμμή του κόμματος η παρερμήνευαν τις αποφάσεις η τελούσαν υπό ιδεολογική σύγχυση επηρεασμένοι από την προπαγάνδα της αντίδρασης. Κάποτε για όσους επέμεναν στις απόψεις τους, η υπομονή του ΚΤ εξαντλούνταν και τότε εφάρμοζε την πιο πειστική αποδεδειγμένα μέθοδο πειθούς. Η αστραπιαία γροθιά του σ. ΚΤ στα δόντια του δυσανασχετούντα, δεν άφηνε περιθώρια για περαιτέρω διαφωνίες. Και φυσικά σπάνια ο διαφωνών έφευγε από την καθοριστική συνάντηση με πλήρη την οδοντοστοιχία του. Κατά κανόνα του έλλειπαν ένα η δύο δόντια, χώρια τα σημάδια στο πρόσωπο. Εύλογα τα άλλα μέλη της οργάνωσης σαν τον αντίκριζαν την επομένη τον ρωτούσαν αν επισκέφτηκε τον… οδοντίατρο.
Ασορτί με εκείνες τις δύσκολες, τις άγριες εποχές και αυτά όπως το παραπάνω συμβάντα. Για γέλια και για κλάματα τότε. Μόνο για κλάματα σήμερα. Σήμερα που η κυβέρνηση Κυρ. Μητσοτάκη φαίνεται να νοσταλγεί και να παραδειγματίζεται από τέτοιας μορφής μεθόδους πειθούς. Έτσι κι αλλιώς στον σκληρό ιδεολογικό πυρήνα της δεξιάς πάντα ελλόχευε η άκρως αποτελεσματική μέθοδος της πειθούς δια της βίας. Διαχρονικά όταν αδυνατούσε η λεκτική προσπάθεια και όταν τα ρημάδια τα επιχειρήματα της αδυνατούσαν να πείσουν ακόμα και τους πρόθυμους να πειστούν, χρησιμοποιούσε την γνωστή χειρονακτική μέθοδο. Την μέθοδο που με τόσο ζήλο και σύμπνοια χρησιμοποιούν σήμερα τα σώματα ασφαλείας, οι κρατικοί κατασταλτικοί μηχανισμοί, οι λεγεωνάριοι και πραιτοριανοί του καθεστώτος Μητσοτάκη. Με μια διαφορά όμως αυτοί τώρα. Αφού δεν επιθυμούν διακαώς να πείσουν, αλλά να φοβίσουν, να τρομοκρατήσουν, να τσακίσουν την όποια διάθεση για αντίδραση, για αμφισβήτηση. Να τσαλακώσουν ψυχή και νου, να καταδείξουν έμπρακτα με πράξεις και έργα ότι οποιαδήποτε αντίσταση και προβολή μιας άλλης προοπτικής για τη χώρα, είναι εν τη γενέσει της καταδικασμένη.
Η δημοκρατικά σκεπτόμενη κοινωνική και πολιτική πλειοψηφία θα της το επιτρέψει τελικά;