Ριζοσπαστικές αλλαγές εναντίον συνήθειας και διαπλοκής!

Του Δημήτρη Μάρδα,
π. Καθηγητή Τμήματος Οικονομικών Επιστημών, π. Αν. Υπουργού Οικονομικών και Υφ/γού Εξωτερικών

Ό,τι καινοτόμο προτείνεται, αφορίζεται ή τρομάζει ή γίνεται αντικείμενο ειρωνείας από τα άτομα που νιώθουν μια απέχθεια στις δύσκολες αλλά με προοπτική λύσεις και από τους λάτρεις της μιζέριας και της μετριότητας.

Οι εύκολες απαντήσεις στην οικονομία, και όχι μόνο, κατακλύζουν τη ζωή μας με πρωτοστάτες τις πολιτικές μας ηγεσίες. Οι λίγες εξαιρέσεις που υπάρχουν και εκδηλώνονται χρονικά είτε σε μικρές περιόδους της ελληνικής ιστορίας είτε από λίγα άτομα που σκέπτονται διαφορετικά, προσκρούουν στην αντίδραση, τη συνήθεια, το εύκολο χρήμα, το βόλεμα, ακόμη και την κλοπή.  

Μεγαλεπήβολα σχέδια απορυθμίζουν το μουδιασμένο μυαλό όσων πιστεύουν ότι με κάποια μπαλώματα και βελτιώσεις στο βούρκο που κινούμαστε θα σωθούμε… Και πορευόμαστε ικανοποιημένοι, λατρεύοντας ξεπερασμένες και αδιέξοδες πολιτικές.

Η χώρα κατά την περίοδο του 1960-70 ήταν από τις ταχύτερα αναπτυσσόμενες. Βέβαια έστρεψε την προσοχή της σε κλάδους που κατέρρευσαν αργότερα (π.χ. ένδυση) είτε λόγω της δυναμικής που ανέπτυσσε η παγκοσμιοποίηση, είτε λόγω γεωπολιτικών αλλαγών, είτε ακατάλληλης αναπτυξιακής στρατηγικής  είτε λόγω μιας στρεβλής αντίληψης της επιχειρηματικότητας.

Έτσι η αποβιομηχάνιση της χώρας έλαβε μορφή λαίλαπας ιδίως από το 1990 με την ολοκλήρωση της «Ενιαίας Αγοράς» της ΕΕ και την απώλεια της εύκολης λύσης της υποτίμησης-διολίσθησης της δραχμής. Αυτή, μόνο στη βραχυχρόνια περίοδο έδινε μια ανάσα στην ανταγωνιστικότητα της Ελληνικής οικονομίας.

Κυβερνήσεις οδηγούσαν διαχρονικά τη χώρα στον τέλμα της διαφθοράς, εκμεταλλευόμενες από τα μέσα της δεκαετίας του 1980 ως το 2021 έξι πακέτα στήριξης της οικονομίας πολλών δισεκατομμυρίων από την ΕΕ. Αντί να ενισχύσουν την εγχώρια παραγωγή μετέτρεψαν τη χώρα σε ένα μεταπρατικό κέντρο μη δίνοντας την ανάλογη ώθηση στη βιομηχανία όπως ακόμη και σε αυτήν την γεωργία.

Το ίδιο συμβαίνει και με το έβδομο πακέτο στήριξης (2012-27). Η εύκολη λύση που φάνταζε ο τουρισμός κέρδισε έδαφος τις προηγούμενες δεκαετίες αυξάνοντας από την άλλη βέβαια την ευαισθησία της Ελληνικής οικονομίας σε δυσμενείς φάσεις της παγκόσμιας συγκυρίας.

Και ενώ στα τέλη της δεκαετίας του 1980 υπήρχαν ακριβέστατες εκτιμήσεις και δυσμενείς προβλέψεις για την Ελληνική βιομηχανία, που δυστυχώς επιβεβαιώθηκαν (Βλ. European Economy, Special edition, Δεκέμβριος 1992), οι τότε κυβερνήσεις ακόνιζαν τα μαχαίρια τους για να τεμαχίσουν το μπούτι του πρώτου Κοινοτικού Πλαισίου Στήριξης –μετά τα Μεσογειακά Ολοκληρωμένα Προγράμματα– αδιαφορώντας για την τύχη της εγχώριας παραγωγής.

Ουδείς «κωφός» ή αδιάφορος πολιτικός αρχηγός της εποχής εκείνης άκουγε τον κώδωνα τους κινδύνου. Από την άλλη, δε λείπουν και οι… γνήσιοι των… ενδόξων προγόνων μας πολιτικοί που πλούτισαν, μέσα από τη διασπάθιση, αν όχι κλοπή του δημοσίου χρήματος (βλ. για τους προγόνους μας, Κ. Παπαρηγόπουλο, «Ιστορία του Ελληνικού Έθνους», τόμος Ε, κεφάλαιο Β, σελ. 565-566). Απλώς η… αγία  οικογένεια, η αδυναμία ισχυρών εποπτικών-ελεγκτικών δομών του κράτους και ένα σαθρό σύστημα «Πόθεν Έσχες», κάλυπταν όπως και εξακολουθούν να καλύπτουν τον πλουτισμό τους από τη γέννηση του Ελληνικού κράτους. 

Για είκοσι χρόνια η συνολική παραγωγή της χώρας είναι στάσιμη, κάτω από τα 200 δις ευρώ, όταν η Τουρκία έχει υπερδιπλασιάσει το ΑΕΠ της κατά την ίδια περίοδο και οι «καθυστερημένες» χώρες της Κεντρικές και Ανατολικής Ευρώπης κινούνται με γρήγορους βηματισμούς με συνέπεια να βλέπουμε την πλάτη τους. 

Ο μεταπρατικός χαρακτήρας των εκάστοτε κυβερνήσεων εδώ και δεκαετίες, αντανακλάται ακόμη και σε αυτήν την πολιτική της άμυνας. Είτε από λάθος στρατηγική, είτε λόγω της δύναμης της διαφθοράς που διαθέτουν οι ξένοι παραγωγοί πολεμικού εξοπλισμού, είτε για οποιουσδήποτε άλλους λόγους, εγκαταλείφθηκε η αμυντική βιομηχανία με εγκληματικό τρόπο, υπέρ των εισαγωγών. Η Τουρκία όμως μας απειλεί και μας προκαλεί από το 1974 και όχι από πέρσι!