228 χλμ την σήμερον ημέρα δεν είναι τίποτε, ούτε καν τρεις ώρες δρόμος. Κι όμως, τόσο απέχουν στη γειτονική (νότια) Τουρκία το Ιντσιρλίκ (Incirlik) από το Ακούγιου (Akkuyu). Και μπορεί τα δύο παραπάνω τοπωνύμια να είναι από παντελώς άγνωστα έως και ‘‘γλωσσοδέτες’’ για ορισμένους, αλλά στη Γεωπολιτική συνιστούν δύο σημεία που ακτινοβολούν έντονα και παλμικά την, πολλές φορές, τόσο δυσνόητη περιπλοκότητα της αλληλεπίδρασης και πολυμερούς ενεργητικότητας των παγκόσμιων δυνάμεων στη διεθνή πολιτική και διπλωματική κονίστρα.
Καταρχάς, η αεροπορική βάση του Incirlik είναι το εμβληματικό προπύργιο της παρουσίας των ΗΠΑ στην Τουρκία ήδη από την έναρξη του Ψυχρού Πολέμου. Απ’ εκεί επιχειρήθηκαν πάμπολλες αποστολές στρατιωτικής αναγνώρισης και εγχειρήματα αντικατασκοπείας (intelligence operations) ενάντια στην τότε Σοβιετική Ένωση, αλλά και από τη βάση αυτή απογειώνονταν τα αμερικανικά πολεμικά αεροπλάνα κατά την περίφημη πια ‘‘καταιγίδα της ερήμου’’ (σημ. είναι η πασίγνωστη στρατιωτική επέμβαση των ΗΠΑ στο Ιράκ το 1990-91). Σήμερα δε το 68% της ανεφοδιαστικής αεροπορικής υποστήριξης των αμερικανικών δυνάμεων σε Ιράκ και Αφγανιστάν ξεκινά από το Incirlik, που αποτελεί παράλληλα και μεταβατικό σταθμό αμερικανικών στρατευμάτων για στόχους και προορισμούς στην ευρύτερη Μ. Ανατολή.
Το κυριότερο όμως δεδομένο δεν είναι η αξιοπρόσεκτη έκταση της συγκεκριμένης βάσης (13,4 τ. χλμ.), ούτε οι 2.000 μόνιμα εγκατεστημένοι σ’ αυτήν Αμερικανοί στρατιώτες (ο λόγος για την 39η πτέρυγα ‘‘Τιτάνες’’, την 39η ομάδα συστήματος ασφαλείας και την 39η υποστηρικτική ομάδα αποστολών, ίδετε US Air Force, Hans Kristensen and Matt Korda). Το κυριότερο είναι ότι στο αεροπορικό ορμητήριο του Incirlik φυλάσσονται 50 θερμοπυρηνικής βαρύτητας βόμβες, τύπου Β61, γεγονός που μετατρέπει το εν λόγω σημείο, συνδυαστικά με τη βάση radar του Kurecik, που δημιουργήθηκε μόλις το 2012 ως προειδοποιητικό σύστημα για πιθανές επιθέσεις με βαλλιστικούς πυραύλους από το Ιράν στην Ευρώπη, σ’ ένα από τα σπουδαιότερα (αν όχι το σπουδαιότερο) σημεία στρατηγικού ενδιαφέροντος των ΗΠΑ σ’ ολόκληρη τη γεωπολιτική περιοχή.
Από την άλλη πλευρά, στο Akkuyu της επαρχίας Μερσίν της Τουρκίας κατασκευάζεται το πρώτο πυρηνικό εργοστάσιο της χώρας. Μετά τη συμφωνία που υπογράφηκε το 2010 ανάμεσα σε Τουρκία και Ρωσία, η οποία επικυρώθηκε από το Τουρκικό Κοινοβούλιο, θυγατρική της κρατικής ρωσικής εταιρίας ενέργειας ‘‘Rosatom’’, που σε ποσοστό 93% χρηματοδοτεί το έργο, ανέλαβε να κατασκευάσει και λειτουργήσει τέσσερεις μονάδες VVER, ισχύος της καθεμιάς 1.200 Megawatt (σημ. άρα συνολικά το εργοστάσιο θα έχει ισχύ 4.800 MW). H πρώτη μονάδα με βάση τα σχεδιαγράμματα αναμένεται να λειτουργήσει το 2023, αλλά τότε θα είναι μόνο η αρχή, καθώς το συνολικό έργο προβλέπεται ότι θα έχει ορίζοντα 60 ετών με τη δυνατότητα ο ορίζοντας αυτός να επεκταθεί για άλλα 20 χρόνια. Τελικώς, από το εργοστάσιο αναμένεται να παράγεται ετησίως ηλεκτρισμός 35 δισ. KWh (https://www.nsenergybusiness.com/projects/akkuyu-nuclear-power-plant-mersin-turkey/).
Με αυτά τα δεδομένα, το πυρηνικό εργοστάσιο του Akkuyu, με την συνολική ισχύ των 4.800 MW, θα συγκρίνεται άνετα με τα μεγαλύτερα ευρωπαϊκά (το μεγαλύτερο πυρηνικό εργοστάσιο στην Ευρώπη είναι αυτό της Zaporizhia στην Ουκρανία με ισχύ 5.700 MW) και αν αναλογιστεί κάποιος ότι το μεγαλύτερο πυρηνικό εργοστάσιο στον Κόσμο είναι αυτό του Kashiwazaki – Kariwa στην Ιαπωνία, με ισχύ 7.965 MW (https://www.power-technology.com/features/feature-largest-nuclear-power-plants-world/), θα συγκαταλέγεται παγκοσμίως στη διακριτή ομάδα των μεγάλων πυρηνικών μονάδων.
Η Τουρκία, λοιπόν, είναι μια χώρα που αφενός οι Αμερικάνοι έχουν σε έδαφός της διαθέσιμες 50 πυρηνικές βόμβες και αφετέρου οι Ρώσοι χτίζουν μεγάλο πυρηνικό εργοστάσιο. Αυτό το γεγονός αποτελεί από μόνο του ένα ‘‘χτυπητό οξύμωρον’’ της σύγχρονης Γεωπολιτικής, αλλά το κορυφαίο είναι ότι μας ωθεί και προκαλεί να αναλογιστούμε πολλά περισσότερα:
Η Τουρκία είναι η δεύτερη στρατιωτική δύναμη στο ΝΑΤΟ, πίσω από τις ΗΠΑ και ως τέτοια συμμετείχε, όσον αφορά την αεροαμυντική της θωράκιση, στο πρόγραμμα συμπαραγωγής και αγοράς των πολεμικών αεροσκαφών τύπου F-35, αλλά ήταν αυτή που παράλληλα συμφώνησε, όσον αφορά την πυραυλική της ενίσχυση, να προμηθευτεί τα πυραυλικά συστήματα S-400 από τη Ρωσία, για την αγορά των οποίων απειλείται με βαρύτατες κυρώσεις από τους Αμερικανούς.
Κι ενώ οι Ρώσοι σχεδίαζαν και σχεδιάζουν να μετατρέψουν την Τουρκία σε ενεργειακό κόμβο, μέσω των διερχόμενων από τουρκικό έδαφος αγωγών φυσικού αερίου ‘‘Turkish Stream’’ και ‘‘Blue Stream’’, τουρκικός ήταν ο πύραυλος που κατέρριψε το ρωσικό μαχητικό αεροσκάφος Sukhoi SU-24 τον Νοέμβριο του 2015.
Αμερικάνοι και Ρώσοι, λοιπόν, που διατηρούν ‘‘πυρηνικές μονάδες’’ στην Τουρκία, είναι αμφότεροι ‘‘απέναντί’’ της και στο Λιβυκό Ζήτημα. Από τη μια, οι Τούρκοι μετέφεραν από τη Συρία στη Λιβύη 2.000 Σύριους μαχητές για να βοηθήσουν τον ‘‘φίλο’’ τους Al Sarraj, από την άλλη όμως η πορεία του Στρατηγού Khalifa Haftar προς τη Τρίπολη υποστηρίχθηκε και από 600 ρώσους μισθοφόρους της εταιρίας ‘‘Wagner’’! Οι δε ΗΠΑ θεωρούν από την μεριά τους άκυρο το τουρκικό – λιβυκό σύμφωνο για τον καθορισμό των θαλασσίων ζωνών των δύο χωρών, υπέγραψαν συμφωνία αμυντικής συνεργασίας με την Ελλάδα και απειλούν ανοιχτά με κυρώσεις την Τουρκία.
Αλλά δεν χρειάζεται να πάμε πολύ μακριά και πολύ πίσω. Στον εμφύλιο της Συρίας, οι ΗΠΑ που υποστήριζαν τον ‘‘θανάσιμο’’ εχθρό της Τουρκίας, τις κουρδικές δυνάμεις YPG ( δηλ. το κομμάτι του κουρδικού PKK στη Συρία), τις οποίες μάλιστα δυνάμεις χρησιμοποίησαν προς εξουδετέρωση της απειλής του ISIS, δεν ήταν αυτές που απέσυραν τις δικές τους δυνάμεις από τη πολυδοκιμαζόμενη Συρία και στην ουσία ‘‘ευνόησαν’’, αν όχι ‘‘ευλόγησαν’’, τη στρατιωτική εισβολή των Τούρκων στη Συρία τον περασμένο Οκτώβριο;
Μετά την άνω ‘‘απόσυρση’’ των Αμερικανών, δεν ήταν η Ρωσία που βοήθησε τους Τούρκους να διατηρήσουν στην κατοχή τους μια ζώνη 30 χλμ μέσα στο συριακό έδαφος; Κι όμως, η ίδια η Ρωσία βοηθεί τούτες τις μέρες την ανακατάληψη τουρκικών παρατηρητηρίων στη ζώνη αυτή (αναφέρομαι στις μάχες στην περιοχή του Idlib) από τον προελαύνοντα στρατό του Assad!
Σας ακούγονται και σας φαίνονται όλα αυτά μήπως ‘‘παρανοϊκά’’; Μήπως ‘‘ανεξήγητα’’ και ‘‘ανορθολογικά’’; Όχι, έτσι εκτυλίσσονται και αποτυπώνονται σε γεγονότα και πολιτικές και στρατιωτικές πρωτοβουλίες οι συμπεριφορές της λεγόμενης ‘‘γεωπολιτικής ευελιξίας’’ από τους μεγάλους ‘‘παίκτες’’ της Διεθνούς Κοινότητας. Μιας…. ‘‘ευελιξίας’’, που όρια δεν έχει… Και που το γνωρίζει καλά αυτό, πρώτα και πάνω απ’ όλους φαίνεται, ο ίδιος ο Erdogan.
O Erdogan που το 2016 κατηγορούσε ευθέως και ανοιχτά τις ΗΠΑ για την ενορχήστρωση και εκτέλεση του πραξικοπήματος σε βάρος του (https://www.voanews.com/europe/erdogan-accuses-us-political-coup-attempt), ήταν αυτός που δέχθηκε, έμπλεως περηφάνιας, το στομφώδες εγκώμιο του Trump στη σχετικά πρόσφατη συνάντησή τους στην Washington (https://www.youtube.com/watch?v=3phDAVxrTug).
O Erdogan που πριν τρεις μέρες ‘‘έριξε κεραυνούς’’ από το Κίεβο κατά της Ρωσίας λέγοντας πως η Τουρκία δεν αναγνωρίζει την εξόχως ‘‘παράνομη’’ και δια της στρατιωτικής βίας προσάρτηση της πρώην ουκρανικής Κριμαίας στη Ρωσία το 2014 (https://www.rferl.org/a/erdogan-meets-zelenskiy-in-push-to-boost-trade-between-turkey-ukraine/30414090.html), ήταν αυτός ο ίδιος που τον Σεπτέμβριο του 2019 σε τριμερή συνάντηση με τους Putin και Rouhani (αρχηγό του κράτους του Ιράν) προσπάθησε να ‘‘κανονίσει’’ και ‘‘συμφωνήσει’’ το μέλλον της Συρίας και όλης της Μέσης Ανατολής (https://www.aljazeera.com/news/2019/09/erdogan-hosts-putin-rouhani-syria-talks-190916063414345.html), έχοντας πρότερα κινήσει μαζί με τον Ρώσο Ηγέτη την υπό την αιγίδα του ΟΗΕ διεθνή διαδικασία ειρήνευσης στη Συρία (η διαδικασία είναι γνωστή με το προσωνύμιο ‘‘Astana Process’’).
Είναι, συνεπώς, και τα παραπάνω… 228 χλμ, είναι και πολλά άλλα, που δείχνουν σε κάθε σκεπτόμενο ότι η διεθνής διπλωματία και οι διεθνείς σχέσεις αποτελούν πια ένα ‘‘περιπλεγμένο τεράτωμα’’. Τι κάνει, λοιπόν, μια χώρα υπ’ αυτές τις συνθήκες; Παραμένει ‘‘δεδομένη’’ για ένα συμμαχικό block και απολύτως ‘‘προβλέψιμη’’; Ή επιλέγει και δη συγκυριακά την ‘‘ευελιξία’’ των κινήσεων και των γεωπολιτικών συσχετισμών αποφεύγοντας την ‘‘διαρκή προσήλωση’’ στη μια μόνο ‘‘πλευρά του ποταμού’’;
Ο Τούρκος Υπουργός Εξωτερικών, Τσαβούσογλου (Cavusoglu), πάντως λέει ότι η Τουρκία ‘‘δεν διαλέγει’’ συμμαχικά στρατόπεδα και blocks συμπλεόντων συμφερόντων, αλλά και ούτε κάποιος μπορεί να τη ‘‘διαλέξει’’ (https://www.youtube.com/watch?reload=9&v=Wc1e91iDiRw). Οι σχέσεις της Τουρκίας με τις ΗΠΑ δεν αφορούν τη Ρωσία, αλλά και ούτε οι σχέσεις της Τουρκίας με τη Ρωσία αφορούν τις ΗΠΑ.H Τουρκία, έχοντας βαθιά ενσταλαγμένο στην γεωπολιτική της αντίληψη και στρατηγική το αυτοκρατορικό της παρελθόν, λειτουργεί ως αυτόνομος περιφερειακός παράγοντας, που είναι και μέλος του ΝΑΤΟ, και του Συμβουλίου της Ευρώπης, αλλά και του ΟΟΣΑ. Είναι ξεκάθαρο γι’ αυτήν, ότι ο Νεοθωμανισμός της συνιστά και την πηγή παραγωγής της γεωπολιτικής δυναμικής της, αλλά και τον διαμορφωτή, ταυτόχρονα, του πλαισίου της εξωτερικής της πολιτικής.
Ωστόσο, η Ελλάδα είναι βέβαια μια διαφορετική περίπτωση. Ως μέλος του ΝΑΤΟ και της ΕΕ και ακριβώς λόγω αυτού του προκαθορισμένου προσανατολισμού της είναι περισσότερο ‘‘προβλέψιμη’’ από την Τουρκία στη διεθνή πολιτική σκηνή. Θαρρώ, όμως, ότι πιο πολύ και από το ζήτημα κατά πόσο η Ελλάδα θεωρείται και είναι ‘‘δεδομένη’’ και ‘‘αξιόπιστη’’ εταίρος της Δυτικής Συμμαχίας σ’ αυτήν την τερατώδους περιπλοκότητας κονίστρα της διεθνούς διπλωματίας προέχουν τρία θέματα:
Το πρώτο είναι η Ελλάδα να ξέρει τι ακριβώς θέλει. Και για να το ξέρει αυτό, πρέπει να έχει ab initio ορίσει ποιο είναι συγκεκριμένα το ‘‘εθνικό συμφέρον’’ της και να έχει αποκρυσταλλώσει τα μέσα και τους σκοπούς της εθνικής στρατηγικής προς επίτευξη αυτού του ‘‘εθνικού συμφέροντος’’, το οποίο ουσιαστικά αποτελεί οντολογική ιδιωνυμία της παρούσας και μελλοντικής εθνικής μας ύπαρξης.
Το δεύτερο είναι η ετοιμότητά της να βρίσκεται σε συνεχή εγρήγορση, η προδιάθεσή της να έχει πάντα τους ‘‘εθνικούς’’ και ‘‘γεωπολιτικούς’’ της οφθαλμούς ανοιχτούς, διότι μόνο έτσι ‘‘γραπώνονται’’ οι γεωστρατηγικές και πολιτικές ευκαιρίες και, αντιστρόφως, έτσι ‘‘περνούν ξώφαλτσα’’ οι κάθε είδους κίνδυνοι. Ας μη λησμονούμε ότι τα τριμερή σχήματα συνεργασίας (με την Κύπρο και το Ισραήλ, αλλά και με την Αίγυπτο) προέκυψαν λόγω και της επιλογής του Erdogan να συγκρουστεί με το Ισραήλ από το 2010 και να υπονομεύσει την τότε αιγυπτιακή κυβέρνηση, υποστηρίζοντας το κίνημα των ‘‘Αδερφών Μουσουλμάνων’’.
Και το τρίτο είναι η δύναμη και η ικανότητά της να παίρνει αποφάσεις. Αυτό προϋποθέτει αυξημένη εθνική αντιληπτικότητα, διεισδυτική ανάλυση των διαδιεθνικών γεωπολιτικών δεδομένων και συσχετισμών, αλλά και θάρρος για μεγάλα βήματα ή ρίσκα. Και φυσικά ‘‘τιμονιέρη’’ με ηγετική στόφα. Καθότι είναι πλέον αδιαμφισβήτητο, όπως, άλλωστε, εύγλωττα μας υπενθυμίζουν τούτα τα 228 χλμ που ‘‘ενώνουν’’, ή κατ’ άλλους ‘‘χωρίζουν’’, τοIncirlik από το Akkuyu, ότι ζούμε σ’ ένα κόσμο, όπου τίποτε δεν αποκλείεται, αλλά, αντιθέτως, τα πάντα μπορούν να συμβούν.
Κατερίνη, 7/2/2020
ΧΡΗΣΤΟΣ ΓΚΟΥΓΚΟΥΡΕΛΑΣ
ΔΙΚΗΓΟΡΟΣ
LLM IN INTERNATIONAL COMMERCIAL LAW
LLM IN EUROPEAN LAW
Cer. LSE in Business, International
Relations and the political science