Τι είδους γεωπολιτική διακύμανση συνιστούν τα πρόσφατα γεγονότα στο Αφγανιστάν

Παρακολουθώντας με ιδιαίτερο ενδιαφέρον τις νεοπαγείς εξελίξεις στο Αφγανιστάν που οδήγησαν στην ανάληψη της εξουσιαστικής ισχύος στη χώρα αυτή από τους Ταλιμπάν, σκέφθηκα για άλλη μια φορά ότι το διακηρυχθέν το 1992 από τον Francis Fukuyama ‘‘Τέλος της Ιστορίας’’, με την καθολική και εσαεί επικράτηση του δυτικότροπου μοντέλου οργάνωσης των απανταχού συλλογικοτήτων και την τελική νίκη της φιλελεύθερης δημοκρατίας επί Γης, μάλλον ήταν ένας ‘‘σουρεαλιστικός οπτιμισμός’’. Αναρωτήθηκα έτσι, από την άλλη, μήπως τελικά είχε δίκαιο ο Robert Kaplan, συγγραφέας το 1994 του βιβλίου ‘‘Η επερχόμενη αναρχία’’; Βάζω, λοιπόν, τις σκέψεις μου σε μια συλλογιστική δομή, κυρίως με πρόθεση να απαντήσω, ει δυνατόν, στο τι συνιστά γεωπολιτικά η σημερινή κατάσταση στο συγκεκριμένο, ούτως ή άλλως, πολύ ταλαιπωρημένο ασιατικό κράτος.

Η βασική παραδοχή είναι ότι οι Ταλιμπάν αποτελούν ένα φονταμενταλιστικό θρησκευτικό μόρφωμα, με σκοταδιστικές προσεγγίσεις και σοκαριστικές, για εμάς τους Δυτικούς, πρακτικές. Το Αφγανιστάν τυποποιείται και με την ‘‘σφραγίδα’’ της Ιστορίας πλέον ως ‘‘αποτυχημένο κράτος’’ (failed state). Έχοντας μάλιστα διαβάσει πρόσφατα το βιβλίο με τον τίτλο ‘‘Ο στενός διάδρομος’’ (the narrow corridor) των παγκοσμίως γνωστών καθηγητών Daron Acemoglu και James Robinson, θα μπορούσα να χαρακτηρίσω το Αφγανιστάν ως μια χώρα με ‘‘Απόντα Λεβιάθαν’’ (κατά την ορολογία των άνω συγγραφέων), δηλαδή ως μια χώρα με παντελώς απούσα την κρατική μηχανή, στην οποία έχει εξοβελιστεί κάθε έννοια κράτους δικαίου και κάθε πιθανότητα ουσιαστικής εφαρμογής των θεμελιωδών ανθρωπίνων δικαιωμάτων.

Συνεπαγωγικά, η έντονη έως πολύ δηκτική κριτική που ασκείται διεθνώς κατά των ΗΠΑ, του ΝΑΤΟ και της ΕΕ δεν είναι αδικαιολόγητη. Καταρχάς, για τις ΗΠΑ η ‘‘υπόθεση Αφγανιστάν’’ είναι άλλη μια ‘‘τραυματική εμπειρία’’ (πολλοί μάλιστα ήδη κάνουν συγκρίσεις με την αποχώρηση των Αμερικανών από το Βιετνάμ) που ‘‘γεννά’’ αμφισβήτηση του οικουμενικά ηγεμονικού τους ρόλου και κυρίως σοβαρές ερωτήσεις σχετικά με την αξιοπιστία τους απέναντι στους συμμάχους τους. Η αμερικανική κοινωνία βέβαια είχε κουραστεί με το ζήτημα των εξωχώριων δραστηριοτήτων των ΗΠΑ και η έντονη πολιτική δυσφορία της μεταφράστηκε στη ξεκάθαρη διατύπωση στην αμερικανική πολιτική σκηνή του διλήμματος αν οι ΗΠΑ πρέπει να αναδιατάξουν και αναδιαμορφώσουν τη δική τους πολιτικοοικονομική πραγματικότητα ή αν θα συνεχίσουν να αναλώνονται σε εξαιρετικά κοστοβόρους και αμφίβολης αποτελεσματικότητας παρεμβατικούς τακτικισμούς και ‘‘περιπέτειες’’ όπου Γης στο όνομα μιας παγκόσμιας τάξης πραγμάτων που είναι δύσκολο, αν όχι ανέφικτο, να επιβληθεί δια της στυγνής (στρατιωτικής βασικά) επιβολής(;). Ο Πρόεδρος Biden, λοιπόν, έδειξε ότι είχε σαφή απάντηση στο ερώτημα αυτό αφού τα γεγονότα δεν αφήνουν περιθώρια για ερμηνευτικές εναλλακτικές. Ο διακηρυχθείς από τις ΗΠΑ ‘‘πόλεμος’’ της δυτικής δημοκρατίας κατά του δεσποτισμού και της πολιτειακής αυταρχικότητας είναι πια φανερό ότι εστιάζει στην αντιμετώπιση της Κίνας, στο πεδίο δηλαδή όπου πρόκειται να εκδηλωθεί ένας σκληρός ανταγωνισμός που θα γράψει την Παγκόσμια Ιστορία τουλάχιστον του πρώτου μισού αυτού του αιώνα.

Δευτερευόντως, η ΕΕ, για μια ακόμη φορά, απροκάλυπτα αρκείται, ίσως και ένεκα της δομικής μορφογένεσής της, στον ρόλο του ‘‘εταίρου ήπιας επιρροής’’, δρώντας βασικά στο συμφεροντολογικό υπόβαθρο των μεγάλων κρατών μελών της -και άρα πολιτικώς κατακερματισμένα και σε καμία περίπτωση ως ‘‘ενιαίο μέτωπο’’ και δια κοινού πολιτικού προγραμματισμού- με μοναδικό στόχο την αποφυγή εισδοχής μεταναστών στα ευρωπαϊκά εδάφη. Η Δύση ολάκερη, πάντως, του ΝΑΤΟ μη εξαιρουμένου, ‘‘χρεώνεται’’ το γεγονός ότι επέτρεψε ή και ευνόησε με τη συμπεριφορά της η υποβόσκουσα διαφθορά της κυβέρνησης του Αφγανιστάν να μετατραπεί σε μόνιμη εσωτερική πραγματικότητα και διεθνή εικόνα της χώρας αυτής.

Το Αφγανιστάν, συνεπώς, είναι αυτό καθεαυτό ένα υπαρκτό και ολοζώντανο ‘‘μάθημα Ιστορίας’’ για τη διεθνή Κοινότητα σύμφωνα με το οποίο η πολισχιδία  και ποικιλομορφία είναι τελικά η επικρατούσα νόρμα όσον αφορά τη θεσμική, κοινωνική και βεβαίως πολιτειακή οργάνωση των συλλογικοτήτων της Υφηλίου. Έτσι, το πρότυπο της δυτικής δημοκρατίας δεν μπορεί να επιβληθεί οπουδήποτε στον Κόσμο, διότι οι δομικοί παράγοντες κάθε πολιτικής και κοινωνικής πραγματικότητας, οι ιδιαιτερότητες κάθε κράτους ως προς τη νοοτροπία και την κουλτούρα, οι ιστορικές καταβολές του και τα ιδιαίτερα ανθρωπογεωγραφικά δεδομένα είναι οι αποφασιστικές παράμετροι που καθορίζουν κατά πόσο ένα κράτος κινείται και θα κινηθεί στον ‘‘στενό διάδρομο’’ της δημοκρατίας, όπως οι άνω πολιτικοί επιστήμονες τον ορίζουν.  

Ο μεγαλύτερος, όμως, προβληματισμός είναι περί με τα ‘‘γεωπολιτικά επέκεινα’’. Αναμφισβήτητα, η ανατροπή της κυβέρνησης στο Αφγανιστάν και η ανάληψη της εξουσίας από τους Ταλιμπάν συνιστά μια ‘‘γεωπολιτική διακύμανση περιφερειακού βεληνεκούς’’. Αλλά το ζήτημα είναι, από εδώ και πέρα, τι είδους διακύμανση είναι τούτη. Οι σχέσεις των Ταλιμπάν με την ‘‘al-Qaida’’ προκαλούν φόβους και παράγουν πολιτικές προφητείες που λένε ότι το Αφγανιστάν θα μετατραπεί σε εκκολαπτήριο ή καταφύγιο της διεθνούς τρομοκρατίας, η οποία ενδέχεται να λάβει ανεξέλεγκτες διαστάσεις δεδομένου ότι το καθεστώς των Ταλιμπάν στηρίζει ανοικτά μια πυρηνική δύναμη της περιοχής, το Πακιστάν, επί του οποίου δεν ασκούν καμία σχεδόν διπλωματική επήρεια οι ΗΠΑ. Οι φόβοι αυτοί αναδεικνύουν, επομένως, το δυνητικό σενάριο, η προκύψασα κατάσταση στο Αφγανιστάν να μετουσιωθεί πρακτικά σε ‘‘κοιτίδα’’ σοβαρών διαδιεθνικών κλυδωνισμών και γεωπολιτικής αστάθειας.

Η άποψη μου είναι ότι δεν πρόκειται να επαληθευτεί όλο το φάσμα των προβλεπόμενων ή θρυλούμενων δυσμενών επιπτώσεων και ότι μάλλον δεν αναμένεται γενικότερη, δριμείας έντασης, αναστάτωση στο ευρύτερο γεωπολιτικό σκηνικό. Το Αφγανιστάν είναι μια περίκλειστη χώρα (landlocked country), τοποθετημένη γεωγραφικά ανάμεσα σε περιφερειακούς κολοσσούς, δομικώς χαοτική, που δύσκολα όμως θα ‘‘εξάγει’’ τη συστατική αστάθεια του. Η ισορροπία στη χώρα, μετά την προφανή ανατάραξη που προξενεί η ανάληψη των ηνίων της από τους Ταλιμπάν, θα εξαρτηθεί από τις διαπραγματεύσεις που οι ενδιαφερόμενες περιφερειακές δυνάμεις θα διεξάγουν με τους νέους ‘‘κλειδοκράτορες’’ της χώρας και θα διαμορφωθεί από το αποτέλεσμα που θα έχουν τούτες οι διαπραγματεύσεις. Οι Ταλιμπάν γνωρίζουν καλά ότι και θα εδραιώσουν την εξουσία τους αλλά και δεν θα κινδυνέψουν να ανατραπούν από εξωτερική παρέμβαση, στο πλαίσιο της οποίας περιλαμβάνεται ακόμα και μια στρατιωτική εισβολή ξενικών δυνάμεων, αν συμφωνήσουν και διασφαλίσουν στους περιφερειακούς παίκτες, και κυρίως φυσικά στην Κίνα και στη Ρωσία, όσα αυτές θα προτάξουν ως κεντρικές βουλητικές επιδιώξεις τους. Ξέρουν δε ότι η ηγεμονία τους δεν θα αμφισβητηθεί και από το συνορεύον μεγάλο ισλαμικό κράτος της περιοχής, το Ιράν, με το οποίο έχουν καλές σχέσεις. Με το Ιράν βέβαια, παρεμπιπτόντως, δεν τους ενώνει η θρησκευτική ομοδοξία (σουνίτες κατά βάση οι Ταλιμπάν, σιίτες οι Ιρανοί) αλλά η κοινή απέχθεια προς τις ΗΠΑ. Πολύ περισσότερο, οι Ταλιμπάν ξέρουν ότι μπορούν να στηριχθούν στο φίλα προσκείμενο Πακιστάν.

Από την άλλη πλευρά, τόσο η Κίνα όσο και η Ρωσία διαθέτουν αμφότερες πολιτειακές δομές ισχυρού δεσποτισμού και μάλλον δεν θέτουν ούτε πρόκειται να θέσουν, μετά την έλευση των πρώτων στιγμών νηνεμίας και την απομάκρυνση όσων είναι να απομακρυνθούν από το Αφγανιστάν, ως άμεση στρατηγική προτεραιότητά τους την επάνοδο της χώρας αυτής σε έστω κάποια μορφή ‘‘δημοκρατικής τάξης και πολιτικής ελευθερίας’’. Άρα δεν έχουν λόγο να ‘‘εισβάλλουν’’ ή να επιχειρήσουν ανατρεπτικές τομές στο Αφγανιστάν, αναλώνοντας χρόνο, χρήμα και ενεργητικό κεφάλαιο από τη διεθνή δυναμική τους, ειδικά αν ικανοποιηθούν σε σημαντικό βαθμό ζωτικής φύσης συμφέροντα τους. Πολύ περισσότερο, αυτή η θρυλούμενη ανατάραξη του ευρύτερου γεωπολιτικού σκηνικού στο Αφγανιστάν είναι απίθανο να έχει ως ‘‘εξαγωγικό προορισμό’’ την Κίνα και τη Ρωσία, διότι είναι πολύ δύσκολη η προς τα εκεί ‘‘εξαγωγή’’ σκληροπυρηνικού ισλαμικού φανατισμού και τρομοκρατίας εκπορευόμενης από τη θεοκρατική κοσμοθεωρία στην οποία αυτός ο φανατισμός στηρίζεται. Την ‘‘εξαγωγή’’ αυτή δεν την ευνοεί η γεωγραφία, δεν μπορεί να την ανεχθεί ο περιφερειακός περίγυρος, την αποδυναμώνει το οικονομικό παίγνιο της περιοχής, την ‘‘καταπίνει’’ το σκληρό προφίλ και η δομική ιδιαιτερότητα των πολύ μεγάλων δυνάμεων της ευρύτερης γεωγραφικής ζώνης (μεταξύ αυτών ας μην το λησμονούμε είναι και η Ινδία βεβαίως).

Αρχικά, λοιπόν, η Κίνα, μην ‘‘πειράζοντας’’ τους Ταλιμπάν, θα επιδιώξει τρεις στόχους: Πρώτον, να εκμεταλλευτεί όσο γίνεται, ερχόμενη σε συμφωνίες με το νεότευκτο καθεστώς, τον φυσικό ορυκτό πλούτο της χώρας (που κατά δήλωση τέως Υπουργού της ανέρχεται στα 3 τρισ. δολάρια (https://www.reuters.com/world/asia-pacific/what-are-afghanistans-untapped-minerals-resources-2021-08-19/) και να ενσωματώσει αρμονικά το Αφγανιστάν στο δίκτυο του περίφημου Δρόμου του Μεταξιού (Belt and Road Initiative). Δεύτερον, η Κίνα, αντανακλαστικά μπορεί να ασκήσει περισσότερη πίεση πλέον στην εθνοτική και θρησκευτική (δηλ. μουσουλμανική) μειονότητα των Ουϊγούρων στην επαρχία Xinjang για να περάσει το μήνυμα όχι μόνο στον ηγέτη των Ταλιμπάν Mullah Abdul Ghani Baradar αλλά πανταχόθι διεθνώς ότι δεν ανέχεται θρησκευτικού τύπου εξάρσεις, πολύ περισσότερο θρησκευτικής τελολογίας τρομοκρατικές κινήσεις στα εδάφη της. Και τρίτον, θα προσπαθήσει να καλλιεργήσει βέβαια παγκοσμίως το ‘‘αφήγημα της αμερικανικής παρακμής’’, όπως πιθανώς (κατά τους Κινέζους) μπορεί να ερμηνευτεί η απόσυρση των ΗΠΑ από την περιοχή.

Κατά δεύτερον, οι Ρώσοι μόλις τον προηγούμενο μήνα από την κατάληψη της χώρας από τους Ταλιμπάν, προβλέποντας (εύστοχα όπως αποδείχθηκε) το άμεσο μέλλον, δέχθηκαν αντιπροσωπεία των Ταλιμπάν στη Μόσχα. Για αυτό ήδη προετοιμάζουν την ισχυροποίηση της παρουσίας και του γεωπολιτικού αποτυπώματός τους στην περιοχή. Ρωσικές δυνάμεις στα μέσα Αυγούστου έλαβαν μέρος σε κοινές στρατιωτικές ασκήσεις με δυνάμεις του Ουζμπεκιστάν και του Τατζικιστάν στα σύνορα του Αφγανιστάν ενώ η ρωσική αεροπορική βάση στο Κιργιστάν αποτελεί εφαλτήριο για τον δια αέρος έλεγχο όλης της περιοχής. Αν και λοιπόν, η μνήμη της οδυνηρής απόσυρσης των ρωσικών στρατευμάτων από το Αφγανιστάν το 1989 δεν έχει ξεθωριάσει, οι εξελίξεις στην περιοχή και η αποχώρηση των Αμερικανών προσφέρουν περισσότερες ‘‘γεωπολιτικές αναπνοές’’ στη Ρωσία και τη δυνατότητα να διακοινώσει το μήνυμα (προς Ουκρανία μεριά) ότι οι ΗΠΑ εγκαταλείπουν τους συμμάχους τους και δεν είναι σταθεροί αρωγοί κανενός.

Τέλος, η Τουρκία, εκμεταλλευόμενη τη δεδομένη επιρροή που έχει το φίλιο προς αυτήν Κατάρ στους Ταλιμπάν, θα προσπαθήσει να αποκτήσει νέες ‘‘διαπραγματευτικές μετοχές’’, πρακτικά δηλαδή να επιτύχει την αναβάθμιση της διαπραγματευτικής της ισχύος, (φρονώ) λειτουργώντας ταυτόχρονα και παράλληλα και ως ειδικός τοποτηρητής αλλά και ως διαχειρίστρια μεταναστευτικών ροών,  έτσι ώστε να ωθήσει τις ΗΠΑ και την ΕΕ σε αποφάσεις που τουλάχιστον θα ικανοποιούν ένα σημαντικό μέρος των δικών της βουλητικών αιτημάτων και γενικότερων στρατηγημάτων σε πεδία γεωπολιτικής σχηματοποίησης που σαφώς την ενδιαφέρουν και την ‘‘πονούν’’ περισσότερο, ήτοι τόσο στο Αιγαίο και στην Ανατολική Μεσόγειο όσο και στην προοπτική ‘‘απονεύρωσης’’ της δυναμικής ανεξαρτητοποίησης των Κούρδων. Αυτή είναι μια πιθανολογική εξέλιξη την οποία αναμφισβήτητα πρέπει να έχει υπόψη του (και) ο ελληνικός διπλωματικός σχεδιασμός, που στην ουσία είναι η ‘‘μήτρα’’ της άσκησης της εξωτερικής πολιτικής μας.

Τι συμβαίνει, συνεπώς, αν ευσταθούν οι παραπάνω σκέψεις; Αν (δεδομένα) δεν ήρθε το ‘‘τέλος της Ιστορίας’’, όπως το εννοούσε ο Fukuyama, μήπως επιβεβαιώνεται τελικά ο Robert Kaplan με το ‘‘Coming Anarchy’’; Νομίζω πως μάλλον όχι. Το αποτυχημένο κράτος του Αφγανιστάν ή το κράτος με τον ‘‘Απόντα Λεβιάθαν’’, κατά τους Acemoglu και Robinson, είναι και θα είναι, άγνωστο για πόσο, ακόμα και στους ίδιους τους Αφγανούς, μια σημαντική πηγή χωρικού χάους και γεωπολιτικής αστάθειας, με σαφώς αρνητικές λειτουργικές παρενέργειες (πχ το 80% της παγκόσμιας προμήθειας ηρωίνης ξεκινά από το Αφγανιστάν, carnegieendowment.org, Afghanistan under Taliban, 18-8-2021)  αλλά δεν πρόκειται να ‘‘ανατινάξει’’ το παγκόσμιο σύστημα και να ξεριζώσει συθέμελα τις γεωπολιτικές νόρμες. Πολλά θα εξαρτηθούν από την πολιτική επανατοθέτηση των Αμερικανών ή τη, σε δεύτερο πλάνο, αντίδραση τους αλλά εικάζω ότι οι Αμερικανοί στις δικές τους διαπραγματεύσεις με τους Ταλιμπάν μάλλον θα κοιτάξουν μόνο να ‘‘εξασφαλίσουν’’, τρόπο τινά, την ‘‘αποφυγή εχθρικής ενέργειας’’ από αυτούς σε αμερικανικό έδαφος. Και θα προσηλωθούν αλλού, δηλαδή, όπως έγραψα και παραπάνω, στον υπέρ πάντων αγώνα κατά της Κίνας. Υπό όλα τα ανωτέρω, θαρρώ ότι η ανάληψη της διακυβέρνησης του Αφγανιστάν από τους Ταλιμπάν, ως πραγματικό γεγονός, πέραν από τις όποιες δυσμενείς συνέπειες έχει για την εικόνα και τις αξίες της Δύσης σε επίπεδο εντυπώσεων, συνιστά μια δυνητικά ‘‘ελεγχόμενη’’ και ‘‘μεσαίας κλίμακας’’ ‘‘γεωπολιτική διακύμανση’’ στο ευρύτερο περιφερειακό πλαίσιο και στον Ιστορικό Χρόνο που αφορά το πλαίσιο αυτό.

Κατερίνη, 1/9/2021

ΧΡΗΣΤΟΣ ΓΚΟΥΓΚΟΥΡΕΛΑΣ

ΔΙΚΗΓΟΡΟΣ

LLM IN INTERNATIONAL COMMERCIAL LAW

LLM IN EUROPEAN LAW

Cer. LSE in Business, International

 Relations and the political science