Η κρίση που φέρνει στην Ευρωπαϊκή Ένωση (ΕΕ), στη ζώνη του ευρώ και στις οικονομίες των κρατών μελών (κ-μ) η πανδημία του κορωνοϊού είναι όχι απλά ορατή και επιβεβαιώσιμη, αλλά βαθαίνει όλο και πιο πολύ. Και όσο βαθαίνει, τόσο διχάζει. Η πρόταση – έκκληση 9 κ-μ στην πρόσφατη (26/3) συνεδρίαση του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου για έκδοση ευρωομολόγου, κατόπιν πρωτοβουλίας των σκληρότερα δοκιμαζόμενων χωρών, ήτοι της Ιταλίας και Ισπανίας, στην οποία συνηγόρησε βεβαίως και η Ελλάδα, μπορεί μεν να προβάλλεται ως μια συλλογική και ενιαία απάντηση στα τωρινά και μελλούμενα δεινά της παρούσης κρίσης αλλά ήδη προσκρούει στις σφοδρές, στερεότυπες αντιδράσεις του συσπειρώματος των χωρών του Ευρωπαϊκού Βορρά. Και τούτο, διότι αυτού του είδους η προτεινόμενη ολιστική ‘‘απάντηση’’ στην κρίση συνεπάγεται πρακτικά την αμοιβαιοποίηση των χρεών (debt mutualization) στην ΕΕ και στη ζώνη του ευρώ.
Το Ευρωομόλογο προτείνεται να εκδοθεί από ένα ενωσιακό θεσμικό όργανο που θα επιχειρήσει έτσι να αντλήσει ρευστότητα από τις διεθνείς αγορές κεφαλαίου στην ίδια βάση και προς όφελος όλων των κ – μ. Επειδή όμως το χρηματοδοτικό αυτό εργαλείο θα είναι κοινό, για την αποπληρωμή των δανειστών, δηλαδή των αγοραστών των ομολόγων, κατά τη λήξη των τελευταίων, θα ευθύνεται καθολικά, άμεσα και ανεπιφύλακτα ο εκδότης ενωσιακός θεσμικός φορέας και όχι τα κ-μ που θα έχουν επωφεληθεί από τη ρευστότητα. Συνεπώς, στην πράξη, δεδομένου ότι εγγυητές των ευρωομολόγων θα είναι όλα τα κ-μ της ευρωζώνης, η έκδοση των ομολόγων αυτών θα σημαίνει την σύναψη εγγύησης απ’ όλα τα κ-μ της ευρωζώνης ακόμα και για τα ευρισκόμενα σε οικονομική αδυναμία δανειοδοτούμενα κ-μ. Έτσι, για παράδειγμα, η Γερμανία θα κληθεί να εγγυάται για χρέη της Ιταλίας ή της Ελλάδας, καθώς το ευρωομόλογο αποτελεί συνευθύνη και αλληλεγγύη στο χρέος. Όπως δε είναι κρυστάλλινα αντιληπτό, κάτι τέτοιο θα το λάτρευαν οι επενδυτές ομολόγων, ήτοι οι απανταχού ανά τον κόσμο ιδιώτες (και μη) δανειστές. Το ευρωομόλογο θα ήταν η απόλυτη και ιδεατή κατασφάλισή τους.
Δεν είναι καθόλου τυχαίο, λοιπόν, που από το block του Βορρά πρώτη και καλύτερη η Καγκελάριος Merkel έσπευσε να απορρίψει (προς το παρόν, τουλάχιστον) την πρόταση, χαρακτηρίζοντάς την ως ‘‘μη ρεαλιστική’’ και παραπέμποντας παράλληλα τα αναζητούντα κεφάλαια -και δη απεγνωσμένα λόγω των δαπανών της κρίσης- κ-μ στον Ευρωπαϊκό Μηχανισμό Σταθερότητας (ESM), που είναι ‘‘εργαλείο κατάλληλο για κρίσεις’’.
Και δεν είναι καθόλου τυχαία η συγκεκριμένη γερμανική στάση, διότι απλά είναι μια ab initio πάγια και απαράλλακτη (μέχρι τώρα) προϋπόθεση της γερμανικής συμμετοχής στο ευρωπαϊκό οικοδόμημα. 22 ολόκληρα χρόνια πριν από σήμερα, όταν ‘‘γεννιόταν’’ το ευρώ, ο τότε Γερμανός Καγκελάριος, Helmut Kohl, θιασώτης της ΕΕ και του ευρώ, διαβεβαίωνε το γερμανικό Κοινοβούλιο (Bundestag) ότι ρητός όρος εγκατάλειψης του μάρκου (DM) από την πλευρά της χώρας του (και προσχώρησης στη ζώνη του ευρώ) ήταν η συμπερίληψη στο πρωτογενές ενωσιακό δίκαιο της ρήτρας της μη αμοιβαιοποίησης των χρεών (Schuldmutualisierung) των κ-μ και της μη διάσωσης τους από τα χρέη αυτά (Συνεδρίαση του Γερμανικού Κοινοβουλίου της 23-4-1998, Helmut Kohl: Meine Damen und Herren, nach der vertraglichen Regelung gibt es keine Haftung der Gemeinschaft für Verbindlichkeiten der Mitgliedstaaten und keine zusätzlichen Finanztransfers).
Η έχουσα υψηλή πιστοληπτική ικανότητα Γερμανία γνωρίζει ότι αν αναγκαστεί να εγγυηθεί, μέσω της έκδοσης ευρωομολόγων, και για κ-μ της ΕΕ με χαμηλή πιστοληπτική ικανότητα, άρα δηλαδή για σαφώς πιο αφερέγγυα απ’ αυτήν κράτη, ενδέχεται σοβαρά να αυξηθεί και το δικό της κόστος δανεισμού, αλλά και να υποβαθμιστεί η δική της πιστοληπτική αξιοπιστία. Γι’ αυτό και οι Γερμανοί παραπέμπουν στον μονομερή δανεισμό και στα μέχρι τώρα ‘‘ειωθότα για τις κρίσεις’’ (Τον Αύγουστο του 2012 κ-μ και ΕΚΤ είχαν συνεισφέρει στα έξι πληττόμενα κράτη GIPSIC 1,339 τρισεκατομμύρια ευρώ, H. W. Sinn, The Eurotrap, 21). Γι’ αυτό και ο Υπουργός Οικονομίας, Peter Altmaier, προσομοιάζει τη συζήτηση για τα ευρωομόλογα με συζήτηση – φάντασμα (Gespenster Debatte https://www.handelsblatt.com/politik/deutschland/interview-wirtschaftsminister-altmaier-die-diskussion-ueber-euro-bonds-ist-eine-gespensterdebatte/25672030.html?ticket=ST-710249-icbYyVl0cgSliOs36ru2-ap1).
Αυτό όμως που γνωρίζει καλύτερα η Γερμανία και οι φίλιες σ’ αυτήν δυνάμεις είναι το τι ακριβώς λέει το άρθρο 125 της Συνθήκης για τη λειτουργία της ΕΕ (ΣΛΕΕ), στο οποίο αποκρυσταλλώνεται η διαβόητη ‘‘ρήτρα μη διάσωσης’’ (non bail-out clause): Η Ένωση δεν ευθύνεται για τις υποχρεώσεις που αναλαμβάνουν οι κεντρικές κυβερνήσεις, οι περιφερειακές, τοπικές ή άλλες δημόσιες αρχές, άλλοι οργανισμοί δημόσιου δικαίου ή δημόσιες επιχειρήσεις των κ-μ, ούτε τις αναλαμβάνει. Κανένα κ-μ δεν ευθύνεται για τις υποχρεώσεις που αναλαμβάνουν οι κεντρικές κυβερνήσεις, οι περιφερειακές, τοπικές ή άλλες δημόσιες αρχές, άλλοι οργανισμοί δημόσιου δικαίου ή δημόσιες επιχειρήσεις άλλου κ-μ.
Μάλιστα το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΔΕΕ) επιβεβαίωσε τα συμπεφωνημένα στις Συνθήκες με τη νομολογία του κατά την περίοδο της οικονομικής κρίσης της περασμένης δεκαετίας. Καταρχάς, στην απόφαση – σταθμό σχετικά με τον ESM, στην υπόθεση ‘‘Pringle’’ (C-370/12), τόνισε ότι η ΣΛΕΕ δεν απαγορεύει την παροχή χρηματοδοτικής στήριξης εκ μέρους ενός ή περισσοτέρων κ-μ σε ένα ή περισσότερα κ-μ, αλλά προϋποθέτει απαρέγκλιτα ότι αυτά τα κ-μ εξακολουθούν να ευθύνονται για τις υποχρεώσεις τους έναντι των πιστωτών για τη λαμβανόμενη οικονομική αρωγή ή διευκόλυνση, η οποία πάντως πρέπει να είναι τέτοιας φύσεως, ώστε να ωθεί αυτά τα κ-μ στην εφαρμογή υγιούς δημοσιονομικής πολιτικής. Η δε παροχή βοήθειας από τον ESM σε κ-μ, με τη μορφή δανείου, ουδόλως σημαίνει ότι αναλαμβάνει ο ευρωπαϊκός θεσμός το χρέος του δανειοδοτούμενου κ-μ, το οποίο εξακολουθεί να ευθύνεται έναντι όλων των πιστωτών του.
Στην δε απόφαση του στην υπόθεση Gauweiler (C- 62/14), σχετικά με τη νομιμότητα των οριστικών νομισματικών συναλλαγών (Outright Monetary Transactions – OMT), υπενθύμισε ότι το ενωσιακό δίκαιο απαγορεύει στην ΕΚΤ και το ΕΣΚΤ (Ευρωπαϊκό Σύστημα Κεντρικών Τραπεζών) τις υπεραναλήψεις ή οποιουδήποτε άλλου είδους πιστωτικές διευκολύνσεις προς τις αρχές και τους οργανισμούς δημοσίου δικαίου της Ένωσης και των κρατών μελών, καθώς και την απευθείας αγορά χρεογράφων από τους οργανισμούς ή τους φορείς αυτούς, δεδομένου ότι απαγορεύεται η χρηματοδότηση της νομισματικής πολιτικής στην Ένωση (αρ. 123 ΣΛΕΕ).
Οι ‘‘Βόρειοι’’, λοιπόν, στη σύμπραξη των οποίων προεξέχουν οι Γερμανοί βεβαίως, έχουν με το μέρος τους και το δίκαιο των ‘‘γενετικών’’ ευρωπαϊκών Συνθηκών, που περιλαμβάνει και το ‘‘συντεταγμένο δίκαιο των οικονομικών καταστάσεων ανάγκης’’, αλλά και την κρίσιμη νομολογία του ΔΕΕ. Πιο απλά, βασίζουν τους ισχυρισμούς τους στους (πανευρωπαϊκούς) ισχύοντες ‘‘κανόνες του παιχνιδιού’’. Και είτε νομίζοντας κανείς ότι ενεργούν δια του επιδεικτικού κουνήματος του δακτύλου, είτε επιχειρηματολογώντας μειλίχια, σ’ αυτούς τους ‘‘κανόνες’’ πάντως παραπέμπουν άπαντες.
Ωστόσο, καθότι η ΕΕ και η ευρωζώνη αντιμετωπίζει ήδη ένα κολοσσιαίο, συμμετρικό εξωγενές shock, για το οποίο δεν φέρει ευθύνη καμία χώρα, σφόδρα αμφισβητείται αν το ζήτημα εν προκειμένω αφορά το ποιοι είναι οι ‘‘κανόνες του παιχνιδιού’’, το ποιους αυτοί ‘‘συμφέρουν’’ και ποιους όχι, ή ίσως το τι ακριβώς αυτοί προβλέπουν και επιτάσσουν.
Έτσι, η Πρόεδρος της ΕΚΤ, Christine Lagarde, χαρακτήρισε τον παρόντα οικονομικό ανεμοστρόβιλο ως κρίση επικών διαστάσεων, που δεν συγκρίνεται μ’ αυτήν που ξέσπασε το 2008, αντιλαμβανόμενη ταυτόχρονα την οξεία αναγκαιότητα και της οικονομικής ενοποίησης στην ΕΕ αλλά και του κεντρικού ελέγχου (από την ίδια την ΕΚΤ) των οικονομιών που εμφανίζουν αδυναμία να αντιμετωπίσουν χρέη και ελλείμματα. Ενώ ο Γάλλος Πρόεδρος, Emmanuel Macron, στην δική του παρέμβαση, προειδοποίησε για την ύπαρξη επιθανάτιου ρόγχου στο ευρωπαϊκό εγχείρημα.
Αλλά και ο πρώην Πρόεδρος της ΕΚΤ, Mario Draghi, δεικνύοντας την πολυετή πείρα του και τη σοφία του περί των ευρωπαϊκών θεμάτων, υποστήριξε ότι, επειδή το shock που αντιμετωπίζει η ΟΝΕ δεν είναι κυκλικό, το δημόσιο χρέος πρέπει να αυξηθεί κατ’ απορρόφηση του χρέους και του ιδιωτικού τομέα και δη ότι την ευθύνη και τον επωμισμό της αποπληρωμής του θα πρέπει να τον έχει η ίδια η ΕΕ συλλογικά. Κι αυτή η ρότα είναι όχι μόνο η προτιμότερη, αλλά και αναγκαία, διότι η μόνιμη καταστροφή της παραγωγικότητας του ιδιωτικού τομέα στα κ-μ και η εξ’ αυτού του λόγου πνιγηρή συρρίκνωση και του δημοσιονομικού τους χώρου θα φέρει οικονομικό όλεθρο. Το κόστος του δισταγμού, προειδοποίησε, θα είναι μη αναστρέψιμο και ο τελικός σκοπός της ΕΕ, η ευρωπαϊκή ολοκλήρωση, θα καταντήσει όχι απλά ‘‘όνειρο’’ απατηλό, αλλά καταγέλαστο.
Όπως και να έχει πάντως, για το ευρωομόλογο θα απαιτηθεί η αναθεώρηση της ΣΛΕΕ και δη κατά τη συνήθη διαδικασία του άρθρου 48 της Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση (ΣΕΕ), που εδώ είναι η εφαρμοστέα αντί της απλοποιημένης αναθεωρητικής διαδικασίας, διότι με μια πιθανή έκδοση του ευρωομολόγου (που θα αναλάβει να πραγματοποιεί ένα θεσμικό ενωσιακό όργανο) προφανώς διευρύνονται οι αρμοδιότητες της Ένωσης.
Μετά απ’ όλα τα παραπάνω, ακολουθώντας κάποιος το πολύτιμο σκεπτικό και την εκπηγαζόμενη απ’ αυτό φρασεολογία του ‘‘δασκάλου’’ Ευάγγελου Βενιζέλου (ίδετε το άρθρο του: ‘‘Πανδημία, θεμελιώδη δικαιώματα και δημοκρατία’’), κατανοεί ότι σήμερα το πραγματικό και θεμελιώδες για το ίδιο το υπαρκτικό μέλλον της ΕΕ δίλλημα είναι αν η Ένωση θα διαβεί από ‘‘συντεταγμένο δίκαιο της ανάγκης’’ (δίκαιο που ήδη είναι ενσωματωμένο στην ενωσιακή έννομη τάξη και σ’ αυτό παραπέμπει η ομάδα των ‘‘Βορείων’’) σε ένα κατεξοχήν, με τη υιοθέτηση του ευρωομολόγου, ‘‘συντακτικό δίκαιο της ανάγκης’’, δηλαδή στη θέσπιση μιας νέας, ελέω των τωρινών συνθηκών, κανονιστικής πραγματικότητας στην ενωσιακή οικονομική διακυβέρνηση, κανονιστικής πραγματικότητας που θα εκφράζεται πια και σε επίπεδο πρωτογενούς (δηλαδή ανώτατου) δικαίου.
Ενόψει δε αυτού του πιεστικού, ‘‘ιστοριογενούς’’ διλήμματος, η πανευρωπαϊκή αναμονή εστιάζεται στο κεντρικό, ζωτικό ερώτημα αν, κατά παράφραση της φράσης του Κικέρωνα ‘‘Salus populi suprema lex esto’’ (η σωτηρία του λαού ας είναι ο υπέρτατος νόμος), θα επικρατήσει τελικά στην ΕΕ το ρητό ‘‘Salus Unione Europea suprema lex esto’’ (η σωτηρία της ΕΕ – άρα και των κρατών μελών της – ας είναι ο υπέρτατος ευρωπαϊκός νόμος). Ή αν οι ζυμώσεις στο θεσμικό ευρωπαϊκό ‘‘εργαστήρι’’ που η, ένεκα της πανδημίας, νέα κρίση έχει ‘‘στήσει’’, θα παράξουν ως ‘‘ιστορικό εύρημα’’ μετά από μια εμμονή στη μη αμοιβαιοποίηση των χρεών, τις διασπαστικές τάσεις, τον νέο εθνικισμό και τον ‘‘αδηφάγο’’ αντιευρωπαϊσμό.
Αντέχει η ΕΕ την γερμανικής νοητικής μονοτροπίας συλλογιστική του ‘‘όσοι θέλουν και όσοι μπορούν’’, ή πρέπει να πάμε τελικά σε μια Ευρώπη της πραγματικής αλληλεγγύης και της συμπόρευσης, που ούτως ή άλλως ενέχουν στον ιστό των προϋποθέσεών τους και τη βοήθεια προς τους ασθενέστερους; Σε λίγες μέρες θα ξέρουμε. Η αγωνία είναι μεγάλη, γιατί οι στιγμές είναι στ’ αλήθεια ιστορικές.
Κατερίνη, 31/3/2020
ΧΡΗΣΤΟΣ ΓΚΟΥΓΚΟΥΡΕΛΑΣ
ΔΙΚΗΓΟΡΟΣ
LLM IN INTERNATIONAL COMMERCIAL LAW
LLM IN EUROPEAN LAW
Cer. LSE in Business, International
Relations and the political science.