Σχετικά με το κατατεθέν νομοσχέδιο στη Βουλή, «Ενίσχυση του Δημόσιου Πανεπιστημίου – Πλαίσιο λειτουργίας μη κερδοσκοπικών παραρτημάτων ξένων πανεπιστημίων», στην χώρα μας δύο είναι τα βασικά ερωτήματα στα οποία πρέπει ν’ απαντήσουμε:
- Ποια παιδεία θέλουμε;
- Τι κοινωνία θέλουμε;
Επιδιώκουμε την παιδεία που δημιουργεί καλύτερους και πιο μορφωμένους πολίτες, με εκπαίδευση και έρευνα υψηλού επιπέδου, με περισσότερα εφόδια και ανθεκτικούς στον παγκόσμιο ανταγωνισμό;
ή επιδιώκουμε την παιδεία που έχει ως προτεραιότητα πως να πλουτίσουν κάποιοι επιχειρηματίες εκμεταλλευόμενοι τις ανάγκες, τις αγωνίες και τις ελπίδες της νέας γενιάς;
Δεν μπορούμε να αντιμετωπίζουμε την παιδεία και ειδικά την τριτοβάθμια με όρους εμπορικής συμφωνίας, αλλά αντιθέτως ως το όχημα του μέλλοντος για μία καλύτερη Ελλάδα.
Εν συνεχεία πρέπει να εξετάσουμε, να διερευνήσουμε και να απαντήσουμε στα εξής τέσσερα ερωτήματα:
- Το συνταγματικό πλαίσιο της χώρας μας,
- Τι ισχύει διεθνώς για τα μη κρατικά – μη κερδοσκοπικά πανεπιστήμια,
- Ποιους όρους και προϋποθέσεις πρέπει αυτά να πληρούν,
- Πώς ταυτόχρονα θα ενισχυθεί το δημόσιο πανεπιστήμιο.
Είναι προφανές ότι η κυβέρνηση επιχειρεί να παρακάμψει την αναγκαία διαδικασία της συνταγματικής αναθεώρησης του άρθρου 16.
Το άρθρο 16 υιοθετήθηκε με μεγάλη συναίνεση από τις δυνάμεις που ψήφισαν το ισχύον Σύνταγμα το 1975, με τις αναθεωρήσεις από τότε να μην το έχουν αγγίξει.
Δεν μπορούμε να μιλάμε για ρύθμιση που είναι απαξιωμένη ή μπορεί να ξεπεραστεί σύμφωνα με ερμηνεία, αλλά για μια διάταξη που θα πρέπει να αναθεωρηθεί. Όμως μέχρι να αναθεωρηθεί θα πρέπει να τη σεβαστούμε.
Αυτό που διακυβεύεται σήμερα δεν είναι τόσο ο δημόσιος χαρακτήρας της ανώτατης εκπαίδευσης, αλλά πρωτίστως η αξιοπιστία και η εγγυητική λειτουργία του Συντάγματος, το να προχωρήσει μία ρύθμιση που θα παρακάμπτει το άρθρο 16 θα είναι ένας ακόμα κρίκος σε μία αλυσίδα «παραβιάσεων», καθότι η ελληνική κυβέρνηση προ ημερών υπέστη την καταδίκη από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο αφού έχει παραβιάσει μια σειρά δικαιωμάτων.
Όσοι εμμένουν στην απαγόρευση της ίδρυσης τους βασιζόμενοι στο άρθρου 16 του Συντάγματος, πιστεύουν ότι έτσι προστατεύουν τα δημόσια πανεπιστήμια και τα πτυχία τους από την υποβάθμιση, χωρίς να χρειάζεται να ασχοληθούν με άλλα προβλήματα που συσσωρεύονται; Η υπεράσπιση της ποιότητας του δημοσίου πανεπιστημίου πρέπει να είναι διαρθρωτικού χαρακτήρα, ώστε και αν ακόμη αρθεί η απαγόρευση ιδιωτικών, να διατηρήσουν την υπεροχή τους.
Την αναθεώρηση να τη συζητήσουμε, αλλά όχι στο όνομα νεφελωδών μεταρρυθμίσεων καταπατώντας τη μήτρα της Δημοκρατίας.
Ορισμένα βασικά οικονομικά στοιχεία μας δείχνουν ότι, δεν είμαστε καν στο μέσο όρο της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Είναι χαρακτηριστικό ότι η χώρα μας επενδύει το 2,8% του ΑΕΠ στην παιδεία, από τα χαμηλότερα στον ΟΟΣΑ, και μόλις το 0,7% για την τριτοβάθμια εκπαίδευση. Ο ευρωπαϊκός μέσος όρος είναι 1,5% για τα πανεπιστήμια και 5 έως 5,5% για όλες τις δαπάνες για την παιδεία.
Στη χώρα μας έχουμε 24 πανεπιστήμια, αλλά δεν εξασφαλίζεται η ποιοτική κρατική χρηματοδότησή τους. Στο ΕΜΠ η χρηματοδότηση του σε σύγκριση με το 2009 έχει μειωθεί κατά 63%.
Σύμφωνα με στοιχεία της Eurostat, στην Ελλάδα βρίσκεται στην τελευταία θέση της Ε.Ε., καθότι αντιστοιχούν 47 φοιτητές ανά διδάσκοντα ενώ ο μέσος όρος της Ε.Ε. των 27 είναι 13 φοιτητές ανά διδάσκοντα αντίστοιχα.
Είμαστε μία χώρα, με πανεπιστήμια υποστελεχωμένα με αρνητικό αντίκτυπο στην έρευνα και την καινοτομία, ενώ και η ασφάλεια των φοιτητών δεν είναι δεδομένη.
Το θέμα όμως είναι ότι, σήμερα υπάρχουν μεγαλύτερες δημοσιονομικές ευελιξίες μεγαλύτερες απ’ ό,τι υπήρχαν στα δύσκολα χρόνια των μνημονίων. Τι έκανε όμως η Κυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας μια ολόκληρη πενταετία; Πώς βελτίωσε την κατάσταση στο δημόσιο πανεπιστήμιο, οι πρωτοβουλίες της βοήθησαν ή επιδείνωσαν την κατάσταση.
Η οικονομική αναβάθμιση πρέπει να συνδυαστεί με την απόκτηση ευελιξίας και ευθύνης από το κάθε ΑΕΙ ώστε να δρομολογήσει τις απαραίτητες αλλαγές, να οργανώσει τα πλεονεκτήματά του και να αποκτήσει τη θέση που του αξίζει διεθνώς και εγχωρίως.
Αυτοί που υποστηρίζουν την ίδρυση των μη κρατικών πανεπιστημίων στην Ελλάδα, θεωρούν ότι η ίδρυση τους θα λυτρώσει την κοινωνία από την χειραγώγηση του κρατισμού και τα «κακώς κείμενα» στα δημόσια πανεπιστήμια, θα μειώσει την εκροή της φοιτητικής μετανάστευσης και συναλλάγματος.
Η συζήτηση είναι πολυπαραμετρική, είναι δύσκολη και πρέπει να την κάνουμε ως ώριμη κοινωνία εντός του ευρωπαϊκού πλαισίου, σε σχέση με το τι συμβαίνει σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες, σε σχέση με χρόνιες παθογένειες που υπάρχουν στη χώρα μας και βέβαια, γνωρίζοντας ότι δεν μπορούμε να είμαστε μία πανευρωπαϊκή ιδιαιτερότητα.
Αφενός σε καμία άλλη ευρωπαϊκή χώρα δεν υφίσταται συνταγματική απαγόρευση, αλλά παρ’ όλα αυτά σε καμία δεν υπάρχουν πολλά ή μεγάλα ιδιωτικά ιδρύματα, με εξαίρεση την Κύπρο όπου αναπτύχθηκαν για ειδικούς λόγους και τη Λετονία, και αφετέρου ότι ενώ σε καμία άλλη χώρα δεν υπάρχει απαγόρευση σύστασης μη κρατικών πανεπιστημίων, συγχρόνως παραμένουν κυρίαρχα τα δημόσια πανεπιστήμια.
Η κυβέρνηση φέρνει συνεχώς στον δημόσιο διάλογο το κυπριακό μοντέλο, και το επικαλείται ως επιτυχημένο παράδειγμα, γιατί πολύ απλά πολλά ελληνόπουλα, λόγω γλώσσας και ευκολίας, σπουδάζουν εκεί, όταν όμως περισσότεροι από 40% των Κύπριων φοιτητών, με αυτό το μοντέλο, σπουδάζουν στο εξωτερικό και στην Ελλάδα φοιτούν δεκαπέντε χιλιάδες.
Μήπως η κυβέρνηση προσπαθεί να υλοποιήσει το «αποτυχημένο» μοντέλο της Κύπρου;
Οι Έλληνες που πάνε στα ιδιωτικά της Κύπρου είναι κυρίως αυτοί που απέτυχαν στις Πανελλαδικές, αλλά παρ’ όλα αυτά θέλουν να πάρουν ένα πτυχίο για να κληρονομήσουν την πελατεία των γονιών τους, και γι’ αυτό κατευθύνονται στις αντίστοιχες ειδικότητες. Ο αποτυχών υποψήφιος δεν θα έχει πρόβλημα να πάει σε αντίστοιχα ιδιωτικά στην Ελλάδα, και ήδη μερικά εξ αυτών έχουν αναγγείλει την έλευσή τους!
Δημοσιεύματα από το καλοκαίρι ακόμη, μιλούσαν για αγορές και επενδύσεις ιδιωτικών συμφερόντων με στόχο την εμπλοκή τους στην τριτοβάθμια εκπαίδευση. Και τα ερωτήματα που προκύπτουν, πέρα από αναπόφευκτα, είναι και αμείλικτα.
Υπήρχαν κάποιοι που είχαν προνομιακή πληροφόρηση και οι οποίοι γνώριζαν εκ των προτέρων τι ακριβώς θα ψηφισθεί, ή μήπως εν τέλει υπάρχει μία νομοθέτηση, που προκύπτει κατά ιδιωτική παραγγελία;
Εξάλλου από τα κορυφαία διεθνή πανεπιστήμια κανένα δεν έχει σοβαρούς λόγους να ανοίξει παράρτημα στη μικρή αγορά της Ελλάδας, γιατί απλούστατα όσοι θέλουν να φοιτήσουν σε αυτά τα επιλέγουν τόσο για το υψηλό επίπεδο σπουδών όσο και την εμπειρία ζωής.
Η πιο βασική διάκριση των ιδιωτικών γίνεται ανάλογα με το αν τα κέρδη από τα δίδακτρα επανεπενδύονται σε έρευνα και υποδομές στο ίδρυμα ή διανέμονται στους μετόχους, όπως κάνει μια κανονική επιχείρηση.
Στην πρώτη κατηγορία ανήκουν τα γνωστά μη κρατικά πανεπιστήμια των ΗΠΑ, ενώ στη δεύτερη βρίσκονται ορισμένα ιδιωτικά της Ανατολικής Ευρώπης και τα αντίστοιχα της Κύπρου
Στα ζητήματα της αξιολόγησης και πιστοποίησης των ακαδημαϊκών ιδρυμάτων διεθνώς, στη χώρα μας υπάρχει μία σύγχυση μεταξύ των πτυχίων των Α.Ε.Ι. και των επαγγελματικών δικαιωμάτων και των αδειών εξασκήσεως επαγγέλματος.
«Ελέφαντας στο δωμάτιο», το ζήτημα των επαγγελματικών δικαιωμάτων των κολλεγίων, καθώς πέρυσι η αρμόδια υπουργός απένειμε άνευ αξιολόγησης και αναδρομικά επαγγελματικά δικαιώματα σε 30 κολλέγια. Σήμερα συζητάμε το έλασσον, ενώ το μείζον ήδη μας περιβάλλει και πρέπει να το αντιμετωπίσουμε. Τι κάνουμε με τη λαθραία διανομή επαγγελματικών δικαιωμάτων που έγινε παραμονές εκλογών;
Για παράδειγμα στις ΗΠΑ, η άδεια εξασκήσεως επαγγέλματος για επαγγέλματα που απαιτούν τέτοιου είδους πιστοποίηση, όπως γιατροί, δικηγόροι, λογιστές, μηχανικοί, δίνεται από επιμελητήρια -και πολιτειακά- μετά από εξαντλητικές εξετάσεις, που κρατούν ακόμη και χρόνια, με σημαντικό κριτήριο την αποδεδειγμένη εργασιακή εμπειρία εκτός πανεπιστημίων.
Πολλά παραρτήματα μη κρατικών ιδρυμάτων παρέχουν κατάρτιση και όχι επιστημονική γνώση, καθότι δεν υπάρχει έρευνα και απαξίωση της ακαδημαϊκής διαδικασίας.
Η κυβέρνηση ξεκίνησε τον «διάλογο» μονομερώς, με αδιαφάνεια, πολυπλοκότητα και υπεραπλουστεύσεις, που δίνουν τη δυνατότητα ερμηνειών κατά το δοκούν για να καταλήξει σε ένα σχέδιο νόμου με 205 άρθρα σε μία διαβούλευση των 10 ημερών. Μία διαδικασία που από τη φύση της, απαιτεί τον διάλογό όχι αυτού του στενού χρονικού περιθωρίου όπως συμβαίνει σήμερα, αλλά ευρύτερες πολιτικές συναινέσεις.
Ας θυμηθούμε ότι την τελευταία φορά που ως κυβέρνηση το ΠΑΣΟΚ πρότεινε ένα νέο θεσμικό πλαίσιο για την τριτοβάθμια εκπαίδευση και ψηφίστηκε από τα 4/5 της Βουλής υπήρξε διάλογος 14 μηνών. Δεν λέμε να το μιμηθεί η κυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας, αλλά τουλάχιστον να έδινε τη δυνατότητα σε εύλογο χρονικό διάστημα, σε όλη την ακαδημαϊκή κοινότητα, στα κόμματα να έβαζαν το δικό τους λιθαράκι.
Δεν χρειάζεται, λοιπόν, υποκρισία. Πρέπει να μιλήσουμε με γνώμονα το εθνικό συμφέρον. Να αφήσουμε την περιφρόνηση και τα μικροκομματικά παιχνίδια. Γιατί η συναίνεση πάνω από όλα χρειάζεται αξιοπιστία, σχέσεις εμπιστοσύνης με σεβασμό στη δημοκρατία.
Η κυβέρνηση όμως δεν θέλησε να ακολουθήσει αυτόν τον δρόμο. Για μία ακόμα φορά δεν επιδιώκει τη συναίνεση αλλά προσπαθεί να την εκβιάσει. Με το παρόν νομοσχέδιο, η ενίσχυση του δημόσιου πανεπιστήμιου είναι ευκαιριακή και χωρίς ουσιαστικό αντίκρισμα. Τα πανεπιστήμια που θέλει να φέρει η κυβέρνηση είναι μη κερδοσκοπικά κατ’ όνομα, με δυνατότητα το μητρικό πανεπιστήμιο να είναι αμιγώς κερδοσκοπικό!
Τα οποιαδήποτε παραρτήματα ανά τον κόσμο δεν είναι ισότιμα ακαδημαϊκά με τα μητρικά πανεπιστήμια.
Όσον αφορά τα «δήθεν παραρτήματα», καθώς το σχέδιο νόμου προβλέπει πως αρκεί ακόμα και μία χαλαρή σύνδεση με το μητρικό ίδρυμα του εξωτερικού είτε υπό τη μορφή πιστοποίησης, είτε με τη μορφή δικαιόχρησης (franchising) -που είναι όμως οικονομική σχέση. Επίσης μόνο το 80% των καθηγητών σύμφωνα με το σχέδιο νόμου πρέπει να έχουν διδακτορικό!
Ποιο «παράρτημα» απονέμει δικό του τίτλο σπουδών και όχι τον τίτλο της μητρικής του σχολής; Για παράδειγμα, η Σορβόννη έχει πάει στο Ντουμπάι και δίνει δίπλωμα της μητρικής Σορβόννης, ενώ τα ιδρύματα που θα έρθουν στην Ελλάδα ως παραρτήματα θα δίνουν ελληνικό τίτλο σπουδών.
Αν η ελάχιστη βάση εισαγωγής ισχύσει και στα ιδιωτικά όπως στα δημόσια, οι περισσότεροι θα μείνουν εκτός επιλογής και αν θέλουν να πάρουν πτυχίο θα επιλέξουν πάλι τα ιδιωτικά της Κύπρου. Αλλά τότε ο στόχος της κυβέρνησης να καλύψει την εγχώρια ζήτηση σπουδών για να μειωθεί η φοιτητική μετανάστευση θα έχει αποτύχει παταγωδώς.
Όσον αφορά στην προσέλκυση ξένων φοιτητών, ήδη λειτουργεί στη Θεσσαλονίκη το Διεθνές Πανεπιστήμιο.
Στο προτεινόμενο νομοσχέδιο, ο φοιτητής δεν είναι το επίκεντρο και επικρατεί ο συγκεντρωτισμός, οι συντεχνιακές λογικές, ο νεποτισμός.
Η αξιολόγηση απουσιάζει, με αποτέλεσμα να απουσιάζει και η αξιοκρατία.
Μεταξύ των κρίσιμων ζητημάτων που χρήζουν απάντησης, είναι ο ακαδημαϊκός και χωροταξικός χάρτης, που μια πολιτεία οφείλει να σχεδιάζει με πυρήνα το δημόσιο πανεπιστήμιο, τις ανάγκες σε νέα γνωστικά αντικείμενα και τις αδυναμίες της, ώστε εν συνεχεία να καλέσει αυτούς που θα πλαισιώσουν τα μη δημόσια πανεπιστήμια. Απαιτείται εθνικός σχεδιασμός για την Παιδεία. Ήδη η γεωγραφική κατανομή είναι στρεβλή, με την Αθήνα και τη Θεσσαλονίκη να έχουν τα πάντα
Πιστεύουμε ότι η ενίσχυση του δημόσιου πανεπιστημίου είναι κατεξοχήν ένα θεσμικό θέμα που πρέπει να κουβεντιάσουμε χωρίς ταμπού και δεν μπορεί να στηρίζεται απλά και μόνο στη αύξηση της χρηματοδότησή του, η οποία είναι επιβεβλημένη.
Αυτά προϋποθέτουν:
- Ένα στρατηγικό σχέδιο για την ανάπτυξη της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης με γνώμονα και την περιφερειακή ανάπτυξη της χώρας.
- Την επανασύσταση του Εθνικού Συμβουλίου Παιδείας.
- Μια ισχυρή θεσμικά και πραγματικά ανεξάρτητη Εθνική Αρχή Ανώτατης Εκπαίδευσης.
- Έναν νέο ακαδημαϊκό χάρτη για τα ΑΕΙ της χώρας, που θα συνοδεύεται από ένα λιτό θεσμικό πλαίσιο λειτουργίας τους.
- Και μία ισχυρή μετα-δευτεροβάθμια τεχνική και τεχνολογική επαγγελματική εκπαίδευση. Δεν μπορεί μία χώρα που έχει τέτοιες ανάγκες στην οικονομία της, να μην επενδύει σε ένα ισχυρό δημόσιο χαρακτήρα επαγγελματικής εκπαίδευσης.
Εμείς, δεν πιστεύουμε στις στείρες αρνήσεις. Πιστεύουμε στις προτάσεις, τις εναλλακτικές, τους δρόμους εκείνους που θα υπηρετήσουν τις ιδέες μας. Δεν πιστεύουμε στις απαγορεύσεις, αλλά στις ισχυρές ρυθμίσεις. Θέλουμε κανόνες για την παιδεία και όχι απαγορεύσεις για να φτάσουμε στο βέλτιστο αποτέλεσμα.
Μετά την αναθεώρηση του άρθρου 16 του Συντάγματος μπορούμε να συζητήσουμε για μη κρατικά, μη κερδοσκοπικά , τα οποία θα πληρούν κάποιες πολύ αυστηρές προδιαγραφές, για να μπορούν να ονομάζονται πανεπιστήμια. Θα πρέπει να έχουν υψηλό επίπεδο σπουδών και έρευνας. Να γίνονται με γεωγραφικά κριτήρια διασφαλίζοντας την ισόρροπη περιφερειακή ανάπτυξη.
Αυτό μπορεί να επιτευχθεί, με τέσσερις προϋποθέσεις:
- Να είναι υποχρεωτικός ο μη κερδοσκοπικός χαρακτήρας των μη κρατικών ιδρυμάτων, με στόχο τη λειτουργία τους προς όφελος της διδασκαλίας, της έρευνας και των φοιτητών
- Να είναι ομαλή η ένταξή τους στην ανώτατη εκπαίδευση με κοινό σύστημα εισαγωγής, ενίσχυση της αποκέντρωσης και αποφυγή κορεσμού σε αντικείμενα σπουδών
- Να διαμορφωθεί κοινό πλαίσιο διασφάλισης ποιότητας για τα δημόσια και τα μη κρατικά ιδρύματα, ώστε να προστατεύονται ο χρόνος, οι πόροι και η προσπάθεια των φοιτητών.
- Να αναγνωριστεί η αξία των μη κρατικών φορέων στην παροχή επαγγελματικής και τεχνικής εκπαίδευσης.
Για εμάς θεμελιώδης αρχή είναι η πρωτοκαθεδρία του ισχυρού δημόσιου πανεπιστημίου.
Σήμεραη θέση μας είναι ξεκάθαρη, χωρίς αστερίσκους και «ναι μεν αλλά», υπέρ της στήριξης του Δημόσιου και Δωρεάν χαρακτήρα της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης. Απαιτείται ενίσχυση χρηματοδότησης, στελέχωσης και υποδομών. Στήριξη της έρευνας και ανάπτυξης με βάσεις δεδομένων, εργαστήρια πρακτικών εφαρμογών, διεθνείς συνεργασίες με πανεπιστήμια του εξωτερικού και συμπράξεις, ισχυρές κοινωνικές παροχές στους φοιτητές που έχουν ανάγκη (σίτιση, στέγαση, ιατροφαρμακευτική περίθαλψη κ.α.), επιβράβευση της αριστείας αλλά και ενίσχυση των εισοδηματικά και κοινωνικά αδύναμων μέσα από υποτροφίες (κρατικές ή μη), ενίσχυση του αυτοδιοίκητου και περαιτέρω ελευθερία των ιδρυμάτων για αξιοποίηση πόρων πέραν της κρατικής χρηματοδότησης.
ΤΟ ΝΟΜΟΣΧΕΔΙΟ ΓΙΑ ΤΑ ΜΗ ΚΡΑΤΙΚΑ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΑ ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΑΠΟΣΥΡΘΕΙ.
ΤΟ ΣΥΝΤΑΓΜΑ ΤΗΕ ΕΛΛΑΔΑΣ ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ ΚΟΥΡΕΛΟΧΑΡΤΟ.
Η Γραμματεία της ΠΔΣΟ-ΠΑΣΚΟ&Σ