Η πρόσφατη Συμφωνία μεταξύ Ελλάδας και Ιταλίας περί οριοθέτησης των θαλασσίων ζωνών των δύο χωρών αποτελεί από μόνη της ένα ‘‘ιστορικό γεγονός’’. Η Ελλάδα θεωρείται ότι αναβάθμισε τον γεωπολιτικό της ρόλο στα τεκταινόμενα της Ανατ. Μεσογείου, κατέδειξε ότι μπορεί να δρα αποφασιστικά ως ενεργός ‘‘στρατηγικός παράγων’’ στην ευρύτερη περιοχή και ότι ως ‘‘εθνικό υποκείμενο του διεθνούς δικαίου’’ έχει τη βούληση και την ισχύ να επιδιώκει και να επιτυγχάνει καίριους διπλωματικούς στόχους.
Ωστόσο, πίσω από την ίδια την υπογραφή κάθε (διεθνούς) Συμφωνίας βρίσκεται πάντοτε η ουσία της, το νοηματικό και κανονιστικό περιεχόμενο των συμπεφωνηθέντων. Η εν λόγω, λοιπόν, Συμφωνία δεν είναι ολοκληρωτικά αναντίλεκτη ως προς τη σημασία της ουσίας της ή τις γεωπολιτικές παρενέργειές της, αναφορικά με τη θέση της Ελλάδας. Διαβάζοντάς την, ειδικά ο Τούρκος Πρόεδρος Erdogan και ο Τούρκος ΥΠΕΞ Cavusoglu, θα μπορούσαν, ήδη από το τωρινό χρονικό σημείο, να απευθύνουν προς την ελληνική πλευρά μερικά πολύ ενδιαφέροντα ερωτήματα:
Ερώτημα 1ο: Σύμφωνα με το άρθρο 121 της Σύμβασης των Ηνωμένων Εθνών για το Δίκαιο της Θάλασσας (UNCLOS, 1982, που επικύρωσε η Ελλάδα με τον Ν. 2321/1995) τα νησιά έχουν χωρικά ύδατα, συνορεύουσα ζώνη, υφαλοκρηπίδα και αποκλειστική οικονομική ζώνη (ΑΟΖ), όπως και τα ηπειρωτικά εδάφη και, άρα, διαθέτουν ‘‘πλήρη επήρεια’’. Με βάση δε το άρθρο 3 της παραπάνω Σύμβασης (UNCLOS), κάθε κράτος έχει το δικαίωμα να καθορίσει το εύρος της χωρικής του θάλασσας (ήτοι τα χωρικά του ύδατα ή αιγιαλίτιδα ζώνη (territorial sea), το οποίο εύρος δεν πρέπει να υπερβαίνει τα δώδεκα ναυτικά μίλια (12 ν.μ.), μετρούμενα από τις γραμμές βάσεως του παράκτιου κράτους.
Στη Συμφωνία της με την Ιταλία, όμως, η Ελλάδα, σε αντίθεση με τις προβλέψεις της UNCLOS, δέχεται ‘‘μειωμένη επήρεια’’ των Διαπόντιων νήσων (επήρεια 11 νήσων μόνο στο 70%) και των Στροφάδων (επήρεια 2 νήσων μόνο στο 32% και 34%). Αν, επομένως, έχουν, και η Ελλάδα δέχεται να έχουν, ‘‘μειωμένη επήρεια’’ οι Οθωνοί, που έχουν έκταση 10,8 τ.χλμ και πληθυσμό (κατά την απογραφή του 2011) 393 κατοίκους, η Ερεικούσα που έχει έκταση 4,44 τ.χλμ και 496 κατοίκους και το Μαθράκι που έχει έκταση 3 τ.χλμ και 186 κατοίκους, τότε γιατί να μην έχει ‘‘μειωμένη επήρεια’’ και το Καστελόριζο (ή καθόλου επήρεια, όπως ισχυρίζονται και θέλουν οι Τούρκοι) το οποίο έχει έκταση 9,1 τ.χλμ και 492 κατοίκους; Αν συνεπώς, πρόκειται να συνάπτονται διεθνείς συμφωνίες οριοθέτησης θαλασσίων ζωνών, στις οποίες μπορεί να παραβλέπεται η πλήρης επήρεια των νησιών (έτσι όπως την ορίζει και αποδίδει το διεθνές δίκαιο), και να αποδίδεται σ’ αυτά, χάριν επιτεύξεως προσέγγισης των συμβαλλομένων μερών (των κρατών δηλαδή), μειωμένη επήρεια, πως μπορεί να θεμελιωθεί δογματικώς, νομικώς και διπλωματικώς μια άρνηση της Ελλάδας στο να δοθεί μειωμένη ή και καθόλου επήρεια στο Καστελόριζο; Περαιτέρω, υπ’ αυτό το πρίσμα, οι δηλώσεις του Έλληνα ΥΠΕΞ, κ. Δένδια, για το Καστελόριζο (https://www.tanea.gr/2020/06/14/politics/government/dendias-to-kastelorizo-exei-dikaioma-se-aoz-kai-yfalokripida/), ότι τούτο έχει ΑΟΖ και υφαλοκρηπίδα, πώς μπορεί να ερμηνεύονται; Ότι η εν λόγω νήσος έχει ‘‘πλήρη ή μειωμένη επήρεια’’ θαλασσίων ζωνών; Αν, επιπροσθέτως, δεν αποδοθεί επήρεια στο Καστελόριζο, τότε η Ελλάδα έχει κοινά σύνορα ΑΟΖ με την Κύπρο;
Η ελληνική πλευρά ισχυρίζεται ότι η Συμφωνία οριοθέτησης θαλασσίων ζωνών με την Ιταλία έχει ως βάση τη Συμφωνία οριοθέτησης υφαλοκρηπίδας μεταξύ των δύο χωρών, που υπογράφηκε το 1977, δηλαδή πριν την υπογραφή της Διεθνούς Σύμβασης του ΟΗΕ για το Δίκαιο της Θάλασσας (UNCLOS), που υπογράφηκε το 1982 (Σύμβαση του Montego Bay), και γι’ αυτό δικαιολογείται η διαφοροποίηση στον βαθμό επήρειας των νήσων. Επί τούτου, ο Ευάγγελος Βενιζέλος (στο άρθρο του ‘‘Οριοθετήσεις’’) επιχειρηματολογεί: ‘‘Οι αποκλίσεις (εννοεί από το διεθνές δίκαιο) γίνονται σεβαστές από την Ελλάδα στο πλαίσιο της αρχής pacta sunt servanda (τα συμπεφωνημένα πρέπει να τηρούνται’’), μεταξύ μάλιστα χωρών φίλων και εταίρων στην Ε.Ε., αλλά η Ελλάδα θεωρεί τους κανόνες αυτούς της μέσης γραμμής και της πλήρους επήρειας των νησιών ως ισχύοντες κατά το διεθνές δίκαιο.’’.
Eρώτημα 2ο: Με βάση τους ‘‘γεωγραφικούς υπολογισμούς’’ της Τουρκίας, προκειμένου να επιτευχθεί ‘‘κοινό θαλάσσιο όριο’’, μόλις 29,7 χλμ, μεταξύ Τουρκίας και Λιβύης, στο πλαίσιο υπογραφής του τουρκο-λιβυκού συμφώνου περί καθορισμού ΑΟΖ, η Κρήτη έχει ‘‘περιορισμένη επήρεια’’, ενώ η Ρόδος, η Κάσος και η Κάρπαθος την ‘‘ελάχιστη δυνατή’’. Η Ελλάδα, συνεπώς, που δέχεται ‘‘μειωμένη’’ επήρεια των νησιών της (Διαπόντιων και Στροφάδων) στη Συμφωνία της με την Ιταλία, γιατί να μην δεχθεί και τη ‘‘μη πλήρη επήρεια’’ που αποδίδει σε Κρήτη, Ρόδο, Κάσο και Κάρπαθο το τουρκολιβυκό Σύμφωνο;
Ο Ευάγγελος Βενιζέλος (πρώην ΥΠΕΞ μας), που σήμερα δικαιολογεί τις … ‘‘αποκλίσεις (στην ελληνοϊταλική συμφωνία) στο πλαίσιο της αρχής pacta sunt servanda’’, ήταν ‘‘καταπέλτης’’ τον Νοέμβριο του 2018 (στο άρθρο ‘‘Κύματι θαλάσσης’’): ‘‘Όμως η αποδοχή της μερικής επήρειας των νησιών σε αιγιαλίτιδα ζώνη (στα χωρικά ύδατα δηλ.) ενισχύει, όπως είπαμε, την τουρκική επιχειρηματολογία για μειωμένη επήρεια των νησιών σε άλλες θαλάσσιες ζώνες, όπως η υφαλοκρηπίδα και η ΑΟΖ. Αυτό έχει σημασία πρωτίστως για την Ανατ. Μεσόγειο, για το συγκρότημα της Μεγίστης (του Καστελόριζου δηλ.), ενδεχομένως όμως ακόμη και για την Κρήτη!’’.
Ερώτημα 3ο: Αν όμως μπορεί να παρακάμπτονται στον παρόντα χρόνο (σχεδόν 40 χρόνια από την εισαγωγή του διεθνούς δικαίου της θάλασσας, ήτοι από τη γνωστή σύμβαση του Montego Bay, που υπογράφηκε το 1982) βασικές προβλέψεις του διεθνούς δικαίου (πλήρης επήρεια νησιών, χωρικά ύδατα μέχρι 12 ν.μ.) προκειμένου να διασώζεται η συμβατική συνέπεια των συμβαλλομένων κρατών σε μεταξύ τους συμφωνίες προ του 1982, υπό την έννοια ότι τα κράτη τήρησαν αυτά που αρχικά (το 1977) συμφώνησαν έστω και μετά την εισαγωγή του διεθνούς δικαίου της θάλασσας (το 1982), τότε γιατί να μην παρακάμπτεται το διεθνές δίκαιο προς συμμόρφωση και επίδειξη συνέπειας σ’ αυτά που έλεγε η Ελλάδα πριν τη σύμβαση του 1982; Γιατί δηλαδή να αξιώνει η Ελλάδα να εφαρμόζονται όλα αυτά που έχει δικαίωμα να επικαλείται από το 1982 και μετά (χωρικά ύδατα μέχρι τα 12 ν.μ) και να μην εμμείνει, προς συμμόρφωση και επίδειξη συνέπειας, σ’ αυτά που υποστήριζε πριν από το 1982 (όπως συνέβη στην συμφωνία που υπέγραψαν οι κ.κ. Δένδιας και Di Maio); Δηλαδή γιατί τα χωρικά ύδατα να μην έχουν 3 ν.μ. εύρος, όπως έλεγε η Ελλάδα το 1958 ή έστω γιατί να μην έχουν 6 ν.μ. εύρος όπως έλεγε η Ελλάδα το 1960 και, αντιθέτως, να θέλει (η Ελλάδα) τα χωρικά ύδατά της να φτάνουν έως και τα 12 ν.μ.; Γιατί, επομένως, η Ελλάδα, αν σέβεται το διεθνές δίκαιο και θέλει σε κάθε περίπτωση την εφαρμογή του, δεν ζήτησε επαναδιαπραγμάτευση της οριοθετικής γραμμής με τους Ιταλούς επί τη βάσει όχι όσων είχε συμφωνήσει το 1977 με αυτούς, αλλά επί τη βάσει του διεθνούς δικαίου της θάλασσας, όπως ισχύει σήμερα (2020);
Ερώτημα 4: Η Ελλάδα, παρόλο που είναι υποστηρικτής και ‘‘θερμός θιασώτης’’ του διεθνούς δικαίου (χωρικά ύδατα μέχρι τα 12 ν.μ.), δέχθηκε στην πρόσφατη Συμφωνία με την Ιταλία να έχει η Ιταλία χωρικά ύδατα εύρους 12 ν.μ., όμως να παραμείνουν τα δικά της χωρικά ύδατά στα 6 ν. μ. (έτσι όπως είχε συμφωνήσει το 1977) και επιφυλάχθηκε κάποια στιγμή να τα επεκτείνει εκεί που το διεθνές δίκαιο ορίζει ως απώτατο όριο στα (12 ν.μ.), ασκώντας τη λεγόμενη στη διεθνή διπλωματία reservatio iuris (επιφύλαξη χώρας σε κείμενο διεθνούς συνθήκης που συνυπογράφει, αρ. 2§1 περιπτ. δ. της Σύμβασης της Βιέννης για το Δίκαιο των Διεθνών Συνθηκών). Ούτε, όμως, από την υπογραφή της συμφωνίας Δένδια – Di Maio και μετά, ούτε και όταν η Ελλάδα (στο μέλλον) θα επεκτείνει (αν και όταν επεκτείνει) τα χωρικά της ύδατα στα 12 ν.μ., δεν θα θιγεί το δικαίωμα των Ιταλών αλιέων να αλιεύουν σε θαλάσσια ύδατα μέχρι και 6 ν.μ. από τις ελληνικές ακτές, να αλιεύουν δηλαδή σε περιοχές εντός των αποδιδόμενων από το διεθνές δίκαιο ως χωρικών υδάτων της Ελλάδας!
Στα χωρικά του ύδατα, με βάση το άρθρο 2 της Σύμβασης του Montego Bay (1982), κάθε κράτος ασκεί εθνική κυριαρχία (sovereignty). Γιατί, όμως, η Ελλάδα εκχωρεί ‘‘δικαιώματα χρήσης’’ είτε επί υπαρκτών, είτε θεωρητικών, είτε μελλούμενων χωρικών της υδάτων της στην Ιταλία, επί των οποίων ασκεί είτε πραγματικώς, είτε θεωρητικώς είτε θα ασκήσει στο μέλλον εθνική κυριαρχία; Πως ονομάζεται νομικά αυτή η ‘‘εκχώρηση’’ που συμπεριλαμβάνεται στη Συμφωνία με την Ιταλία; Είναι κάτι σαν ένα ‘‘οιονεί χρησιδάνειο’’ εθνικά κυριαρχικού χώρου προς χάριν των Ιταλών αλιέων (και αυτό μόνο και μόνο για να υπογραφεί η πρόσφατη συμφωνία με τους Ιταλούς); Προβλέπει όμως το διεθνές δίκαιο, που η Ελλάδα λέει ότι επιζητεί την αυστηρή και απαρέγκλιτη τήρησή του, τέτοια ‘‘οιονεί χρησιδάνεια εθνικά κυριαρχικού χώρου’’; Γιατί, επί το απλούστερον, η Ελλάδα, για τον θαλάσσιο χώρο από τα 6 έως τα 12 ν.μ., δεν σύναψε με τους Ιταλούς ή δεν προσπάθησε να συνάψει, εμπορική συμφωνία εκμετάλλευσης του εθνικά κυριαρχικού της χώρου, έτσι ώστε να μη φαίνεται ότι ‘‘ανέχεται’’ ή και ‘‘εκχωρεί’’ (μελλοντικά ) κυριαρχικό της χώρο σε τρίτους – ιδιώτες (Ιταλούς αλιείς); Κατά τα ως άνω, είναι, συνεπώς, συμβατό με τη διεθνή νομιμότητα να αλιεύουν και οι Τούρκοι αλιείς μέχρι και σε απόσταση 6 ν.μ. από τις γραμμές βάσης των ελληνικών ακτογραμμών;
Ερώτημα 5ο: Η Τουρκία έχει χωρικά ύδατα εύρους 12 ν.μ. στον Εύξεινο Πόντο με βάση τις συμφωνίες οριοθέτησης που έχει υπογράψει με τη Βουλγαρία, την Ουκρανία και την τότε ΕΣΣΔ (σήμερα Ρωσία), όπως επίσης και χωρικά ύδατα 12 ν.μ. στην Ανατολική Μεσόγειο (από την περιοχή της Αττάλειας και ανατολικά). Δεν διαθέτει, όμως, χωρικά ύδατα εύρους 12 ν.μ. στο Αιγαίο και τη λοιπή Ανατ. Μεσόγειο και μάλιστα ‘‘απαγορεύει’’ υπό την απειλή του ‘‘casus belli’’ και στην Ελλάδα να έχει, αυτοπεριοριζόμενη και περιορίζοντας και την Ελλάδα στα χωρικά ύδατα των 6 ν.μ. στο Αιγαίο και την λοιπή Ανατ. Μεσόγειο, διότι, όπως ισχυρίζεται (η Τουρκία), στο Αιγαίο και τη λοιπή Ανατ. Μεσόγειο ισχύουν οι ‘‘ειδικές περιστάσεις’’ (relevant or special circumstances), που θεμελιώνονται στη φύση του Αιγαίου και της Μεσογείου ως ‘‘ημίκλειστης θάλασσας’’ (semi enclosed sea).
Συνεπώς, αν η Ελλάδα ‘‘μεταφέρει’’ κάποια στιγμή στο μέλλον, όπως επιφυλάχθηκε στην ελληνοϊταλική Συμφωνία, τα χωρικά της ύδατα στα 12 ν.μ. στην οριοθέτηση με την Ιταλία και κάνει το ίδιο κάποτε και με την Αλβανία, τότε το γεγονός ότι θα ‘‘κρατά’’ στα 6 ν.μ. τα χωρικά ύδατα επί των οριοθετήσεων των θαλασσίων ζωνών με την Τουρκία, θα σημαίνει (όπως έγραψε στο άρθρο του ‘‘Κύματι θαλάσσης ο Ε. Βενιζέλος) ότι δέχεται de facto ότι το Αιγαίο και η λοιπή Ανατ. Μεσόγειος είναι όντως μια ‘‘ημίκλειστη θάλασσα’’, όπου επικρατούν ‘‘ειδικές περιστάσεις, οι οποίες παραμερίζουν και απαλείφουν τις κομβικές προβλέψεις του διεθνούς δικαίου;
Όλα τα παραπάνω ερωτήματα (των Erdogan και Cavusoglu), λοιπόν, πιθανώς και κάποια άλλα, που μάλλον θα ‘‘τα βρούμε μπροστά μας’’ στο άμεσο ή απώτερο μέλλον, καταδεικνύουν ότι η συναφθείσα Συμφωνία Ελλάδας-Ιταλίας παράγει ένα εξαιρετικά ‘‘περίπλοκο επεκτατικό αποτέλεσμα’’ από γεωπολιτικής απόψεως.
Καταδεικνύουν ταυτόχρονα, όμως, κατά την προσωπική μου αντίληψη, και την ανάγκη αξιοποίησης από την ελληνική διπλωματία του βάθους του Χρόνου (όπως έγραψα στο πρόσφατο άρθρο μου με τίτλο ‘‘Το γεωπολιτικό δυναμικό στις ελληνοτουρκικές σχέσεις και οι επιλογές της Ελλάδας’’). Η αξιοποίηση αυτή δεν συνταυτίζεται με την αδράνεια ούτε σημαίνει ότι η Ελλάδα μπορεί και έχει την πολυτέλεια ή της είναι ‘‘στρατηγικά συμφέρον’’ και ‘‘διπλωματικά λυσιτελές’’ να τελεί εν υπνώσει. Κάθε άλλο μάλιστα: Σε ένα τρομερά υπερκινητικό περιφερειακό περιβάλλον, όπου αλληλοπλέκονται, αλληλοεξαρτώνται και αλληλοεπενεργούν μεταξύ τους από συμμαχικές ή έστω συμπλέουσες μέχρι αντιθετικές ή απλά ετερόκλητες γεωπολιτικές δυναμικές, εκ των πραγμάτων δεν γίνεται μια χώρα να είναι άπραγη και μοιρολατρικά ανενεργός.
Από την άλλη, όμως, η δεδομένη κινητικότητα που πρέπει να χαρακτηρίζει τον κεντρικό σχεδιασμό της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής δεν σημαίνει ότι η Ελλάδα πρέπει να πιέζεται από τον Χρόνο ή πολύ περισσότερο να πιέζει η ίδια τον Χρόνο προκειμένου να επέλθουν καταληκτικά αποτελέσματα, συμφωνίες σίγουρα με συμβιβασμούς αλλά με όποιο κόστος και (έστω και πρόωρες) ‘‘στεγανοποιήσεις’’ διεθνών σχέσεων.
Τον Ιούνιο του 2020 υπογράφηκε η συμφωνία περί θαλασσίων ζωνών με την Ιταλία, συμφωνία η οποία εκλαμβάνεται (από πολλούς) ως μια εξαιρετικής σημασίας πρωτοβουλία ευρύτερου γεωοικονομικού χαρακτήρα, αλλά αφήνει πίσω της (κακά τα ψέματα) τουλάχιστον τα άνω καυτά και σημαντικά, και όχι επουσιώδη και ελλιποβαρή, ερωτήματα (και δη ερωτήματα που μπορούν πλέον ανά πάσα στιγμή να μας θέτουν όχι μόνο οι κ. Ερντογάν και Τσαβούσογλου, αλλά και οι φυσικοί συνεχιστές τους)…
Δύο χρόνια πριν, τον Ιούνιο του 2018, ωσάν να πίεζε αφόρητα και ασφυκτικά ο Χρόνος, ωσάν να μην υπήρχε ‘‘αύριο’’, η Ελλάδα υπέγραψε την… ‘‘ιστορική’’ (και αλησμόνητη, τουλάχιστον για εμάς, τους Μακεδόνες) Συμφωνία των Πρεσπών. Ο τότε Έλληνας Πρωθυπουργός είτε επειδή νόμιζε ότι θα τον ‘‘ηρωοποιήσει’’ η Ιστορία ως ηγέτη των ιστορικών πρωτοβουλιών και αποφάσεων, είτε επειδή τον διέτρεχαν ιδεοληπτικές και πολιτικά ‘‘αταβιστικές’’ εμμονές, είτε επειδή έτσι επιθυμούσε ο ‘‘ξένος παράγοντας’’, μας οδήγησε σε μια Συμφωνία που είναι και θα γραφεί στην Ιστορία ως ‘‘μείζων εθνική ήττα’’, άσχετα αν σήμερα η… ‘‘θετικότητα’’ αυτής δεν ‘‘αμφισβητείται’’ σχεδόν από το σύνολο των πολιτικών δυνάμεων του Τόπου.
Η εξωτερική μας πολιτική, επομένως, πρέπει να αποκτήσει βάθος χρόνου με καλά προσδιορισμένη την έννοια και κυρίως την ουσία του εθνικού συμφέροντος. Η ‘‘υπερβατικότητα’’ του τουρκικού περιφερειακού δόγματος, τα ζητούμενα της ενεργειακής ασφάλειας της περιοχής και ο δεδηλωμένος στόχος των Αμερικανών για απεξάρτηση της Ευρώπης από το ρωσικό φυσικό αέριο, τα ‘‘στρατόπεδα’’ πολιτικής και θρησκευτικής διαπάλης του Ισλαμικού Κόσμου, ο διαπεριφερειακός συσχετισμός δυνάμεων και το πολυπλόκαμο πεδίο των γεωστρατηγημάτων στην Ανατ. Μεσόγειο απαιτούν αντιμετώπιση με χρονικό βάθος, στο οποίο ‘‘όπλα’’ μας είναι η ετοιμότητα και οξυδέρκεια, ο ελιγμός και η δημιουργική διπλωματία και όχι πάντως η βιασύνη και η προπέτεια.
Κατερίνη, 18/6/2020
ΧΡΗΣΤΟΣ ΓΚΟΥΓΚΟΥΡΕΛΑΣ
ΔΙΚΗΓΟΡΟΣ
LLM IN INTERNATIONAL COMMERCIAL LAW
LLM IN EUROPEAN LAW
Cer. LSE in Business, International
Relations and the political science