Δια βίου εκπαίδευση και κατάρτιση

Ιωάννης Βελιτσιάνος
Διδάκτωρ Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης
[PhD, Msc, Msc.] Θεολόγος – Φιλόλογος – Πιστοποιημένος Εκπαιδευτής Εκπαιδευτών Ενηλίκων

Για την κατανόηση των όρων εκπαίδευση και κατάρτιση απαιτείται να κάνουμε μια σύντομη αναφορά στην αρχαία ελληνική γραμματεία.  Η αξία των κειμένων αυτών είναι σημαντική, διότι μας προσφέρουν τη δυνατότητα να ερευνήσουμε την ιστορική-εννοιολογική  «διαδρομή» των όρων αυτών από την αρχαιότητα μέχρι σήμερα.

Η λέξη εκπαίδευση[1]προέρχεται από το αρχαίο ελληνικό ρήμα εκ+παιδεύω που σημαίνει ανατρέφω από παιδική ηλικία, μορφώνω, διαπαιδαγωγώ. Στον αρχαίο ελληνικό κόσμο, ο όρος εκπαίδευση με την ευρεία έννοια περιλαμβάνει όλες τις δραστηριότητες που έχουν σκοπό την επίδραση με συγκεκριμένο τρόπο στη σκέψη, στο χαρακτήρα και στη σωματική αγωγή του ατόμου. Ακόμη με τη διαδικασία της εκπαίδευσης, όσο αφορά από τεχνική πλευρά, αποκτώνται συγκεκριμένες γνώσεις, δεξιότητες, ικανότητες και αξίες (ηθική, ειλικρίνεια, ακεραιότητα χαρακτήρα, αίσθηση του δικαίου, επαγγελματισμός, υπευθυνότητα κτλ.). Η εκπαίδευση γίνεται με βάση συγκεκριμένους μεθόδους (θεωρητική διδασκαλία, πρακτική εξάσκηση κτλ.), έχει συγκεκριμένους στόχους και είναι οριοθετημένη χρονικά. 

Η λέξη κατάρτιση[2] (κατά+άρτιος =πλήρης, τέλειος στο είδος του, κατάλληλος, ακριβώς προσαρμοζόμενος) προέρχεται από το αρχαίο ελληνικό ρήμα καταρτίζω και σημαίνει τις βασικές προπτυχιακές σπουδές που πραγματοποιεί κανείς σε επιστήμη ή σε ορισμένο πεδίο γνώσεως για επαγγελματικούς σκοπούς. Στον αρχαίο ελληνικό κόσμο ο όρος  κατάρτιση είναι κατά μια έννοια εκπαίδευση, όμως μόνο όταν η τελευταία περιορίζεται στην εκγύμναση, στην καλλιέργεια μιας συγκεκριμένης δεξιότητας, που ίσως μπορεί να αναπτυχθεί και άμεσα στην κοινωνική παραγωγή. Δεν είναι τυχαίο ότι ο όρος κατάρτιση αποσαφηνίζεται, ακριβώς όταν αναφέρεται σε πεδία επαγγελματικής φύσης της εκπαιδευτικής διαδικασίας· «κατήρτισται και πεπαίδευται» (Αριστείδη Α. 66).

Στην αρχαία Ελλάδα παρόλο που οι μέθοδοι και τα υλικά της μαθητείας διέφεραν από περιοχή σε περιοχή, το ζητούμενο όμως ήταν το ίδιο· η ανάδειξη του καλύτερου δυνατού πολίτη και η εκπαίδευση του χαρακτήρα του, αναζητώντας πάντα το καλό της κοινότητας και όχι το καλό του ατόμου[3].

 Ο ορισμός των κλασικών πλέον όρων, εκπαίδευση και κατάρτιση, έχει απασχολήσει και τους σύγχρονους θεωρητικούς της εκπαίδευσης ενηλίκων προκαλώντας σημαντικές διαφωνίες ανάμεσά τους[4]. Οι διαφωνίες των θεωρητικών για το διαχωρισμό της εκπαίδευσης από την κατάρτιση δεν έχουν λήξει. Αξίζει όμως να μείνουμε στη θέση του Α. Κόκκου, ο οποίος υποστηρίζει ότι η εννοιολογική διχοτόμηση των δυο εννοιών δεν είναι δόκιμη[5].

Ορισμένοι υποστηρίζουν ότι οι δύο έννοιες πρέπει να διαχωριστούν. Η κατάρτιση μάλιστα, σύμφωνα με ορισμένους εκπαιδευτές, θα πρέπει να τοποθετηθεί σε θέση «υποδεέστερη» από αυτήν της εκπαίδευσης.

Παραδοσιακά, η εκπαίδευση θεωρείται ότι έχει μεγαλύτερο εύρος και βάθος, ότι προτείνει πολλούς διαφορετικούς τρόπους σκέψης και δράσης και ότι δίνει στους ενήλικους εκπαιδευόμενους τη δυνατότητα των ελεύθερων επιλογών. Αντίθετα, η κατάρτιση έχει περιορισμένους στόχους και κατευθύνει τους ενήλικους εκπαιδευόμενους σε ένα συγκεκριμένο τρόπο εφαρμογής των γνώσεων και των δεξιοτήτων που θεωρεί «σωστό» και υποδιαιρείται σε επαγγελματική και συνεχιζόμενη, οι οποίες έχουν ως εξής:

Η επαγγελματική κατάρτιση χαρακτηρίζει μέρος της επαγγελματικής εκπαίδευσης που παρέχει τις ειδικές επαγγελματικές γνώσεις και δεξιότητες, με τις οποίες ολοκληρώνεται η επαγγελματική επάρκεια του εκπαιδευόμενου (CEDEFOP, 1996 στο Βεργίδης & Καραλής, 2004).

Η συνεχιζόμενη κατάρτιση αποβλέπει στη συντήρηση, στην ανανέωση, στην αναβάθμιση και στον εκσυγχρονισμό των επαγγελματικών γνώσεων και δεξιοτήτων (CEDEFOP, 1996 στο Βεργίδης & Καραλής, 2004).

Ο όρος δια βίου εκπαίδευση έχει επικρατήσει να αναφέρεται σε όλους τους τύπους της εκπαίδευσης (άτυπη, τυπική, μη-τυπική και  συνεχής), ταυτόχρονα όμως παραπέμπει και σε «μια φιλοσοφική έννοια, σύμφωνα με την οποία η εκπαίδευση θεωρείται ως μια μακροχρόνια διαδικασία που αρχίζει κατά τη γέννηση και διαρκεί καθ’ όλη τη διάρκεια της ζωής» (CEDEFOR 1. 1996, σ. 180).  Αναλυτικά οι τύποι της εκπαίδευσης έχουν ως εξής:

Άτυπη εκπαίδευση θεωρείται η διαδικασία κατά την οποία κάθε άτομο αποκτά στάσεις, αξίες, δεξιότητες και γνώσεις από την καθημερινή εμπειρία του και την επίδραση του περιβάλλοντος, από την οικογένεια, τη γειτονιά, την εργασία, τη ψυχαγωγία, την αγορά εργασίας, τις βιβλιοθήκες και τα Μέσα Μαζικής Επικοινωνίας (Coombs 1968 στο Βεργίδης & Καραλής, 2004)[6].

Τυπική εκπαίδευση ορίζεται το ιεραρχικά δομημένο, χρονικά διαβαθμισμένο εκπαιδευτικό σύστημα από την πρωτοβάθμια εκπαίδευση έως το πανεπιστήμιο, που περιλαμβάνει, πέραν των γενικών ακαδημαϊκών σπουδών, μια ποικιλία εξειδικευμένων προγραμμάτων και οργανισμών για την τεχνική και επαγγελματική εκπαίδευση (Coombs στο Βεργίδης & Καραλής, 2004).

Μη τυπική εκπαίδευση ορίζεται οποιαδήποτε οργανωμένη εκπαιδευτική δραστηριότητα, εκτός του καθιερωμένου εκπαιδευτικού συστήματος, είτε μεμονωμένη είτε ως μέρος μιας ευρύτερης δραστηριότητας, που στοχεύει σε συγκεκριμένο κοινό και έχει ως βάση συγκεκριμένους εκπαιδευτικούς στόχους (Coombs στο Βεργίδης & Καραλής, 2004).

Συνεχής εκπαίδευση καθορίζεται η διαφοροποίηση της παροχής εκπαίδευσης επαγγελματικής κατεύθυνσης από την παραδοσιακή, κυρίως μη- επαγγελματική φιλελεύθερη εκπαίδευση ενηλίκων. Σήμερα, χρησιμοποιείται κυρίως ο όρος ‘συνεχής επαγγελματική ανάπτυξη’ (“continuing professional development”) (UNESCO, 1999).

Σκοποί της σύγχρονης εκπαίδευσης

Η σύγχρονη εκπαίδευση παρόλο που δεν έχει ξεκαθαρισμένους σκοπούς λόγω της γρήγορης εξέλιξης,  γίνονται γενικά αποδεκτοί οι εξής παρακάτω:

  1. Εφοδιασμός του ανθρώπου με  βασικές δεξιότητες (π.χ. ανάγνωση, γραφή, αριθμητική), για να πάρει τη θέση του στην κοινωνία και να αναζητήσει περισσότερη γνώση.
  2. Εφοδιασμός του ανθρώπου με επαγγελματική κατάρτιση που θα του βοηθήσει να εξασφαλίσει τα απαραίτητα της ζωής.
  3. Ενδιαφέρον και αγάπη για γνώσεις.
  4. Απόκτηση κριτικής σκέψης.
  5. Επαφή με την κουλτούρα και τα επιτεύγματα του ανθρώπου.
  6. Ηθική εξύψωση του ατόμου, ανάπτυξη ηθικής συνείδησης και ήθους.

Οι σκοποί αυτοί δείχνουν ότι η εκπαίδευση είναι μια εξειδικευμένη μορφή παιδείας, που προϋποθέτει την κουλτούρα[7] και συνδέεται αναπόσπαστα με τη μόρφωση και την αγωγή[8], αν δεν ταυτίζεται με αυτές. Στην ουσία διαφοροποιείται και διατηρεί κάποια ιδιαιτερότητα, δηλ. είναι μια διαδικασία ουδέτερη και αυτόνομη, που δεν έχει καμία σχέση με το δογματισμό και τους αυταρχικούς τρόπους διδασκαλίας και που αποβλέπει στην ανάπτυξη των αναλυτικών και συνθετικών ικανοτήτων του ατόμου. Αλλά είναι αδύνατο να επιτευχθεί αυτό, όταν η εκπαίδευση είναι ξεκομμένη από τον κοινωνικό της περίγυρο. Το άτομο είναι ανάγκη να θεωρήσει τον εαυτό του σαν αναπόσπαστο μέλος της κοινωνίας και σε αυτά τα πλαίσια να μορφωθεί[9], επειδή οι συνθήκες για την ανάπτυξη της ανθρώπινης προσωπικότητας μπορούν να δημιουργηθούν μόνο μέσα σε μια κοινωνία χωρίς ανταγωνισμούς και κοινωνικές διακρίσεις[10].


[1]               Βλ. σχετικό λήμμα, H. Liddel – R. Scott,  Μέγα Λεξικόν της Ελληνικής Γλώσσης, μετφρ. Ξ. Μόσχου και Μ. Κωνσταντινίδη, έκδ. Ι. Σιδέρης, Αθήνα 1994.

[2]                 Βλ. σχετικό λήμμα, H. Liddel – R. Scott,  Μέγα Λεξικόν της Ελληνικής Γλώσσης, μετφρ. Ξ. Μόσχου και Μ. Κωνσταντινίδη, έκδ. Ι. Σιδέρης, Αθήνα 1994.

[3]               Στην αρχαία Ελλάδα η εκπαίδευση συνδέεται άρρηκτα με κάθε είδους πολιτισμική ανάπτυξη. Αναμφίβολα, είναι γνωστό πως η εκπαίδευση στην αρχαία Ελλάδα επηρέασε σε μεγάλο βαθμό την ανάπτυξη ενός δυναμικού πολιτιστικού συνεχούς, που συνδέει το παρελθόν με το μέλλον, επεκτάθηκε στην ευρωπαϊκή ήπειρο και τις κτήσεις της και είναι γνωστό σήμερα με το γενικό όρο «δυτικός πολιτισμός». Ωστόσο, οποιαδήποτε μελέτη των επιδράσεων της αρχαίας ελληνικής εκπαίδευσης στο σύγχρονο κόσμο απαιτεί γνώση του ίδιου του αντικείμενου της εκπαίδευσης, έτσι όπως αναπτύχθηκε στις διαφορετικές πόλεις-κράτη της ελληνικής επικράτειας. Βλ. περισσότερα, Η. Ι. Μarrou, Ιστορία της εκπαιδεύσεως κατά την αρχαιότητα, μτφρ. Θ. Φωτεινοπούλου, Αθήναι 1968, σσ. 19-33.

[4]              Σύμφωνα με τον Ντυρκέμ (Durkheim Emile), η εκπαίδευση ορίζεται ως «η δράση που κατευθύνεται από τις γενιές των ενηλίκων στις γενιές εκείνες που δεν είναι ακόμα αρκετά ώριμες για την κοινωνική ζωή». Σύμφωνα με τον Ζαν Πιαζέ (ʒɑ̃ pjaʒɛ ), «η εκπαίδευση συνίσταται στη διαμόρφωση δημιουργών, ακόμη κι αν δεν υπάρξουν πολλοί, ακόμη κι αν οι δημιουργίες του ενός είναι μικρότερες του άλλου. Χρειάζεται η διαμόρφωση εφευρετών, ανακαινιστών, όχι κομφορμιστών».  Στο βιβλίο του Τσαούση συναντάμε τον παρακάτω ορισμό: «Εκπαίδευση είναι μορφή εξειδικευμένης κοινωνικοποίησης που ασκείται κατά κανόνα από φορείς που βρίσκονται έξω από την οικογένεια και έχει ως περιεχόμενό της τη μετάδοση γνώσεων, δεξιοτήτων και μορφών ενέργειας ή συμπεριφοράς (εντός ειδικών ιδρυμάτων)». Βλ. σχετικό λήμμα, Δ. Γ. Τσαούση, Χρηστικό Λεξικό Κοινωνιολογίας, εκδ. Gutenberg,Αθήνα 1989. Η εκπαίδευση, με τη στενή της σημασία και όπως αυτή χρησιμοποιείται σήμερα στην επιστήμη της παιδαγωγικής, σημαίνει τη συστηματική και την οργανωμένη διαδικασία της αγωγής και της μάθησης, που αφ’ ενός προγραμματίζεται από την πολιτεία ή από οποιονδήποτε άλλο φορέα, δημόσιο ή ιδιωτικό (Π. Ξωχέλλης, 1986,1997), και αφ’ ετέρου υλοποιείται από τους φορείς αυτούς. Επειδή όμως η εκπαίδευση είναι ένα δημόσιο αγαθό, γι’ αυτό την εποπτεία και την ευθύνη για την υλοποίησή της την έχει, και οφείλει να την έχει, εξ’ ολοκλήρου η Πολιτεία.

[5]              «Υπάρχουν […] πολλά πραγματολογικά και ερευνητικά δεδομένα, καθώς και θεωρητικές προσεγγίσεις που δείχνουν ότι δεν είναι δόκιμη η εννοιολογική διχοτόμηση μεταξύ εκπαίδευσης και κατάρτισης. Αντίθετα, θα ήταν σκόπιμο να χρησιμοποιείται η γενική έννοια της “εκπαίδευσης ενηλίκων”, για να αποδίδονται όλες οι μαθησιακές δραστηριότητες στις οποίες μετέχουν ενήλικοι, θεωρούμενης της κατάρτισης ως υποκατηγορίας της εκπαίδευσης ενηλίκων, δηλαδή ως σχεδιασμένης μαθησιακής δραστηριότητας που εμπεριέχει πάντοτε, άλλοτε περισσότερο και άλλοτε λιγότερο, στοιχεία εκπαίδευσης, όπως είναι η απόκτηση βασικών ικανοτήτων, κοινωνικών ικανοτήτων, καθώς και η βαθύτερη κατανόηση διαστάσεων του μαθησιακού αντικειμένου». Α. Κόκκος, Εκπαίδευση Ενηλίκων: Ανιχνεύοντας το πεδίο, Αθήνα 2005,  σ. 37.

[6]               Σύμφωνα με τον Δ. Βεργίδη, η «δια βίου εκπαίδευση αποτελεί μια προσέγγιση του συνόλου των μορφωτικών δραστηριοτήτων (άτυπη, τυπική, μη-τυπική, συνεχής) όλων των επιπέδων που επιτρέπει τη συγκρότησή τους σ’ ένα εκπαιδευτικό συνεχές, σε διαρκή αλληλεπίδραση με την κοινωνικο-οικονομική, πολιτική και πολιτισμική πραγματικότητα. Η δια βίου εκπαίδευση χαρακτηρίζεται από ευκαμψία στο χρόνο, το χώρο, το περιεχόμενο και τις τεχνικές διδασκαλίας». Βλ. περισσότερα, Δ. Βεργίδη, Σχολεία Δεύτερης Ευκαιρίας: διαδρομές και προσδοκίες των εκπαιδευομένων, στα πρακτικά 1ου Πανελληνίου Συνεδρίου Σχολείων Δεύτερης Ευκαιρίας,ΓΓΕΕ-ΙΔΕΚΕ, Αθήνα 2004.

[7]               Ο όρος κουλτούρα, ο οποίος είναι πολυσήμαντος και προκαλεί σύγχυση επιτεινόμενη  από τη κατάχρηση την οποία γνωρίζει στην εποχή μας, δηλώνει γενικά το χαρακτήρα, την πνευματική παράδοση, τις ιδέες, τις αξίες και τον τρόπο ζωής ενός έθνους.  Βλ. σχετικό λήμμα, ΠΑΠΥΡΟΣ LAROUSSE BRITANICCA, Αθήνα 2006.

[8]               Ο όρος αγωγή δηλώνει τη σκόπιμη μορφωτική επενέργεια που ασκείται από έναν παιδαγωγό σε έναν παιδαγωγούμενο, κυρίως κατά την παιδική ηλικία του τελευταίου. Βλ. σχετικό λήμμα, ΠΑΠΥΡΟΣ LAROUSSE BRITANICCA, Αθήνα 2006.

[9]               Η μόρφωση είναι το αποτέλεσμα της αγωγής και της παιδείας. Βλ. σχετικό λήμμα, ΠΑΠΥΡΟΣ LAROUSSE BRITANICCA, Αθήνα 2006.

[10]             Πρβλ. J. Werner, ΠΑΙΔΕΙΑ, μτφρ. Γ. ΒΕΡΡΟΙΟΥ, Αθήναι  1968-1974.