Απροετοίμαστη για τη μετάβαση στην ψηφιακή εποχή της εκπαίδευσης παραμένει η Ευρώπη, παρά την πρόοδο που συντελείται τα τελευταία χρόνια, με την Ελλάδα να υστερεί σε επίπεδο επιδόσεων στον εν λόγω τομέα. Η κρίση του COVID-19 ανέδειξε, μεταξύ άλλων, ότι η ψηφιακή εκπαίδευση συνιστά μείζον θέμα για όλες τις χώρες, με την Ευρώπη, ωστόσο, αφενός να υστερεί και αφετέρου να εμφανίζει μια ανομοιογενή εικόνα.
Σε αντίθεση με την κοινή άποψη ότι οι σημερινοί νέοι είναι μια “ψηφιακή γενιά”, πολλοί δεν αναπτύσσουν επαρκείς ψηφιακές δεξιότητες. Σε όλες τις χώρες της Ε.Ε. πάνω από το 15% των μαθητών δεν διαθέτει σήμερα επαρκείς ψηφιακές δεξιότητες. Αυτό τουλάχιστον δείχνει η ετήσια έκθεση Παρακολούθησης της Εκπαίδευσης και της Κατάρτισης, που δημοσιοποίησε χθες η Ευρωπαϊκή Επιτροπή.
“Η ψηφιακή εκπαίδευση έχει τεθεί στο επίκεντρο της πολιτικής στην Ελλάδα. Κατά τη διάρκεια του lockdown λόγω του COVID-19, η χώρα έκανε αποφασιστικά βήματα για να προωθήσει τη μάθηση μέσω Διαδικτύου, αλλά επίσης αντιμετώπισε προκλήσεις σε επίπεδο πρόσβασης και εφαρμογής. Η Ελλάδα έχει καταβάλει σημαντικές προσπάθειες να αναβαθμίσει τις ψηφιακές υποδομές της, αλλά εξακολουθεί να υστερεί σε σχέση με άλλες χώρες της Ε.Ε.”, αναφέρει η έκθεση για την Ελλάδα.
Όπως διαπιστώνουν οι συντάκτες της, η τεχνική υποστήριξη ΤΠΕ στην Ελλάδα “δεν ανταποκρίνεται απαραίτητα στις ιδιαίτερες ανάγκες των σχολείων, καθώς είναι εξωτερική και ανεπαρκής”. Μόνο το 14% των μαθητών φοιτούν σε σχολεία με επαρκές ειδικευμένο προσωπικό τεχνικής υποστήριξης – το μικρότερο ποσοστό στην Ε.Ε.
Η κρίση του COVID-19
Επιπλέον, σύμφωνα πάντα με την έκθεση, συγκριτικά λίγοι μαθητές στην Ελλάδα αναφέρουν ψηφιακές δεξιότητες άνω του μέσου όρου, παρά τη σημαντική δέσμευση ως προς την ψηφιακή εκπαίδευση. Μόνο 5% των ατόμων ηλικίας 16-19 ετών ανέφεραν ότι έχουν χαμηλές ψηφιακές δεξιότητες το 2019 (ΕΕ-27: 15 %). Ωστόσο, το ποσοστό των ατόμων με γενικές ψηφιακές δεξιότητες άνω του βασικού επιπέδου (32 %) ήταν πολύ κάτω από τον μέσο όρο της ΕΕ-27 (57 %).
“Τα τελευταία έτη έχει αναπτυχθεί σημαντικός όγκος ψηφιακού εκπαιδευτικού περιεχομένου. Η Ελλάδα έχει έναν από τους υψηλότερους αριθμούς συνιστώμενων ωρών ετησίως (150) για τις ΤΠΕ ως υποχρεωτικό χωριστό μάθημα στην πρωτοβάθμια εκπαίδευση και τα αποτελέσματα της ψηφιακής μάθησης καθορίζονται λεπτομερώς για όλες τις βαθμίδες εκπαίδευσης Ωστόσο, η έλλειψη παρακολούθησης σε συστημικό επίπεδο καθιστά δύσκολο να διαπιστωθεί ο αντίκτυπος των αποτελεσμάτων της ενδοσχολικής ψηφιακής εκπαίδευσης”.
“Η μετάβαση στην τηλεδιδασκαλία κατά την κρίση της νόσου COVID-19 ανέδειξε τον κίνδυνο αποκλεισμού για τους μειονεκτούντες μαθητές. Η ψηφιακή μάθηση κατά το κλείσιμο των εκπαιδευτικών ιδρυμάτων παρουσίασε προκλήσεις και ευκαιρίες”, σχολιάζουν οι αναλυτές για τη χώρα μας.
Ψηφιακές υποδομές
Σύμφωνα με την έκθεση, αν και οι ψηφιακές υποδομές των σχολείων στην Ευρώπη αναπτύχθηκαν σημαντικά την τελευταία δεκαετία, εξακολουθούν να παρατηρούνται μεγάλες διαφορές σε πολλές χώρες. Το ποσοστό των μαθητών, που φοιτούν σε σχολεία άρτια εφοδιασμένα και συνδεδεμένα με ψηφιακό εξοπλισμό, διαφέρει σημαντικά ανά την Ευρώπη. Είναι υψηλότερο στις Βόρειες Χώρες και κυμαίνεται από 35% έως 52%. Στο μεταξύ, μόλις το 8% των μαθητών, που φοιτούν σε σχολεία τα οποία βρίσκονται σε χωριά ή σε μικρές πόλεις, έχουν πρόσβαση σε Διαδίκτυο υψηλών ταχυτήτων άνω των 100 Mbps.