Κλείνοντας τη συνεδρίασή του το Συμβούλιο Γεωργίας της Ε.Ε., στις σχετικά με την επισιτιστική ασφάλεια, εξέδωσε ανακοίνωση, στις 7/2/2023, σύμφωνα με την οποία αναφέρει πως στην Ε.Ε. καταναλώνονται εκατομμύρια τόνοι κρέατος, ψαριών, αβγών και γαλακτοκομικών προϊόντων κάθε χρόνο. Τα ζωικά προϊόντα, τα οποία πολλοί θεωρούν απαραίτητα για μια ισορροπημένη και θρεπτική δίαιτα, αφορούν περισσότερο από το 1/3 της συνολικής πλούσιας γεωργικής παραγωγής της Ε.Ε. Αν και ο γεωργικός τομέας στην Ε.Ε. απασχολεί εκατομμύρια εργαζόμενους σε όλα τα κράτη-μέλη, παρ’ όλα αυτά, υπάρχουν προκλήσεις και εμπόδια, τόσο αρχικά από την πανδημία, αλλά και από την κλιματική και τον τελευταίο χρόνο ο πόλεμος στην Ουκρανία. Αυτό σημαίνει πως η σίτιση των ζώων της Ευρώπης γίνεται όλο και πιο δύσκολη.
Χάρη, όμως, στην Κοινή Γεωργική Πολιτική, η Ε.Ε. δεν αντιμετωπίζει κρίση διαθεσιμότητας τροφίμων. Παρ ‘όλα αυτά, με τις ζωοτροφές να έχουν ήδη την υψηλότερη εισροή παραγωγού, το αυξανόμενο κόστος για τους αγρότες μεταφράζεται σε υψηλότερες τιμές για βασικά προϊόντα όπως το κρέας, τα αβγά και το γάλα. Τα ποσοστά πληθωρισμού για τα τρόφιμα -τα υψηλότερα μετά αυτές για την ενέργεια- έφθασαν στο 13,8% τον Δεκέμβριο του 2022 και παραμένουν το κύριο μέλημα για τους πολίτες της Ε.Ε., ιδιαίτερα τα νοικοκυριά με χαμηλό εισόδημα.
Μεγαλύτερη αυτονομία
Οι ηγέτες των κρατών-μελών έχουν εκφράσει τη δέσμευσή τους για τη διασφάλιση της επισιτιστικής ασφάλειας της Ε.Ε. και την αντιμετώπιση της αύξησης των τροφίμων τιμές μειώνοντας την εξάρτηση της Ε.Ε .από βασικά εισαγόμενα γεωργικά προϊόντα και εισροές, σε ειδικές φυτικές πρωτεΐνες για ζωοτροφές.
Η έμφαση στη βιωσιμότητα και την κυκλικότητα των γεωργικών αλυσίδων εφοδιασμού, ενθαρρύνει την καινοτομία στη διατροφή των ζώων. Ενίσχυση της εγχώριας παραγωγής ζωοτροφών της Ε.Ε., ιδίως φυτικής προέλευσης πρωτεϊνών.
Το 2021 η παραγωγή της γεωργικής βιομηχανίας της Ε.Ε. είχε ακαθάριστη αξία 449,9 δισεκατομμυρίων ευρώ, το 36,2% της οποίας ήταν αντιπροσωπεύεται από ζωική παραγωγή (συμπεριλαμβανομένων των βιομηχανιών γαλακτοκομικών προϊόντων και αυγών), για αξία 163 δισεκατομμυρίων ευρώ.
Το 2020, υπήρχαν 9,1 εκατομμύρια εκμεταλλεύσεις στην Ε.Ε: το 21,6% εξ αυτών ήταν εξειδικευμένο στην εκτροφή ζώων και το 19,3% ήταν «μεικτές φάρμες» εκτροφής ζώων. Από το υπόλοιπο 58,3% της καλλιέργειας είναι εξειδικευμένες εκμεταλλεύσεις, πολλές από τις οποίες συμβάλλουν στην κάλυψη της ζήτησης της Ε.Ε. για ζωοτροφές.
Ο αριθμός των ζώων που εκτρέφονται σε φάρμες σε ολόκληρη την Ε.Ε. είναι σημαντικός. Το 2021 το ζωικό κεφάλαιο της Ε.Ε πληθυσμός αριθμούσε 142 εκατομμύρια χοίρους, 76 εκατομμύρια κεφάλια βοοειδών (για παραγωγή κρέατος και γαλακτοκομικών προϊόντων), 62 εκατομμύρια πρόβατα και 12 εκατομμύρια κατσίκες. Μετά το χοιρινό κρέας, τα πουλερικά είναι το δεύτερο κρέας σε κατανάλωση στην Ε.Ε., με 891,4 εκατομμύρια κοτόπουλα κρεατοπαραγωγής να εκτρέφονται το 2013 και 376 εκατομμύρια όρνιθες ωοπαραγωγής το 2021.
Μεταξύ των κρατών-μελών της Ε.Ε., η Ισπανία και η Γερμανία έρχονται πρώτες στην παραγωγή χοίρων το 2021, με 24,3 % και 16,8 % του συνόλου των κεφαλαίων αντίστοιχα. Η Γαλλία κυριάρχησε στα βοοειδή με 22,8 % των κεφαλαίων, ακολουθούμενη από τη Γερμανία με 14,5%. Η Ισπανία παράγει, επίσης, το μεγαλύτερο αριθμό προβάτων, με σχεδόν το 1/4 του συνόλου της Ε.Ε., ακολουθούμενο από τη Ρουμανία με 12,1%. Η Ελλάδα ήταν πρώτη σε παραγωγή αιγών αγγίζοντας το 23,3 %, ακολουθούμενη από Ισπανία με 21,7%. Η Πολωνία είναι η κορυφή της Ε.Ε. στην παραγωγή πουλερικών (κυρίως κοτόπουλου) με 19 % της παραγωγής, μπροστά από τη Γαλλία, την Ισπανία, Γερμανία και Ιταλία (με 13 %, 12 %, 12 % και 10 % το 2021 αντίστοιχα).
Τα εκατομμύρια των ζώων που εκτρέφονται σε ολόκληρη την Ε.Ε. παρέχουν στους καταναλωτές μεγάλες ποσότητες κρέατος, αβγών καθώς και γαλακτοκομικών προϊόντων. Το 2021, ο κτηνοτροφικός τομέας παρήγαγε 23,4 εκατ. τόνους χοιρινού κρέατος, 6,8 εκατομμύρια τόνους βόειο κρέας και 459,4 χιλιάδες τόνους αιγοπρόβειου κρέατος. Η εκτιμώμενη παραγωγή το 2021 ήταν 13,3 εκατομμύρια τόνοι κρέατος πουλερικών, εκ των οποίων το 82,6% αντιπροσωπευόταν το κοτόπουλο και ακολουθούν η γαλοπούλα (13,7%) και η πάπια (3,3%).