Σύμφωνα με δημοσιεύματα, κοντά στα 23.2 εκατ. ευρώ θα διαθέσει η κυβέρνηση για την ενίσχυση της αιγοπροβατοτροφίας.
Οι πληροφορίες μιλούν για 4 ευρώ ενίσχυση για κάθε θηλυκό ζώο που δηλώνεται στο ΟΣΔΕ. Θα δοθεί σε αυτούς που δικαιούνται ‘συνδεδεμένη ενίσχυση’, που για να καταβληθεί προϋποθέτει συγκεκριμένα κριτήρια όπως δηλωμένα ζώα πάνω από 20 (αίγες ή πρόβατα) και παράδοση 100 κιλών γάλα το χρόνο ανά ζώο (κριτήρια που ίσως και να δούμε να αλλάζουν στην αναμενόμενη ανακοίνωση).
Το ύψος της ενίσχυσης έσπειρε την απογοήτευση στον κτηνοτροφικό κόσμο και προκάλεσε έντονες αντιδράσεις.
Η ‘φιλοαγροτική’ κυβέρνηση της ΝΔ, που στηρίχθηκε από τους αγρότες, θα διαθέσει λιγότερα από τα μισά λεφτά που διέθεσε η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ για την ενίσχυση της αιγοπροβατοτροφίας από de minimis (κοντά στα 50 εκατ. μεταξύ Δεκ. 2018 και Απριλίου 2019) και μάλιστα πριν τη κρίση του κορονοϊού και πριν τη χαλάρωση της χορήγησης των κρατικών ενισχύσεων από την ΕΕ.
Σύμφωνα με τα δημοσιεύματα η δυστοκία του ΥΠΑΑΤ να δώσει λύση μέχρι σήμερα οφείλεται στη δυσκολία να «περάσει το αίτημα στις Βρυξέλλες» λόγω δυσκολιών τεκμηρίωσης για την αιτιολόγηση της κρατικής ενίσχυσης.
Το παραπάνω επιχείρημα δεν έχει βάση, αλλά ακόμα και αν είχε, υπήρχαν και άλλες επιλογές.
Πρώτον, δεν προκύπτει ιδιαίτερη δυσκολία τεκμηρίωσης για την έγκριση της Επιτροπής αφού, όπως όλοι γνωρίζουμε, έχουν χαλαρώσει οι απαιτήσεις της με τις αποφάσεις του Προσωρινού Πλαισίου για τις Κρατικές Ενισχύσεις της ΕΕ που υιοθετήθηκε στις 19/3/2020 και τροποποιήθηκε στις 3/4/2020.
Αυτό θα το διαπιστώσουμε αν δούμε την απόφαση της 5ης Μαΐου για την κρατική ενίσχυση στους ανθοπαραγωγούς, όπως ανακοινώθηκε από την Επιτροπή: «Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή ενέκρινε 10 εκατ. κρατικών ενισχύσεων από την Ελλάδα για την στήριξη των ανθοπαραγωγών στα πλαίσια της κρίσης του κορονοϊού.Η Ελλάδα γνωστοποίησε στην Επιτροπή, υπό το Προσωρινό Πλαίσιο, ενίσχυση 10 εκατ. για την στήριξη επιχειρήσεων που δραστηριοποιούνται στην ανθοπαραγωγή και επλήγησαν από την έξαρση του κορονοϊού. Η στήριξη θα είναι προσβάσιμη σε επιχειρήσεις όλων των μεγεθών που δραστηριοποιούνται στον τομέα στην Ελλάδα. Η Επιτροπή κατέληξε ότι το μέτρο είναι αναγκαίο, κατάλληλο και αναλογικό να αντιμετωπίσει μια σοβαρή διαταραχή στην οικονομία ενός Κράτους Μέλους σύμφωνα με το άρθρο 107(3)(b) TFEU και τις συνθήκες που ορίζονται στο Προσωρινό Πλαίσιο» (Πηγή: https://ec.europa.eu/commission/presscorner/detail/en/ip_20_809).
Προσέξτε: «Η Ελλάδα γνωστοποίησε στην Επιτροπή» και η Επιτροπή ενέκρινε, αφού κατέληξε ότι το μέτρο είναι αναγκαίο, κατάλληλο και αναλογικό.
Δεύτερον, αν υποθέσουμε ότι είναι υπαρκτή η δυσκολία τεκμηρίωσης και έγκρισης των κρατικών ενισχύσεων, τότε γιατί η ηγεσία του ΥΠΑΑΤ δεν επιλέγει την de minimis ενίσχυση, που δεν προαπαιτεί την έγκριση της Επιτροπής, όπως προκύπτει και από την πρόσφατη ανακοίνωση της Επιτροπής για τα μέτρα στήριξης (https://ec.europa.eu/info/food-farming-fisheries/farming/coronavirus-response_en);
Και γιατί επίσης δεν αποφασίζει την κατά παρέκκλιση αύξηση της de minimis ενίσχυσης από 20.000 σε 25.000 ανά εκμετάλλευση, όπως δίνει την δυνατότητα ο τροποποιημένος Κανονισμός (ΕΕ) 2019/316 της 21ης Φεβρουαρίου 2019 (άρθρο 3, παρ.3α), που σωρευτικά αυξάνει σε 161.126.450 εκατ., το ποσό των de minimis ενισχύσεων από το σημερινό των 134.272.042 εκατ. και δίνει επιπλέον οικονομικά περιθώρια ενίσχυσης;
Τα παραπάνω καταδεικνύουν ότι η κυβέρνηση είχε τη δυνατότητα επιλογών για την καταβολή της ενίσχυσης και επέλεξε την χειρότερη.
Πρόκειται για σκόπιμη επιλογή ή για το αποτέλεσμα της ανεπάρκειάς της να βρει μια ικανοποιητική λύση για την στήριξη της αιγοπροβατοτροφίας;
Μετά από δύο μήνες διαβουλεύσεων, συσκέψεων και αρθρογραφίας ‘περί μεθοδολογίας’ κατά του ‘λαϊκισμού’ των οριζόντιων μέτρων, αποκαλύπτεται ‘άνθρακες ο θησαυρός’ και χαμένος ο αιγοπροβατοτρόφος.
Καμία στοχευμένη, συνεκτική και τεκμηριωμένη πολιτική αντιμετώπισης των επιπτώσεων για τους άμεσα πληττόμενους του τομέα, καμία σοβαρή μεθοδολογία.
Επιβεβαίωση της έλλειψης, από πλευράς κυβέρνησης, στοιχειώδους σχεδίου αντιμετώπισης της κρίσης τόσο για τις βραχυπρόθεσμες όσο και για τις μεσομακροπρόθεσμες επιπτώσεις της.
Ο αγροτικός τομέας βρίσκεται σε κενό πολιτικής αξιολόγησης των προβλημάτων του και πολιτικού σχεδιασμού.
Βρίσκεται χωρίς στρατηγική για την επόμενη μέρα.
Κινδυνεύει μάλιστα με ασφυξία όταν η κρίση του τουρισμού θα προστεθεί σε αυτή της εστίασης και το έλλειμμα ρευστότητας θα θέσει εν αμφιβόλω τόσο την λειτουργική όσο και την επενδυτική δυνατότητα των αγροτικών μας εκμεταλλεύσεων.
Θόδωρος Κασσίμης πρώην Γ.Γ ΥΠΑΑΤ