“Ο Θεός του Χριστιανισμού δεν σώζει τον άνθρωπο από απόσταση”

(Μία συζήτηση με τον Επίκουρο Καθηγητή του Α.Π.Θ. Στυλιανό Χαραλαμπίδη)

Της δημσιογράφου Αριστέας Κοντόζογλου

Μία νέα χρονιά ανέτειλε πριν από λίγες μέρες και η έννοια του χρόνου ήρθε και πάλι στο προσκήνιο. Για την αρχαιοελληνική, τη χριστιανική και τη σύγχρονη περί χρόνου αντίληψη κουβεντιάσαμε με τον Επίκουρο Καθηγητή της Θεολογικής Σχολής του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης κ. Στυλιανό Χαραλαμπίδη. Ο κ. Χαραλαμπίδης γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη και είναι πτυχιούχος της Θεολογικής και της Νομικής Σχολής του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου. Διδάσκει Διορθόδοξες και Διαχριστιανικές Σχέσεις στο Τμήμα Κοινωνικής Θεολογίας και Χριστιανικού Πολιτισμού του Α.Π.Θ. και συμμετέχει ενεργά στην Οικουμενική Κίνηση. Έχει συγγράψει 4 μονογραφίες, ενώ μελέτες και άρθρα του έχουν δημοσιευθεί σε επιστημονικά περιοδικά και συλλογικούς τόμους στην Ελλάδα και το εξωτερικό.                  

Ακολουθεί το κείμενο της συζήτησής μας:

Κύριε καθηγητά, πόσο σημαντική είναι η συζήτηση γύρω από το ζήτημα του χρόνου;

Το θέμα της φύσης, αλλά και της σημασίας του χρόνου, κυρία Κοντόζογλου, αποτελεί θεμελιώδες ζήτημα, αλλά και προϋπόθεση κάθε φιλοσοφίας της ιστορίας, καθώς η ίδια η ιστορία είναι διαδικασία κίνησης, εξέλιξης και εκπλήρωσης εν χρόνω. Σήμερα ιδιαίτερα, στην εποχή του διαδικτύου και του φρενήρους ρυθμού της ζωής η έννοια του χρόνου δείχνει να σχετικοποιείται ή να αποκτά νέες διαστάσεις ή και διαφορετικό περιεχόμενο.

Μιλήστε μας για την περί χρόνου αντίληψη της αρχαίας ελληνικής φιλοσοφίας.

          Στο πλαίσιο της αρχαίας ελληνικής φιλοσοφίας, κρατούσα είναι η άποψη περί της κυκλικής κίνησης του χρόνου και του κόσμου. Ο κοσμικός χρόνος αποτελεί μία συνεχή ροή αποσυνθέσεων και ανασυνθέσεων του κόσμου, ακμής και παρακμής, γέννησης και θανάτου. Αυτή η κυκλικότητα του χρόνου είναι το σύμβολο της αιωνιότητας και της τελειότητας του κόσμου.

Όπως αντιλαμβάνεσθε, δεν υπάρχει εδώ ικανός χώρος για μεταβολή και καινοτομία. Μόνο το ακίνητο και αμετάβλητο είναι οντολογικό. Κάθε κίνηση και μεταβολή ταυτίζεται με την ατέλεια και τη φθορά. Γι’ αυτό και ο Θεός είναι, κατά τον Αριστοτέλη, το “πρτον κινον κίνητον”. Αυτή η θεώρηση του χρόνου σηματοδοτεί ουσιαστικά μία αποξένωση από τον κόσμο και την ιστορία.

Στον Πλάτωνα, ο χρόνος είναι η κινητή εικόνα της αιωνιότητας. Ο χρόνος μιμείται την αιωνιότητα και κινείται ρυθμικά σε κύκλους.

Στον Αριστοτέλη, ο χρόνος είναι ριθμός κινήσεως κατά τό πρότερον καί τό στερον”. Ο ίδιος συνδέει την έννοια του χρόνου με την ικανότητα της ψυχής να αντιλαμβάνεται τη διαφορά ανάμεσα σε ένα ύστερο “τώρα” και σε ένα πρότερο “τώρα”. Στο εύλογο ερώτημα, εάν θα μπορούσε να υπάρξει ο χρόνος στην περίπτωση που δεν υπήρχε η ψυχή, για να αντιληφθεί τη διαφορά πρότερου και ύστερου, ο μεγάλος Σταγειρίτης απαντά ότι η κίνηση θα υπήρχε και πάλι, αλλά δεν θα είχε μετρήσιμη διάσταση.

Στους Στωικούς, ο χρόνος κυλάει κυκλικά με την έννοια ότι όλα τα όντα διανύουν μία κυκλική διαδρομή, καταστρεφόμενα και επανεμφανιζόμενα στην αρχική τους κατάσταση ανά τακτά διαστήματα. Η κίνηση αυτή είναι αιώνια.

Στον Επίκουρο, η εποπτεία του χρόνου κατανοείται τόσο από την έξω κίνηση, δηλ. τις μέρες και τις νύχτες που διαδέχονται η μία την άλλη και αυτό, βέβαια, τον φέρνει κοντά στην πλατωνική παράδοση όσο και από τις ψυχικές διαθέσεις, δηλ. την αναμονή, τη διέγερση και την ηρεμία, κάτι που τον φέρνει πλησιέστερα στην αριστοτελική παράδοση.

Ποια είναι η σχέση του χρόνου με την αιωνιότητα, κύριε καθηγητά;

Υπάρχει η πεποίθηση ότι υφίσταται ασυμβίβαστη αντίθεση μεταξύ χρόνου και αιωνιότητας. Με άλλα λόγια, υποστηρίζεται ότι ο χρόνος συνιστά στην πραγματικότητα άρνηση της αιωνιότητας.

Κατ’ ουσίαν, η διαλεκτική αντίθεση μεταξύ χρόνου και αιωνιότητας, η οποία, πρέπει να σας πω, αποτελεί χαρακτηριστικό γνώρισμα αρκετών σημαντικών φιλοσοφικών ρευμάτων, αντικατοπτρίζει τον τραγικό αγώνα μεταξύ ζωής και θανάτου καθ’ όλη τη διάρκεια της ιστορικής εξέλιξης. Η ζωή ταυτίζεται με την αιωνιότητα και ο θάνατος με τον χρόνο.

Η μνήμη αποτελεί το στοιχείο εκείνο που λειτουργεί ως δύναμη αντίστασης στη θανατηφόρα κυριαρχία του χρόνου. Η μνήμη αποτελεί το θεμέλιο της ιστορίας. Όλη η ιστορική γνώση δεν είναι παρά μία ανάμνηση. Δίχως τη μνήμη δεν θα υπήρχε ιστορία.

Η ορθόδοξη θεολογία βλέπει τα πράγματα υπό μία άλλη οπτική, καθώς θεωρεί ότι η πόλωση χρόνου και αιωνιότητας μπορεί να ξεπεραστεί και ξεπερνιέται με την εγκαθίδρυση της αιωνιότητας, δηλ. των εσχάτων στη θεολογική γλώσσα, εντός του ιστορικού χρόνου. Στο πρόσωπο του Χριστού, η αιωνιότητα εισήλθε στην ιστορία. Ένα τροπάριο των Χριστουγέννων, που εορτάσαμε πριν από λίγες μέρες, αναφέρει σχετικά: “σήμερον ὁ ἄχρονος ρχεται και Λόγος σαρκοται”.

Θα θέλαμε τώρα να μας μιλήσετε για την περί χρόνου διδασκαλία της Ορθόδοξης Εκκλησίας.

Κατά την ορθόδοξη θεολογία, ο χρόνος δημιουργείται μαζί με τον κόσμο. Ο κόσμος, δηλαδή, δεν γίνεται απλώς εν χρόνω, αλλά γίνεται μαζί με τον χρόνο. Όχι ν χρόν, αλλά “μετά το χρόνου” δημιουργεί ο Θεός τον κόσμο, όπως σημειώνουν οι Πατέρες της Εκκλησίας.

ν ρχῇ ἐποίησεν Θεός τον ορανόν και την γν”, σύμφωνα με την πρώτη φράση της Αγίας Γραφής. Αυτό το ν ρχυποδηλώνει σαφώς χρόνο. Έτσι, στο βιβλίο της Γενέσεως, το πρώτο κιόλας βιβλίο της Αγίας Γραφής, τίθενται δύο στοιχεία, ταυτόχρονα. Το στοιχείο του χώρου και το στοιχείο του χρόνου. Δεν νοείται ο χρόνος χωρίς τον χώρο ούτε ο χώρος χωρίς τον χρόνο.

Η ορθόδοξη θεολογία διαφοροποιείται ριζικά από την αρχαιοελληνική αντίληψη του κυκλικού χρόνου, δηλ. του ενδοϊστορικού και χωρίς εσχατολογική προοπτική χρόνου, και τούτο ως συνέπεια της σωτηριολογίας της. Η σωτηρία στον χριστιανισμό δεν αναζητείται στη φυγή από τον κόσμο, αλλά στη συντριβή του κακού. Ο κόσμος δεν είναι καθ’ εαυτόν κακός, αλλά μαστίζεται από τις δυνάμεις του κακού. Δεν είναι τυχαίο ότι ο Χριστός στην αρχιερατική προσευχή του ζητά από τον Πατέρα: “οκ ρωτ, να ρς ατούς κ το κόσμου, λλ’ να τηρήσς ατούς κ τοπονηρο .Ο Χριστός δεν έρχεται για να απεγκλωβίσει τον άνθρωπο από την ιστορία και να τον λυτρώσει από τα δεινά της, αλλά για να μεταβάλλει την ιστορία σε χώρο σωτηρίας, δηλ. σε πεδίο κατατρόπωσης των συνεπειών της αμαρτίας.

Τόσο ο κόσμος όσο και ο χρόνος αποτελούν εκφράσεις της εκ του μηδενός, εκ του μη όντος όπως λέμε στη θεολογική γλώσσα, δημιουργίας του Θεού, ο οποίος είναι καιρούς καί χρόνους ν τῇ ἰδίᾳ ἐξουσίθέμενος”. Κόσμος και χρόνος έχουν αρχή και τέλος, δηλ. “πλήρωμα”, κατά τη βιβλική γλώσσα με νόημα και σκοπό. Η πορεία τους είναι γραμμική, είναι μία ευθύγραμμη πορεία με εσχατολογική διάσταση και προοπτική, μια πορεία ανοιχτή σε ανατροπές και εκπλήξεις. Σημείο αναφοράς, αλλά και εντελέχεια, για να χρησιμοποιήσω έναν φιλοσοφικό όρο, αυτής της πορείας είναι το πρόσωπο του Χριστού, ο οποίος είναι ο “πρωτότοκος πάσης κτίσεως”, δηλ. η ανακεφαλαίωση της κτίσης και της ιστορίας.

Από όσα μας λέτε, αντιλαμβανόμαστε την τεράστια σημασία της ενανθρώπησης του Χριστού.

Φυσικά. Ο Θεός του χριστιανισμού, κυρία Κοντόζογλου, δεν σώζει τον άνθρωπο ούτε από απόσταση ούτε στο επίπεδο των ιδεών και της διανοητικής σφαίρας. Αντίθετα, μπαίνει στην ανθρώπινη συνθήκη, μετέχει στην ανθρώπινη περιπέτεια και αναλαμβάνει ολόκληρη την ανθρώπινη φύση.

Το γεγονός της ενανθρώπησης αποτελεί την πλήρη καταξίωση και κατάφαση του χρόνου και της ιστορίας. Και το γεγονός αυτό έχει συγκεκριμένες ιστορικές συντεταγμένες, έχει σαφές χρονικό στίγμα. Το Σύμβολο της Πίστεως αναφέρει όχι τυχαία ένα και μόνο ιστορικό πρόσωπο, για να βεβαιώσει ότι ο Λόγος έλαβε σάρκα και οστά σε συγκεκριμένο χωροχρονικό πλαίσιο, απαντώντας κατ’ ουσίαν σε αντιλήψεις του δοκητισμού και άλλων αιρετικών προκλήσεων. Η ενσάρκωση του Λόγου πραγματοποιείται πί Ποντίου Πιλάτου”. Δεν σας κάνει εντύπωση η αναφορά του ονόματος ενός Ρωμαίου αξιωματούχου στο Σύμβολο Νικαίας–Κωνσταντινουπόλεως, στην πιο ευσύνοπτη αποτύπωση του περιεχομένου της χριστιανικής πίστης;

Με την ενανθρώπηση του Χριστού, εγκαινιάζεται η αρχή του τέλους, τα έσχατα εισβάλλουν ήδη στην ιστορία. Το τέλος δεν αναμένεται πλέον να έρθει, αλλά έχει ήδη έρθει στο πρόσωπο και το έργο του αναστημένου Χριστού. Το οριστικό τέλος, βέβαια, αυτής της πορείας ταυτίζεται με τη δεύτερη έλευση του Χριστού. Με άλλα λόγια, η χριστιανική εσχατολογία κινείται μεταξύ του “ἤδη” και του “οὕπω”. Αυτή η αντίληψη αποτελεί από τη μια μωρία για την αρχαιοελληνική αντίληψη του αέναου κυκλικού χρόνου και από την άλλη σκάνδαλο για την ιουδαϊκή προφητική αντίληψη.

Ο παρών χρόνος δεν αποτελεί απλώς το σκηνικό του επίγειου βίου μας, αλλά συνιστά ουσιώδη παράμετρο του μυστηρίου της σωτηρίας. Με άλλα λόγια, ο παρών χρόνος γίνεται “καιρός” κατά τη βιβλική γλώσσα, δηλ. αφορμή και ευκαιρία σωτηρίας, διάσωσης της οντολογικής ακεραιότητας του ανθρωπίνου προσώπου.

Ο χρόνος του μέλλοντος αιώνος δεν θα είναι μία νέα δημιουργία ή μία άχρονη πραγματικότητα, αλλά η εν Χριστώ μεταμόρφωση του παρόντος κόσμου, που δημιούργησε ο Θεός στην αρχή του χρόνου και της ιστορίας. 

Ειδικότερα, στη λειτουργική ζωή της Εκκλησίας ο χρόνος λαμβάνει και μία άλλη διάσταση. Δεν τεμαχίζεται σε παρελθόν, παρόν και μέλλον, αλλά ενοποιείται, συναιρείται, μεταμορφώνεται και βιώνεται ως ένα διαρκές παρόν. Αυτήν ακριβώς την αλήθεια εκφράζει η λειτουργική χρήση ενεστωτικών εκφράσεων ( παρθένος σήμερον τον περούσιον τίκτει…”, “σήμερον κρεμται πί ξύλου…”, “σήμερον σωτηρία τκόσμγέγονεν…” κοκ). Δεν πρόκειται απλώς για μια ιστορική επανάληψη των σωτηριωδών γεγονότων της ιστορίας της θείας οικονομίας, αλλά για μια κατά χάρη παροντοποίησή τους, μία δυνατότητα που δίνεται στους πιστούς να ζήσουν τα γεγονότα σαν να ήταν παρόντες, όταν αυτά ελάμβαναν χώρα.

Ο ιστορικός χρόνος μεταποιείται εντός του εκκλησιαστικού σώματος σε λειτουργικό χρόνο. Κομβικό ρόλο εδώ διαδραματίζει η έννοια της ανάμνησης. Υπάρχει, όμως, στο σημείο αυτό ένα, επιτρέψτε μου τη φράση, “θεολογικό παράδοξο”, το οποίο προδίδει μία αισιόδοξη και δυναμική θεώρηση της ιστορίας με κεντρικό άξονα το γεγονός της ενανθρώπησης του Λόγου. Μέσα στην εκκλησιαστική λατρεία δεν θυμόμαστε μόνο παλαιά γεγονότα, αλλά “θυμόμαστε” και βιώνουμε και μελλοντικά γεγονότα. Ακούστε, επί παραδείγματι, τα λόγια της θείας Ευχαριστίας λίγο πριν τον καθαγιασμό: “Μεμνημένοι τοίνυν τς σωτηρίου ταύτης ντολς καί πάντων τν πέρ μν γεγενημένων, τοΣταυρο, το τάφου, τς τριημέρου ναστάσεως, τς ες ορανούς ναβάσεως, τς κ δεξιν καθέδρας, τς δευτέρας και νδόξου πάλιν παρουσίας. Η Εκκλησία συνθέτει τις διαστάσεις του χρόνου στο αιώνιο “νῦν” της παρουσίας του Θεού.

Σας ευχαριστούμε πολύ, κύριε καθηγητά.

Κι εγώ σας ευχαριστώ και εύχομαι καλή και δημιουργική χρονιά με υγεία, χαρά, ελπίδα, ειρήνη, δικαιοσύνη και αλληλεγγύη στις κοινωνίες και στους λαούς του κόσμου ιδιαίτερα στις ταραγμένες μέρες μας.

Αριστέα Κοντόζογλου,

Δημοσιογράφος