- Το Ταμείο ανάκαμψης πρέπει να προστεθεί στον μακροπρόθεσμο προϋπολογισμό της ΕΕ και όχι να αποτελέσει επιχείρημα για τη μείωσή του
- Η Επιτροπή πρέπει να αποφύγει τη χρήση «χρηματοοικονομικής αλχημείας» ή παραπλανητικών στοιχείων
- Τα κεφάλαια θα εκταμιευθούν κυρίως μέσω επιχορηγήσεων
«Οι Ευρωπαίοι πολίτες πρέπει να βρίσκονται στην καρδιά της στρατηγικής ανάκαμψης», τονίζουν οι ευρωβουλευτές, προσθέτοντας ότι το ΕΚ θα συνεχίσει σταθερά να υπερασπίζεται τα συμφέροντα των πολιτών. Οι προσπάθειες ανάκαμψης πρέπει να έχουν ισχυρή κοινωνική διάσταση ώστε να αντιμετωπίζουν τις κοινωνικές και οικονομικές ανισότητες, καθώς και τις ανάγκες όσων επηρεάστηκαν περισσότερο από την κρίση.
Το ΕΚ εμμένει στη θέση του ότι το νέο «ταμείο ανάκαμψης και μετασχηματισμού» θα πρέπει να είναι της τάξεως των δύο τρισ. ευρώ, να χρηματοδοτηθεί «μέσω της έκδοσης μακροπρόθεσμων ομολόγων ανάκαμψης» και να «διανεμηθεί μέσω δανείων και, κυρίως, μέσω επιχορηγήσεων και άμεσων πληρωμών για επενδύσεις και ίδια κεφάλαια.» Τα μέλη του ΕΚ καλούν την Επιτροπή να μην κάνει χρήση «αμφίβολων πολλαπλασιαστών για να διαφημίσει φιλόδοξους αριθμούς» και να μην καταφύγει σε «χρηματοοικονομική αλχημεία», καθώς διακυβεύεται η αξιοπιστία της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Εκτός των προγραμμάτων που χρηματοδοτούνται από το ΠΔΠ, χρειάζονται επενδύσεις ανάπτυξης
Το σχέδιο ανάκαμψης πρέπει να συνοδεύει το επόμενο Πολυετές Δημοσιονομικό Πλαίσιο (ΠΔΠ), δηλαδή τον μακροπρόθεσμο προϋπολογισμό της ΕΕ, χωρίς να επηρεάσει αρνητικά τα υφιστάμενα και επερχόμενα ευρωπαϊκά προγράμματα, προειδοποιούν οι ευρωβουλευτές. Επιπρόσθετα, επιμένουν ότι το ΠΔΠ πρέπει να αυξηθεί και επισημαίνουν ότι το ΕΚ θα χρησιμοποιήσει το δικαίωμα βέτο σε περίπτωση που οι απαιτήσεις του δεν ικανοποιηθούν.
Η χρηματοδότηση ανάκαμψης «πρέπει να διοχετευθεί σε προγράμματα εντός του προϋπολογισμού της ΕΕ» για να διασφαλιστεί η κοινοβουλευτική εποπτεία και συμμετοχή. Το ΕΚ πρέπει επίσης να συμμετέχει πλήρως στη «διαμόρφωση, υιοθέτηση και εφαρμογή του ταμείου ανάκαμψης». Οι ευρωβουλευτές προειδοποιούν την Επιτροπή να απέχει από «κάθε προσπάθεια σχεδιασμού μιας ευρωπαϊκής στρατηγικής ανάκαμψης που δεν συμβαδίζει με την κοινοτική μέθοδο και προσφεύγει σε διακυβερνητικά μέσα».
Το σχέδιο πρέπει να επικεντρώνεται στις προτεραιότητες της Πράσινης Συμφωνίας και της ψηφιακής ατζέντας
Τα «εκτενή μέτρα ανάκαμψης», τα οποία οι ευρωβουλευτές απαίτησαν ήδη με ψήφισμά τους τον Απρίλιο, πρέπει να διαρκέσουν αρκετά ώστε να αντιμετωπίσουν τις «αναμενόμενες βαθιές και μακροχρόνιες συνέπειες της τρέχουσας κρίσης». Πρέπει να «μεταβάλλουν τις οικονομίες μας» στηρίζοντας τις μικρομεσαίες επιχειρήσεις και να «αυξήσουν τις ευκαιρίες εργασίας και δεξιοτήτων για να μετριάσουν τον αντίκτυπο της κρίσης στους εργαζόμενους, τους καταναλωτές και τις οικογένειες». Οι ευρωβουλευτές ζητούν να δοθεί προτεραιότητα σε επενδύσεις που συμβαδίζουν με την Πράσινη Συμφωνία και την ψηφιακή ατζέντα και εμμένουν στη θέσπιση ενός αυτόνομου ευρωπαϊκού προγράμματος υγείας.
Η μεταρρύθμιση των εσόδων της ΕΕ καθίσταται ζωτικής σημασίας
Οι ευρωβουλευτές υπενθυμίζουν την έκκλησή τους για την εισαγωγή ενός πακέτου νέων «ιδίων κεφαλαίων» (πηγές εσόδων της ΕΕ), για την αποφυγή περαιτέρω αύξησης των άμεσων συνεισφορών των κρατών μελών στον προϋπολογισμό της ΕΕ για να καλυφθούν οι ανάγκες του ΠΔΠ και του Ταμείου Ανάκαμψης και Μετασχηματισμού. Καθώς το ανώτατο όριο για τα έσοδα της ΕΕ εκφράζεται σε ποσοστό ακαθάριστου εθνικού εισοδήματος, το οποίο αναμένεται να μειωθεί σημαντικά λόγω της κρίσης, οι ευρωβουλευτές ζητούν επίσης μία «άμεση και μόνιμη αύξηση του ανώτατου ορίου για Ίδιους Πόρους».
Σχετικές πληροφορίες
Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή αναμένεται να υποβάλει σύντομα πρόταση για το αναθεωρημένο ΠΔΠ και το ταμείο ανάκαμψης που θα λαμβάνει υπόψιν την κρίση στον τομέα της υγείας και τις συνέπειές της.
Καθώς ο υφιστάμενος μακροπρόθεσμος προϋπολογισμός της ΕΕ εκπνέει την 31η Δεκεμβρίου 2020, η ΕΕ χρειάζεται νέο δημοσιονομικό προγραμματισμό για τα επόμενα επτά χρόνια. Σε αυτό το πλαίσιο, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή παρουσίασε σχέδια για το νέο ΠΔΠ για την περίοδο 2021-2027 τον Μάιο του 2018. Το ΕΚ υιοθέτησε την πρότασή του τον Νοέμβριο του 2018, και επιβεβαίωσε ξανά τη θέση του τον Οκτώβριο του 2019. Το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο δεν έχει καταφέρει ακόμη να συμφωνήσει σε μια θέση.