Τα επόμενα βήματα στις σχέσεις ΕΕ – Μεγάλης Βρετανίας

Η αποχώρηση της Μεγάλης Βρετανίας από την ΕΕ δεν συνεπάγεται το τέλος της μεταξύ τους συνεργασίας. Σύντομα θα ξεκινήσουν οι διαπραγματεύσεις ώστε να καθοριστoύν οι μελλοντικές τους σχέσεις.

Η ΕΕ και η Μεγάλη Βρετανία αντιμετωπίζουν πολλές κοινές προκλήσεις, όπως είναι η κλιματική αλλαγή και η τρομοκρατία, και θα αποκομίσουν πολλά εάν συνεργαστούν σε αυτούς τους τομείς.

H συμφωνία αποχώρησης αφορά κυρίως την προστασία των δικαιωμάτων των Ευρωπαίων πολιτών που διαμένουν στη Μεγάλη Βρετανία και των Βρετανών πολιτών που ζουν στην ΕΕ, τις οικονομικές δεσμεύσεις της Μεγάλης Βρετανίας ως κράτος-μέλος, αλλά και συνοριακά ζητήματα (κυρίως όσον αφορά τα σύνορα μεταξύ της Μεγάλης Βρετανίας και της Δημοκρατίας της Ιρλανδίας).

Οι μελλοντικές σχέσεις θα αποτελέσουν μέρος μιας ξεχωριστής συμφωνίας. Οι συγκεκριμένες διαπραγματεύσεις δεν μπορούσαν να ξεκινήσουν πριν την αποχώρηση της Μεγάλης Βρετανίας από την Ένωση.

Τι θα περιλαμβάνει η συμφωνία για τις μελλοντικές σχέσεις των δυο πλευρών;

Η συμφωνία θα καλύπτει τομείς όπως η άμυνα και η αντιμετώπιση της τρομοκρατίας, το περιβάλλον, η έρευνα και η εκπαίδευση.

Βασικό κομμάτι των διαπραγματεύσεων αποτελούν οι προϋποθέσεις και βασικές αρχές των μελλοντικών εμπορικών συναλλαγών, συμπεριλαμβανομένων των ζητημάτων των πιθανών δασμών, των πρότυπων παραγωγής, των ισότιμων όρων ανταγωνισμού και του τρόπου επίλυσης ενδεχόμενων διαφορών.

Πολίτες

Τα δικαιώματα των πολιτών προστατεύονται από τη συμφωνία αποχώρησης. Οι Ευρωπαίοι πολίτες που ζουν στη Μεγάλη Βρετανία και οι Βρετανοί πολίτες που διαμένουν στην ΕΕ έχουν το δικαίωμα να συνεχίσουν να ζουν και να εργάζονται στο μέρος της τωρινής διαμονής τους. Οι ελευθερίες και τα δικαιώματα των Ευρωπαίων πολιτών, σχετικά με την ελεύθερη μετακίνηση ή την υγειονομική περίθαλψή για παράδειγμα, συνεχίζουν να αποτελούν βασική προτεραιότητα του Κοινοβουλίου.

Χρονοδιάγραμμα

Στο πλαίσιο της συμφωνίας αποχώρησης, θα υπάρξει μια μεταβατική περίοδος μέχρι τo τέλoς του Δεκεμβρίου 2020. Κατά τη διάρκεια της μεταβατικής αυτής περιόδου, η Μεγάλη Βρετανία θα εξακολουθεί να έχει πρόσβαση στην ενιαία αγορά και να υπόκειται στη νομοθεσία της ΕΕ, χωρίς ωστόσο να είναι σε θέση να λαμβάνει μέρος στη θέσπιση νέων νόμων. Η Μεγάλη Βρετανία θα εξακολουθήσει να συνεισφέρει στον προϋπολογισμό της ΕΕ κατά τη μεταβατική περίοδο, αλλά δεν θα μπορεί πλέον να παίρνει θέση σχετικά με τον ετήσιο ή τον μακροπρόθεσμο προϋπολογισμό της ΕΕ, που θα αποτελέσει αντικείμενο φετινών διαπραγματεύσεων.

Στόχος είναι να ολοκληρωθούν οι συνομιλίες πριν το τέλος της μεταβατικής περιόδου. Η μεταβατική περίοδος μπορεί να παραταθεί μία φορά για περίοδο ενός ή δύο ετών, εφόσον συμφωνήσουν σχετικά και οι δύο πλευρές πριν από την 1η Ιουλίου 2020.

Εάν δεν επιτευχθεί συμφωνία μέχρι το τέλος της μεταβατικής περιόδου, οι συναλλαγές μεταξύ Μεγάλης Βρετανίας και ΕΕ θα πραγματοποιούνται βάσει κανόνων του Παγκόσμιου Οργανισμού Εμπορίου.

Μάθετε περισσότερα σχετικά με τα μέτρα που έχουν ληφθεί για τον μετριασμό των επιπτώσεων σε περίπτωση μη συμφωνίας.

Πώς διεξάγονται οι διαπραγματεύσεις;

Ο πρώην επίτροπος Μάικλ Μπάρνιερ θα διεξάγει τις διαπραγματεύσεις εξ ονόματος της ΕΕ, βάσει κατευθυντήριων γραμμών του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου. Ο Μπάρνιερ επίσης διεξήγαγε τις διαπραγματεύσεις για τη συμφωνία αποχώρησης.

Οι ευρωβουλευτές μπορούν να επηρεάσουν τις διαπραγματεύσεις υιοθετώντας ψηφίσματα που καθορίζουν τη θέση του ΕΚ. Το Κοινοβούλιο συγκρότησε, επίσης, μια συντονιστική ομάδα για τη Μεγάλη Βρετάνια, με επικεφαλής τον πρόεδρο της AFET, Ντέιβιντ Μακάλιστερ (ΕΛΚ, Γερμανία).

Οι συμφωνίες μπορούν να τεθεί σε ισχύ μόνο εάν εγκριθούν από το ΕΚ και το Συμβούλιο. Σε αντίθεση με τη συμφωνία αποχώρησης, η συμφωνία σχετικά με τις μελλοντικές σχέσεις ενδέχεται να πρέπει να εγκριθεί και από τα εθνικά κοινοβούλια εάν αναφέρεται σε αρμοδιότητες που η ΕΕ μοιράζεται με τα κράτη μέλη. Θα πρέπει, επίσης, να εγκριθεί από τη Μεγάλη Βρετανία.

Η θέση του ΕΚ

Σε ψήφισμα που εγκρίθηκε τον Σεπτέμβριο του 2019, το ΕΚ δήλωσε ότι οι διαπραγματεύσεις σχετικά με τις μελλοντικές σχέσεις ΕΕ – Μεγάλης Βρετανίας απαιτούν ισχυρές διασφαλίσεις και προβλέψεις ισότιμων όρων ανταγωνισμού, προκειμένου να διαφυλαχθεί η εσωτερική αγορά της ΕΕ και να αποφευχθεί ο αθέμιτος ανταγωνισμός των επιχειρήσεων. Έγινε, επίσης, ξεκάθαρο ότι οι εμπορικές συμφωνίες που δεν σέβονται τα συγκεκριμένα επίπεδα προστασίας δε θα επικυρώνονται από το Κοινοβούλιο.