Η θεμελίωση του ονόματος της Μακεδονίας στην Αγία Γραφή

(Σκέψεις – Προβληματισμοί) Ιωάννης Β. Βελιτσιάνος*

Η μικρή αυτή συμβολή, μακράν του να φιλοδοξεί να παρουσιάσει εκτενώς, αφ’ ενός τη χρήση του ονόματος Μακεδονία στα χωρία της Αγίας Γραφής και αφ’ ετέρου τη συμβολή των Μακεδόνων στο ιεραποστολικό έργο του Απ. Παύλου, θα επιχειρήσει να απαντήσει σε ορισμένα ερωτήματα που σχετίζονται όχι μόνο με την αδιαμφισβήτητη ελληνική αλλά και με τη χριστιανική ταυτότητα της Μακεδονίας. 

Σύμφωνα με την Παλαιά Διαθήκη, η Μακεδονία λέγεται στα εβραϊκά Χεττιίμ και οι Μακεδόνες είναι Έλληνες∙  «Αλέξανδρον τον Φιλίππου  Μακεδόνα, ος εξήλθεν εκ της γης Χεττιίμ και επάταξε τον Δαρείον βασιλέα Περσών και Μήδων και εβασίλευσεν αντ’ αυτού, πρότερον επί την Ελλάδα (= ο Αλέξανδρος ο Μακεδόνας, γιος του βασιλιά Φιλίππου ήρθε από τη χώρα των Χετιίμ και νίκησε το Δαρείο, βασιλιά των Μήδων και Περσών, κι έγινε βασιλιάς στη θέση του Δαρείου, όπως βασίλευε ήδη και στην Ελλάδα, Μτφρ.  Ελληνικής Βιβλικής Εταιρείας)»,  (Α΄ Μακ. 1, 1-2). Στο βιβλίο Α΄ Μακκαβαίων αποδεικνύονται από ιστορική άποψη τα ονόματα: Αλέξανδρος, Φίλιππος, Μακεδόνες, Αντίοχος και Έλληνες  (Α΄ Μακ. 1,1.3.7.10). Κατεξοχήν χρησιμοποιείται στους Μακκαβαίους η φράση: «από βασιλείας Ελλήνων». Η Παλαιά Διαθήκη γενικότερα δεν διαφοροποιεί τους Μακεδόνες από τους Έλληνες, γιατί και οι Μακεδόνες ήταν Έλληνες.

Αξιοσημείωτη είναι και η προφητεία του Δανιήλ (Δαν. 7,1.3.6 και 8, 1. 5-8) στα χωρία της Π.Δ., στα οποία περιγράφονται τα δύο οράματα του προφήτη για το Μ. Αλέξανδρο. Ο Ιωάννης ο Χρυσόστομος (P.G. 62, 399), δίνει την εξής ερμηνεία: «ένα άλλο θηρίο που έμοιαζε σαν λεοπάρδαλις (ενν. ο Μέγας Αλέξανδρος) και στο επάνω μέρος του σώματός της είχε τέσσερα φτερά πτηνού (ενν. τους τέσσερις βασιλείς, δηλ. τους διαδόχους του)» (P.G. 56, 230), «Ο τράγος των αιγών είναι ο βασιλιάς των Ελλήνων (ενν. ο Μέγας Αλέξανδρος)» P.G. 62, 399). «Ήταν πάρα πολύ μεγαλόφρων και μεγαλόψυχος, και ολόκληρη η οικουμένη μιλούσε γι’ αυτόν. Μαζί, λοιπόν, με τη φήμη του βασιλιά όλο και πιο πολύ αυξανόταν και η δόξα του έθνους. Διότι ονομαζόταν Αλέξανδρος ο Μακεδών» .

Επίσης το Ταλμούδ διηγείται τη φιλική συνάντηση του Μεγάλου Αλεξάνδρου, κατά τη είσοδό του στην Ιερουσαλήμ το 333 π.Χ., με τον αρχιερέα Σίμωνα τον Δίκαιο, ο οποίος τον αποκαλεί «Αλέξανδρο τον Μακεδόνα, Βασιλέα της Ελλάδας». Παρόμοιες αναφορές γίνονται και στα βιβλία του Ταλμούδ, «Τάξεις Γενεαλογιών » και «Μεγκιλάτ Ταανίτ».

Αναφορά στις λέξεις Μακεδονία και Μακεδόνες γίνεται και στην Καινή Διαθήκη, όπου αποδεικνύεται με ξεκάθαρο τρόπο η ελληνικότητα της Μακεδονίας.  Από το πλούσιο υλικό που υπάρχει, παραθέτουμε, ενδεικτικά μόνον, ορισμένα κείμενα:

Ο απόστολος Παύλος κατά τη δεύτερη περιοδεία του, το 50 μ.Χ. βρέθηκε στην Τρωάδα και   κατάλαβε πως η παράκληση αυτή του Μακεδόνα είναι η πρόσκληση του Θεού να ευαγγελισθούν το Όνομά του σ’ ένα κόσμο διαφορετικό απ’ αυτόν που γνώριζαν μέχρι τώρα: «Και όραμα δια της νυκτός τω Παύλω ώφθη, ανήρ Μακεδών τις ην εστώς και παρακαλών αυτόν και λέγων.  διαβάς εις Μακεδονίαν βοήθησον ημίν» (Πρξ. 16,9). (Βλ. Ι. Καραβιδόπουλου,  Εισαγωγή στην Καινή Διαθήκη, Θεσσαλονίκη 1983, σ. 199). Έτσι, σύμφωνα με το βιβλίο Πράξεις των Αποστόλων,ο Απόστολος Παύλος με τη συνοδεία του,πήραν το πλοίο από την Τροία με προορισμό τη Σαμοθράκη και από εκεί βγήκαν στο λιμάνι της Νεάπολης (σημερινή Καβάλα) και έπειτα συνέχισαν πεζοί στους Φιλίππους. Στους Φιλίππους ιδρύει την πρώτη χριστιανική Εκκλησία και στη συνέχεια πηγαίνει στη Θεσσαλονίκη και στη Βέροια.

Ο Παύλος θέλει να τονίσει τις ποικίλες αντιδράσεις, τις διώξεις και, γενικά, κάθε είδους εμπόδια που διαρκώς προβάλλονταν στο έργο του Ευαγγελίου κατά την περιοδεία του στις Εκκλησίες της Μακεδονίας (Φίλιπποι – Θεσσαλονίκη – Βέροια). «Και γαρ ελθόντων ημών εις Μακεδονίαν ουδεμίαν έσχηκεν άνεσιν η σάρξ ημών αλλ’ εν παντί θλιβόμενοι∙ έξωθεν μάχαι, έσωθεν φόβοι» (Β’ Κορ. 7,5).

Όμως δεν πρέπει να παραλείψουμε το γεγονός ότι στο ιεραποστολικό έργο του Παύλου σημαντικό ρόλο διαδραμάτισαν και οι Μακεδόνες, οι οποίοι αποτέλεσαν τη γέφυρα στο να διαδοθεί το χριστιανικό κήρυγμα στον υπόλοιπο ελλαδικό χώρο και στην Ευρώπη γενικότερα.

 Οι Μακεδόνες ήταν άνθρωποι γεμάτο αυθορμητισμό και δεκτικοί στο κήρυγμα του απoστόλου Παύλου σε σύγκριση με τους Αθηναίους και τους Κορίνθιους, που ήταν πιο διστακτικοί (Βλ. σχόλια G. Schneider, Die Apostelgeschichte II Teil, Freiburg-Basel-Wien 1982, σσ. 243-244.) Άλλωστε, αυτό, δηλ. η εγκαρδιότητα και η μεγαλοψυχία των Μακεδόνων, επιβεβαιώνεται από τους εγκωμιαστικούς λόγους του Αποστόλου Παύλου που γράφει στη Β΄ προς Κορινθίους επιστολή: (B΄ Κορ. 8, 1-2, πρβλ. Α΄ Θεσ.  1,6. 2,14εξ.). Για το πού οφείλεται η μεγαλοψυχία των Μακεδόνων, μας δίνει τη μαρτυρία ο Θεοδώρητος (P .G. 82, 241) και μάλιστα θαυμάζει κανείς την ακλόνητη πίστη των Θεσσαλονικέων, εάν λάβει υπόψη τις σκληρές δοκιμασίες που υπέστησαν.

Ο Ι. Χρυσόστομος, αναφέρει ότι το έθνος των Μακεδόνων ήταν ξακουστό και πριν την έλευση του Χριστού. Όσα έκανε ο βασιλεύς των Μακεδόνων Αλέξανδρος ξεπερνούν κάθε ανθρώπινη περιγραφή, διότι ξεκίνησε από μια μικρή πόλη και κατέλαβε όλη την οικουμένη (P. G. 62, 399).

Μετά την καταδίωξη του Αποστόλου Παύλου από μια μερίδα Ιουδαίων της Θεσσαλονίκης (Πρξ. 17,5), επόμενος σταθμός αποτελεί η Βέροια.  Τόσο οι Εβραίοι της Βέροιας όσο και οι Βεροιείς, έδειξαν καλή διάθεση και αυτό αποδεικνύεται από το γεγονός ότι παρακολουθούσαν τη διδασκαλία του αποστόλου Παύλου όχι μόνο το Σάββατο αλλά και κάθε μέρα (Πρξ. 17,11). Η κοντινή απόσταση Θεσσαλονίκης-Βέροιας, καθώς και η επικοινωνία των εβραϊκών συναγωγών των δύο πόλεων, συνετέλεσαν στο να γίνουν γνωστές στη Θεσσαλονίκη οι επιτυχίες του Αποστόλου Παύλου, προξενώντας το φθόνο των Ιουδαίων της Θεσσαλονίκης (Βλ. J. Holzner, Παύλος, Αθήναι 1986, σ. 197), οι οποίοι, μάλιστα, αποφάσισαν να μεταβούν στη Βέροια με άγριες διαθέσεις εναντίον του Αποστόλου. Για τον λόγο αυτό φυγαδεύτηκε από τη Βέροια και μετέβη στην Αθήνα: «ευθέως δε τότε τον Παύλον εξαπέστειλαν οι αδελφοί πορεύεσθαι ως επί την θάλασσαν υπέμενον δε ο τε Σίλας και ο Τιμόθεος εκεί» (Πρξ. 17,14). Οι διώξεις αυτές συνεπώς εναντίον του Παύλου, στην ουσία, συντέλεσαν  στη διάδοση του Ευαγγελίου και στη νότια Ελλάδα (Βλ. Χρ. Κρικώνη, ο Απόστολος Παύλος και οι Σίλας και Τιμόθεος, Θεσσαλονίκη 1997, σ. 51).

Πως, λοιπόν, ο απόστολος Παύλος μπορεί να λησμονήσει τους Μακεδόνες; Αυτή η επιθυμία του Παύλου φαίνεται καθαρά στο χωρίο της  Α΄ Θεσ. 2,17: (Εμείς, όμως αδερφοί, όταν σας αποστερηθήκαμε προσωρινά, με το σώμα βέβαια και όχι με την καρδιά, πολλές φορές προσπαθήσαμε με πολλή λαχτάρα να σας ξαναδούμε,  Μτφρ.  Ελληνικής Βιβλικής Εταιρείας). Στο στίχο 17, ο απόστολος Παύλος κάνει λόγο για την έντονη επιθυμία να επισκεφτεί τους Θεσσαλονικείς και για τις προσπάθειες που έκανε. Το μέγεθος αυτής της προσπάθειας εκφράζεται με το επίρρημα «περισσοτέρως». Εξηγεί ότι, αν και η επιθυμία του αυτή δεν πραγματοποιήθηκε, όμως η αγάπη του για τους πιστούς παραμένει η ίδια. Οι Θεσσαλονικείς είναι το καύχημά του «έμπροσθεν του κυρίου ημών Ιησού…» (2,19).

 Η συχνή χρήση του ονόματος Μακεδονία στα χωρία της Αγίας Γραφής και η αδιάλειπτη μνεία που γίνεται από τον Απόστολο Παύλο και από τους Πατέρες της Εκκλησίας, μαρτυρούν αφ’ ενός τη σπουδαιότητα του ονόματος Μακεδονία και αφ’ ετέρου την ελληνικότητα αλλά και τη χριστιανικότητά της. Αυτόκλητοι και με τη θέλησή τους, οι Μακεδόνες προσφέρθηκαν να συνδράμουν με κάθε τρόπο στο ιεραποστολικό έργο του αποστόλου Παύλου.

Δικαιολογημένα ο Παύλος εκφράζει τις ευχαριστίες του προς τον Θεό για τη σταθερότητα των Μακεδόνων στη νέα πίστη, ιστορικά στοιχεία που αποτελούν πράγματι την πιο τιμητική διάκριση για τη Μακεδονία (Α΄ Θεσ. 1, 2-3). Όπως δέχονται και πολλοί υπομνηματιστές (M. Dibelius, Bulttmann, Neil, κ.ά), στο παραπάνω χωρίο το «αδιαλείπτως» πρέπει να συνδέεται με το «μνείαν». Η αδιάλειπτη μνεία μπροστά στον Θεό των επιτευγμάτων των Μακεδόνων στη νέα τους πίστη φανερώνει το πραγματικό μέγεθος της αποδοχής που είχε το κήρυγμα του Παύλου στη Μακεδονία ( T. Holzt).

Εν κατακλείδι, λαμβάνοντας υπόψη τα παραπάνω, καταλήγουμε στο συμπέρασμα ότι η ελληνικότητα της Μακεδονίας, εκτός από τα αρχαιοελληνικά τεκμήρια, θεμελιώνεται επίσης και στις βιβλικές μαρτυρίες και, επομένως, αποδεικνύεται σαφέστατα πως, εκτός από ελληνική, είναι και χριστιανική.

*Ιωάννης Β. Βελιτσιάνος

Διδάκτωρ Θεολογίας, Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης
Θεολόγος – Φιλόλογος, Master (M.A.) Συστηματικής Φιλοσοφίας Α.Π.Θ.