Tα Καρναβάλια «στου Παντιλέμονου» «αρχινούσαν» από την εβδομάδα «της Κριατής», και κορυφώνονταν την επόμενη εβδομάδα της Τυρινής. Καθ’όλη την εβδομάδα της Τυρινής μέχρι και την Καθαρά Δευτέρα οι νέοι του χωριού ντύνονταν καρναβάλια κάθε βράδυ και πήγαιναν στα σπίτια. Οποιαδήποτε ώρα της νύκτας ήταν επιτρεπτό και συγγνωστό και σύνηθες να επισκεφτούν τα καρναβάλια ένα σπίτι, ακόμη και ξυπνώντας, δηλαδή, τους οικοδεσπότες. «Τότι ι κόζμους δε φουβούνταν τίπουτα κι ούτι παριξηγιούνταν» (κι έβαζε άφοβα τους μεταμφιεσμένους στο σπίτι του, ακόμη κι αν τα καρναβάλια τους εύρισκαν να κοιμούνται). Οι κοπέλλες συνήθως ντύνονταν αντρικά (αλλά και «γίφτσις») και τα αγόρια (« οι άντροι», «τα πιδιά») υποδύονταν γυναικείους ρόλους: «Η μανιά απού του Νιζηρό (=Καλλιπεύκη), που έπλεκε», «Η μανιά με την τσικρίκα (που φκειάχνουν το μαλλί κάνουρα)», «Γάμους» (που έβγινι ουλόκληρους από τουν Κάτου Μαχαλά, με νύφ’, γαμπρό, κουμπάροι, μπρατίμια, παππάδις), «Γύφτσις (με τρουβάδις κι ταγάρια στουν ώμου, όπου μέσα έβαναν κρουμμύδια, καλαμπούκια)». «Ντύνουνταν μι παρτάλια από μανιές κι παππούδις, κανένα φουστάνι μακρύ, μαντήλια, πανταλόνια, καμμιά τραγιάσκα, παληπάπ’τσα». Για να μην τους γνωρίζουν έβαζαν, πλήν των παλαιών ενδυμάτων του ρόλου τους, μαντήλια στο κεφάλι (φακιόλια), ή μάσκα, που ήταν αυτοσχέδια από χαρτί λευκό, και μερικοί και γάντια, έτσι που να μην αφήνουν πιθανότητα αναγνωρίσεως από κάποιο σημάδι του σώματος. Δεν μιλούσαν (μούγγοι) για τον λόγο αυτό τα καρναβάλια κι αν χρειαζόταν να μιλήσουν άλλαζαν φωνή.
Την εβδομάδα της Τυρινής «ι κόζμους έτρουγι τυριά, αυγά (όπχιους είχι) τραχανά, σαρδέλλες αρμυρές, μελιτζάνες αρμυρές, φασούλια, και κατέλυε και Τετάρτη και Παρασκιβή. Έφκειαναν, κι μια ριζόπ’τα, κι όπχιοι είχαν κι τυρί (οι τσιουμπανοί), έβαναν μέσα κι τυρί, οι άλλ’ σκέτου ρύζι καβουρντζμένου μι κρουμμύδια (για να γλυκάν’ λίγου του ρύζ’).

Την Κυριακή της Τυρινής, μετά την Λειτουργία, αλλά και το απόγευμα, πήγαιναν όλοι τους στο σπίτι του μεγαλύτερου συγγενή, μεγαλύτερου όχι τόσο στην ηλικία, αλλά στο κύρος – συνήθως στον άντρα, κι αν αυτός ήταν πιθαμένους στην γιαγιά, ή στην πιθηρά – για να συγχωρηθούν! Και αφού βάναν μετάνοια, του φιλούσαν το χέρι, του έλεγαν ΣΥΧΟΥΡΕΜΕΝΑ! και ΚΑΛΗ ΣΑΡΑΚΟΥΣΤΉ! και κιρνιούνταν.. Ακόμη και εάν μία αδερφή ήταν μεγαλύτερη σε ηλικία, κατά 15 χρόνια από τον αδερφό, αυτή θα έπρεπε να του βάλει μετάνοια. Συγχουρνιούνταν κι οι μαλλουμένοι.
Όλη την εβδομάδα κουβαλούσαν από τα πέριξ του χωριού θάμνους κέδρων με γενική κινητοποίηση (τα κέδρα τα έκουβαν τα μεγαλύτερα πιδιά και τα έσερνε στο σημείο καύσης η πιτσιρικαρία). Είτε έβρεχε, είτε είχε λάσπη, είτε χιόνιζε. Τα κέδρα ήταν για την τσιαγκάλα. Στο χωριό στήνουνταν τρείς τσιαγκάλες: η μία, η μισαία, ήταν στου Λιάου (Γουλάρα Γιώρ’), απέναντι από την εκκλησία του Αγίου Παντελεήμονος, βόρεια αυτής), μία άλλη στουν Κάτου Μαχαλά, «πααίνουντα κατ’ τς’ Βρυσουπούλις, ήταν ένα ίσιουμα ικεί», η Τρίτη στουν «Σταυρό» (οι Πανου Μαχαλιώτις). Πώς στήνουνταν η τσιαγκάλα: Έσκαβαν κι έβαναν όρθιο έναν μεγάλου κιριστέ (ξύλινο δοκάρι), χοντρό και ψηλό ίσαμε 8 μέτρα… Τα κέδρα περνιούνταν στη δοκό χιαστί από τα ξύλα του κάτω μέρους. Καθώς στοίβιαζαν τα κέδρα ανέβαιναν και τα πατούσαν. Κι από πάνω στοίβιαζαν άλλα. Οι προμήθειες σε κέδρα φρουρούνταν νυχθημερόν από την κάθε τσιαγκάλα μην πάει κάποιος της αντίπαλης και κλέψει τα κέδρα, ή και τα βάλει παράωρα φωτιά. Την Κυριακή το βράδυ, προσπαθούσε κάθε τσιαγκάλα να ανάψει τελευταία, προκειμένου να μείνει στο τέλος η μόνη καίουσα. Εν τέλει άναβαν την τσιαγκάλα κι άρχιζε το τραγούδι και ο χορός γύρω από την τεράστια φωτιά. Ακόμη κι αν έβρεχε, ή χιόνιζε. Ι κόζμους κι τα καρναβάλια. Τραγούδια έλεγαν τότε όχι άσχημα, τραγούδια χορευτικά. Συρτούς χορούς.
Χόρευαν ώσπου έκαιγε η τσιαγκάλα, 2-3 ώρες. Το πρωί, την Καθαρά Δευτέρα, καρναβάλια κι κόζμους πάαιναν ούλοι στην Πλατέα, στο κέντρο του χωριού. Εκεί υπήρχαν και τα όργανα: κλαρίνο (Παντιλής Γουλάρας), λαούτο (Γιώρ’ς Μιχουλός [Μπόμ’ς]), βιουλί (Θανά’ης Μιχουλός), ακουρντιόν (Βαγγέλ’ς Γιαννακόπ’λους). Εδώ λέγανε κι «άτσαλα», «ασόϊαστα», τραγούδια και χόρευαν. Χόρευαν όλη μέρα. Ο χορός τέλειωνε τουν Ισπιρινό. Απτ’ τουν Ακάτ’ του Μαχαλά έρχουνταν μπουλούκια (τάχα γάμους), απ’ τουν Απάν’ τουν Μαχαλά έρχουνταν τάχα παπούδις κι μανιές Ζηριώτες (οι μανιές οι Ζηριώτσιες τάχα έπλεγαν σκφούνια- άντροι ήταν, πού ήξεραν – άλλοι κατέβαζαν ως κι τουν αργαλειό [Αντριάς Χουνδρόπλους]), παπάδις γένουνταν (έπιρναν κι ένα μπακρατσί κι φώτ’ζαν τουν κόζμου μι του βασιλ’ κό).
Την Καθαρά Διφτέρα πλέναν οι νοικοκυρές τα αγγειά όλα με στάχτη σε βραστό νερό μέσα στο καζάνι, στην αυλή κάθε σπιτιού, να μη μείνει λίπους («καπ’ ήταν του λίπους!»). «Κατακουκκίν’ζαν τα μπακίρια. Τά’ φκειαναν γυαλί».
Την Καθαρά Διφτέρα ι κόζμους δεν έτρωγε σχεδόν τίποτα, μόνον όσοι δεν άντιχαν έτρωγαν κανένα αλάδωτο (φασόλια). Αν άνοιγε η μέρα, πήγαιναν και έσκαφταν νηστικοί, στα αμπέλια, στους μπαχτσέδες, με λίγες εληές και κάνα κρομμύδι στην τζέπη. Τραγούδι: «Πέθανι η κριάτους, πέθανι, κι η γύφτισσα τουν κλαίει, μπρατίμισσα καϋμένη, / ταράζει ι πράσσους την ουρά κι η κρόμδαρους τα γένια, μπρατίμισσα καϋμένη, / τσουκνίδα μ’ πού σιίζισι να κόψου την κουρφή σου κι να την αλατίσου» (χορεύονταν σε ρυθμό: ένα στα τρία).
Οι παλιές οι γ’ναίκες ξικηνούσαν, από τη χαραή της Καθαράς Διφτέρας και επί τριήμερον, αυστηρότατη νηστεία-αφαγία, την λεγόμενη: «τριημερίτσα», προκειμένου να μπούν αγωνιστικότατα στη Μεγάλη Σαρακοστή. Έπιναν μόνον κανέναν καφέ, κι νηρό. Την Τετάρτη, μετά την Λειτουργία των Προηγιασμένων, που φιλανθρώπως αυτή ετελείτο για την εβδομάδα αυτήν, το πρωί, και όπου κοινωνούσαν, γύριζαν οι τριημερίτσες στο σπίτι, έφκειαναν μία καλαμ’κίσια (=καλαμποκίσια) πίτα, αλάδουτ’ ντίπ με λάχανα. Για να μην κουλλήσ’ του ζμάρ’ στου ταψί αντί για λάδ’ έβαναν λίγου κηρί απού κάτ’. Κι τ’ν έτρουγε ούλου του σπίτ’ μαζί.