Μετά την εξαγγελία προώθησης του Νομοσχεδίου για τον γάμο ατόμων του ίδιου φύλου, ακούμε και διαβάζουμε να χρησιμοποιούνται χωρίς διάκριση, ως συνώνυμοι, οι όροι «Ομόφυλα ζευγάρια» και «Ομοφυλόφιλα ζευγάρια».
Με τη σχολαστικότητα του φιλολόγου, θα ήθελα να κάνω ορισμένες επισημάνσεις για την καλύτερη κατανόηση των όρων. Άλλωστε, κατά τον αρχαίο Αντισθένη: «Ἀρχή σοφίας, ὀνομάτων ἐπίσκεψις».
Το περιεχόμενο των όρων «ομόφυλος» και ομοφυλόφιλος απασχόλησε και την πρόσφατη Σύνοδο της Ιεραρχίας της Εκκλησίας της Ελλάδος. Γενικά, προτιμήθηκε από τους Συνοδικούς Ιεράρχες, ως ορθότερη, η χρήση της περιφραστικής διατύπωσης «ζευγάρια του ίδιου φύλου». Στο τελικό όμως Συνοδικό ανακοινωθέν, οι όροι «ομόφυλος» (9 φορές) και «ομοφυλόφιλος» (3 φορές) εναλλάσσονται, προφανώς για την κατανόηση του κειμένου και των θέσεων της Εκκλησίας από τον μέσο αναγνώστη.
«Ομόφυλος» πάντως δεν είναι συνώνυμο του «ομοφυλόφιλος». Οι ομοφυλόφιλοι δεν είναι κατ’ ανάγκη και ομόφυλοι. Και εξηγούμαι!
«Ομόφυλος», κατά κυριολεξία, είναι εκείνος που ανήκει στην ίδια φυλή με κάποιον άλλον. Όχι αυτός που έχει το ίδιο φύλο. Άλλο πράγμα η «φυλή» και άλλο το «φύλο».
Συνώνυμα του ομόφυλου είναι ο «ομοεθνής», ο «ομογενής». Αντίθετα του ομόφυλου είναι ο «αλλόφυλος», ο «αλλογενής», ο «αλλοδαπός», μεταφορικά ο «ξένος» (βλ. Ἀντιλεξικόν ἤ Ονομαστικόν τῆς Νεοελληνικῆς Γλώσσης, ἐπιμ. Θ. Βοσταντζόγλου, β΄ ἔκδ., Ἀθῆναι 1990, σ. 93).
Με αυτή την έννοια, ο όρος χρησιμοποιείται στην Ευχές της Γονυκλισίας της Πεντηκοστής «… καί ἀνάπαυσον πάντας τούς πατέρας ἑκάστου καί μητέρας καί ἀδελφούς καί ἀδελφάς καί τέκνα καί εἴ τι ἄλλον ὁμογενές καί ὁμόφυλον, καί πάσας τάς προαναπαυσαμένας ψυχάς …» (β΄ευχή της γ΄ γονυκλισίας).
Με την ίδια λογική συναντούμε και άλλους όρους με πρώτο συνθετικό το «ομο»: ομόβουλος ή ομόθυμος ή ομόφρων, ομοειδής, ομόγλωσσος, ομόθρησκος η ομόδοξος, ομοδίαιτος ή ομόσιτος, ομοδύναμος, ομόδρομος, ομόζυγος ή ομόσκηνος, ομόθρονος, ομόλογος ή ομότιμος, ομόρρυθμος ή ομότροπος, ομόσπονδος κ.ο.κ. (βλ. Ἀντιλεξικόν ἤ Ὀνομαστικόν, ό.π., σ. 990).
Εντελώς άλλη σημασία έχει ο όρος «ομοφυλόφιλος»: αυτός που αισθάνεται παρά φύσιν γενετήσια έλξη προς άτομα του ίδιου φύλου (βλ. Ἀντιλεξικόν ἤ Ὀνομαστικόν, ό.π., σ. 281).
Για την Εκκλησία η ομοφυλοφιλία είναι αμαρτία, με βάση την Αγία Γραφή και τους Πατέρες, άσχετα από αντίθετες απόψεις που κατά καιρούς διατυπώνονται.
Σε κάθε περίπτωση, η διδασκαλία της Εκκλησίας παραμένει σταθερή και αναλλοίωτη, εδώ και δύο χιλιάδες χρόνια. Δεν μεταβάλλεται με τις καιρικές αλλαγές, τις εκάστοτε κοινωνικές αντιλήψεις και τις επικρατούσες φιλοσοφικές ή πολιτικές απόψεις.