«Δύο χρόνια μετά την μικρασιατική καταστροφή, δηλαδή το 1924, υπήρχαν ακόμη πολλές προσφυγικές οικογένειες που ζούσαν μέσα σε στάβλους. Χωρίς σκεπή. Έχοντας για στρώμα σακιά και άχυρα, ενώ για σκεπάσματα υπήρχαν το πολύ δύο κουβέρτες για έξι άτομα», τόνισε η προϊσταμένη της βιβλιοθήκης «Δημήτρης και Αλίκη Περρωτή» της Αμερικανικής Γεωργικής Σχολής, Δαμιάνα Κουτσομίχα, παρουσιάζοντας την εισήγηση: «Αμερικανική Γεωργική Σχολή: Ένα κύτταρο έργου αρωγής και αποκατάστασης των Ελλήνων προσφύγων μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή», στο διεθνές συνέδριο με τίτλο «Η επόμενη μέρα μετά την Καταστροφή», που διοργάνωσαν ο Δήμος Καλαμαριάς και το Ιστορικό Αρχείο Προσφυγικού Ελληνισμού. Όπως διευκρίνισε την πληροφορία για την κατάσταση των προσφυγικών οικογενειών του 1924 την είχαν δώσει οι τότε μαθητές της Σχολής.
«Μέχρι το 1924, η Αμερικανική Γεωργική Σχολή σε συνεργασία με την Society of Friends, την BLMAS και την Επιτροπή της Κοινωνίας των Εθνών εργαζόταν σε μία ακτίνα περίπου 50 χιλιομέτρων από τις εγκαταστάσεις της όπου εντάσσονταν 50 χωριά με συνολικά 300 οικογένειες. Κατά τη διάρκεια των διακοπών κατέγραψαν τις συνθήκες διαβίωσης των προσφυγικών οικογενειών. Οι πληροφορίες που συγκεντρώθηκαν ήταν απελπιστικές αλλά άκρως διαφωτιστικές για την πραγματική κατάσταση που βίωναν οι πρόσφυγες δύο χρόνια μετά την ανταλλαγή πληθυσμών. Η καταγραφή πραγματοποιήθηκε χάρη στην αυταπάρνηση των μαθητών, οι οποίοι αφιέρωσαν τον χρόνο των σχολικών διακοπών τους. Η μετακίνησή τους γινόταν με γαϊδουράκια και περνώντας μέσα από λασπωμένα και παγωμένα μονοπάτια έπρεπε να μεταφέρουν όσο το δυνατόν περισσότερες προμήθειες για τη συντήρηση των προσφυγικών οικογενειών, οι οποίες αδυνατούσαν να τους προσφέρουν κατάλυμα ή έστω λίγη τροφή», ανέφερε χαρακτηριστικά.
Υπογράμμισε ότι η Σχολή αποτέλεσε κύτταρο έργου αρωγής και αποκατάστασης στις πολύ δύσκολες στιγμές της προσφυγιάς. Στο Ιστορικό Αρχείο της υπάρχει πλήθος επιστολών του Charlie House, που υπήρξε ο δεύτερος διευθυντής της, οι οποίες περιγράφουν με έντονο τρόπο την άφιξη των πρώτων προσφύγων στη Θεσσαλονίκη. Οι καθημερινές του παρατηρήσεις καταγράφουν το μέγεθος του προβλήματος αλλά και την ασύλληπτη απόγνωση που είχε καταβάλει φορείς και ανθρώπους που είχαν τη διάθεση να βοηθήσουν καθώς ο αριθμός των προσφύγων διαρκώς αυξανόταν. Σε μία από αυτές τις επιστολές προς την σύζυγο του Ann Kellogg Chapman, στις 28 Σεπτεμβρίου 1922, αναφέρει: «Οι παραζαλισμένοι πρόσφυγες από τη Σμύρνη συνωθούνται στην πόλη κατά χιλιάδες. Τέτοια θλιβερή μοίρα με οικογένειες χωρισμένες και χωρίς ιδέα για το που βρίσκονται τα άλλα μέλη τους. Τις προάλλες ήταν εδώ ένας από τους μαθητές μας. Είχε σώσει τη ζωή του, αφού έζησε 14 μέρες σε ένα χωράφι. …Είχε κόψει τα παντελόνια του στο ύψος των γονάτων για να μοιάζει με μικρότερο παιδί, καθώς οι Τούρκοι έπαιρναν όσους άντρες και εφήβους δεν σκότωναν και τους έστελναν στο στρατό τους».
Στις 5 Δεκεμβρίου 1922 η Γεωργική Σχολή πληροφορήθηκε με τηλεγράφημα από το Συμβούλιο των Εφόρων ότι της είχε δοθεί δωρεά 2.000 δολαρίων Η.Π.Α. για να αρχίσουν τα έργα κατασκευής κοιτώνα που θα στέγαζε τα ορφανά προσφυγόπουλα. Αμέσως μεταδόθηκε η είδηση σε οικογενειάρχες πρόσφυγες, ότι υπήρχε εργασία στη ΑΓΣ. Την επόμενη μέρα οι πρόσφυγες εργάτες άρχισαν να μεταφέρουν πέτρες για τα θεμέλια του Princeton Hall. «Το μέρος έμοιαζε όλο και περισσότερο με προσφυγικό καταυλισμό, καθώς πρόχειρα κτίσματα στήθηκαν βιαστικά για να στεγάσουν τους εργάτες. Η κατασκευή του Princeton Hall είναι από μόνη της μια επική ιστορία. Περίπου 1.000 πρόσφυγες απασχολήθηκαν στο χτίσιμο. Με σκοπό να μοιραστούν μεροκάματα σε όσο το δυνατόν περισσότερους, οι εργάτες δούλευαν κατά ομάδες οι οποίες εναλλάσσονταν κάθε λίγες εβδομάδες. Οι τοίχοι ολόκληρου του κτιρίου κατασκευάστηκαν από γρανίτη που εξορύχτηκε από μια έκταση που ανήκε στη Σχολή. Το οικοδόμημα είχε κοιτώνες για 250 αγόρια, κουζίνα, τραπεζαρία, αίθουσα ψυχαγωγίας, αίθουσα συγκεντρώσεων, και διαμερίσματα για τους καθηγητές», πρόσθεσε.
Η υγεία των περισσότερων εργατών ήταν αξιοθρήνητη. Πολλές φορές, όταν οι εργάτες δεν εμφανίζονταν για εργασία, οι μαθητές στέλνονταν να μάθουν τί τους είχε συμβεί, όπου έβρισκαν ολόκληρες οικογένειες άρρωστες από την ελονοσία. «Ο Dr. House έδειξε έντονο ενδιαφέρον για ένα είδος ψαριού (gambusia) που είχε αποδειχτεί αποτελεσματικό κατά της φυματίωσης. Το μικρό ψάρι τρώει τις νύμφες του κουνουπιού. Όταν αποδεσμεύτηκαν κάποια χρήματα που είχαν οι Κουάκεροι, η Society of Friends αποφάσισε να τα διαθέσει για την αγορά του ψαριού. Ο Δημήτριος Γεωργιάδης, μέλος του προσωπικού της Γεωργικής Σχολής, στάλθηκε στη Ρώμη για να φέρει το ψάρι στην Ελλάδα. Ανάμεσα σε άλλα μέρη, τα ψάρια τοποθετήθηκαν και σε μια δεξαμενή που περιέβαλε το James Hall.
Το 1924 εξαπολύθηκε εντατική εκστρατεία για την καταπολέμηση της ελονοσίας στο χώρο των εγκαταστάσεων της Σχολής. Χρησιμοποιήθηκαν ταυτόχρονα πολλές μέθοδοι όπως: το ράντισμα των αυλακιών με πετρέλαιο η τοποθέτηση του ψαριού gambusia, σήτες στα παράθυρα και χορηγήθηκαν γενναίες δόσεις κινίνης. Χρειάστηκαν ακόμη δύο ολόκληρες δεκαετίες για να εξαλειφθεί η ελονοσία από την περιοχή, όμως οι στατιστικές της Γεωργικής Σχολής φανερώνουν μια φθίνουσα πορεία από τη δεκαετία του 1920», είπε.
Από την πλευρά του, το στέλεχος του Ιστορικού Αρχείου Προσφυγικού Ελληνισμού, Μαρία Καζαντζίδου παρουσίασε τα στοιχεία που προέκυψαν από τη μελέτη του μαθητολογίου της ΑΓΣ. «Συνολικά από το 1921 έως το 1938 υπάρχουν 164 καταγραφές μαθητών στους οποίους ως τόπος γέννησης αναφέρεται κάποια περιοχή της Τουρκίας, όπως καταγράφεται στο μαθητολόγιο. Οι πρώτοι που βρήκαν κατάλυμα προέρχονταν από το International College της Σμύρνης, στο προσωπικό του οποίου υπηρετούσαν συνάδελφοι του Dr. House. Τα στοιχεία που εξάχθηκαν μετά την μελέτη και επεξεργασία του μαθητολογίου μας δίνουν ενδιαφέρουσες πληροφορίες για τον αριθμό των μαθητών που εγγράφηκαν ανά έτος στη σχολή, τον τόπο καταγωγής και στη συνέχεια κατοικίας, το επάγγελμα του πατέρα, το θρήσκευμα καθώς και το έτος εγγραφής και αποφοίτησης. Ως προς τον τόπο καταγωγής παρατηρούμε πως οι μαθητές δεν προέρχονταν από συγκεκριμένα εκπαιδευτικά ιδρύματα ή συγκεκριμένες πόλεις και χωριά, αλλά υπάρχουν 68 διαφορετικά τοπωνύμια. Το ίδιο ισχύει και για τον τόπο διαμονής, με τη Θεσσαλονίκη και άλλες περιοχές της Μακεδονίας να αποτελούν τόπο διαμονής της πλειοψηφίας των μαθητών χωρίς αυτό να σημαίνει πως δεν υπήρχαν μαθητές και από άλλα γεωγραφικά διαμερίσματα της Ελλάδας», υπογράμμισε.