«Η μεγαλοσύνη των εθνών δεν μετριέται με το στρέμμα, αλλά με το πύρωμα της καρδιάς και με το αίμα….»
Χρειάστηκε ένας ολόκληρος σχεδόν αιώνας αφότου άρχισε ο αγώνας της ανεξαρτησίας στα 1821, μέχρι να έρθει η ώρα να αποτινάξει το ζυγό και το βόρειο τμήμα της χώρας μας. Απαιτήθηκαν νέες θυσίες, χάθηκε κι άλλο αίμα, για να γιορτάσουν διαδοχικά το λυτρωμό τους η μία μετά την άλλη οι πόλεις και τα χωριά της Ηπείρου, της Μακεδονίας και της Θράκης.
Ούτε ξαφνικά όμως έγινε αυτό, ούτε εύκολα. Κι ούτε είναι ένα γεγονός απομονωμένο από την όλη πορεία και τη γενικότερη ιστορία των Ελλήνων. Αρκετές ήταν οι προσπάθειες που έγιναν αλλά τελείωσαν άδοξα, δίχως ουσιαστικό αποτέλεσμα, χωρίς ωστόσο να πάνε εντελώς χαμένες. Στα 1854, στα 1878, στα 1897 έγιναν απόπειρες για εκδίωξη του δυνάστη.
Την ίδια περίοδο και άλλοι βαλκανικοί λαοί αγωνίζονται εναντίον της Οθωμανικής Κυριαρχίας. Το γεγονός αυτό οδήγησε σε μια κοινή συνεννόηση και έναν συντονισμένο αγώνα όλων των υπόδουλων χριστιανικών λαών εναντίον του Οθωμανικού ζυγού.
Στις αρχές του 20ου αιώνα, όσο η Μακεδονία δοκιμαζόταν από την οθωμανική κυριαρχία και τις επιδιώξεις των ξένων δυνάμεων, Έλληνες στρατιωτικοί, ιερείς, δάσκαλοι και απλοί πολίτες ύψωσαν το ανάστημά τους, υπερασπιζόμενοι την εθνική μας ταυτότητα και την ακεραιότητα του Ελληνισμού. Ο Μακεδονικός Αγώνας υπήρξε κορυφαίο κεφάλαιο της εθνικής μας ιστορίας. Οι Έλληνες της Μακεδονίας με αυταπάρνηση και θυσία, διαφύλαξαν την ελληνικότητά της και άνοιξαν τον δρόμο για την οριστική ενσωμάτωσή της στον εθνικό κορμό.
Αφού ετοιμάστηκε το έδαφος με τον Μακεδονικό Αγώνα και επήλθε η κάθαρση με τη στάση του 1909, στο πολιτικό προσκήνιο της Ελλάδας, κάνει την εμφάνισή του ο Ελευθέριος Βενιζέλος, ο μεγάλος πολιτικός και οραματιστής και ο ελληνικός λαός ομονοεί και συμπαρατάσσεται στο πλευρό της νέας ηγεσίας. Κι ως γνωστόν, όταν αυτός ο λαός δεν σπαράσσεται από τη διχόνοια, είναι δυνατός στην ειρήνη και γίνεται αήττητος στον πόλεμο.
Στην Ελασσόνα δόθηκε η πρώτη σκληρή μάχη. Η πόλη ελευθερώθηκε και οι τουρκικές δυνάμεις υποχώρησαν στο Σαραντάπορο. Η ελληνική επίθεση, με όπλο ακαταμάχητο τον ενθουσιασμό, εκτόπισε τον εχθρό, πληρώνοντας όμως υψηλό φόρο αίματος.
Στις 12 Οκτωβρίου του 1912, ο αρχηγός των σωμάτων των προσκόπων, λοχαγός Κ. Μαζαράκης, κατέλαβε τα στενά της Πέτρας, διότι πληροφορήθηκε ότι πορεύονταν προς τα εκεί σοβαρές στρατιωτικές δυνάμεις των Τούρκων, που κατανόησαν αργά τη σπουδαιότητα και τη στρατηγική θέση τους, γεγονός για το οποίο κατακρίθηκαν από μελετητές. Ωστόσο αυτοί από την πλευρά τους υποστήριξαν ότι η έγκαιρη κατοχή από τους Τούρκους των περίφημων Στενών της Πέτρας θα είχε ως συνέπεια να καθυστερήσει σοβαρά η κατάληψη της Πιερίας από την 7η Μεραρχία και η προέλαση της μέχρι τη Θεσσαλονίκη. Τα επιτελικά σχέδια όριζαν την 7η Μεραρχία να βαδίσει προς την Αικατερίνη και στη συνέχεια προς τη Θεσσαλονίκη. Η διαταγή των επιχειρήσεων υπογράφτηκε στο Καρακόλι τη 15η Οκτωβρίου 1912, ώρα 5.30 πρωινή από τον συνταγματάρχη Κλεομένους. Αντικειμενικός στόχος η κατάληψη της Αικατερίνης. Η πορεία προς αυτήν ακολουθεί το γνωστό μας δρόμο από τα Στενά της Πέτρας, στη Μηλιά και από εκεί στο Κολοκούρι. Χωρίς ουσιαστική αντίσταση μπροστά στη γενναιότητα και την ανδρεία του ελληνικού στρατού, οι Τούρκοι υποχωρούν σχεδόν άτακτα. Η ενέδρα που έστησαν λίγο πριν από το Κολοκούρι, στοίχισε τη ζωή στο συνταγματάρχη Δημήτριο Σβορώνο και δύο ακόμη άνδρες. Η μάχη, σε αρκετές φάσεις, κράτησε λίγες ώρες, ήταν όμως κίνηση απελπισίας από την πλευρά των Τούρκων. παύση
Ήταν η 15η Οκτωβρίου. παύση Αφού έγινε ανασύνταξη των δυνάμεων, καθορίστηκε η παραπέρα πορεία: Στόχος η απελευθέρωση της Κατερίνης. Ώρα επιθέσεως ορίστηκε η 6η πρωινή της επομένης.
Ακολούθησε πορεία χωρίς επεισόδια και αψιμαχίες ή μάχες αφού οι Τούρκοι είχαν υποχωρήσει από τη νύχτα. Τα ελληνικά στρατεύματα εισήλθαν στην πανηγυρίζουσα Κατερίνη, στις 7.30 το πρωί της 16ης Οκτωβρίου 1912.
Η μικρή μας πόλη πανηγύρισε, όπως ήταν φυσικό, το γεγονός και υποδέχθηκε με ενθουσιασμό τους ελευθερωτές της.
Το εξαιρετικό αυτό ιστορικό συμβάν, δίνεται επιγραμματικά από αξιωματικό του στρατού που βρίσκονταν στην περιοχή την ίδια περίοδο με άλλη αποστολή:
«Σήμερον, ημέραν Τρίτην, εν ω το Τάγμα ημών εξετέλει κυκλωτικήν κίνησιν από Ρητίνης προς Δράνισσαν (Μοσχοπόταμος) –Ράντανην (Ρυάκια), καλύπτον την Μεραρχίαν εκ του αριστερού πλευρού της, αύτη προήλασε και εισήλθεν (ώραν 7.30) εις την πόλιν Κατερίνην, ήτις υπεδέχθη ενθουσιωδώς τον Στρατόν μας».
Κι άλλος αξιωματικός θυμάται ότι: «επί τη προελάσει της Μεραρχίας, οι κώδωνες των Εκκλησιών ήχουν δαιμονιωδώς» και ότι « η Μεραρχία ανασυνταχθείσα εις την τάξιν πορείας εισήλθεν εις την πόλιν, του Μεράρχου μετά του Επιτελείου του κατευθυνθέντος εις την Μητρόπολιν, ένθα εψάλη δοξολογία».
Ο στρατός βέβαια έπρεπε να προχωρήσει, γιατί στα σχέδια περιλαμβάνονταν η κατά το δυνατόν ταχύτερη άφιξη στη Θεσσαλονίκη, η οποία, όπως είναι γνωστό, αποτέλεσε το μήλον της έριδος για τους Βαλκανικούς λαούς. Αγώνας δρόμου έλαβε χώρα για το ποιος θα φτάσει πρώτος σε αυτήν.
Ο στρατός έφυγε και «άφησε την Κατερίνη να πλέει στα χρώματα της γαλανόλευκης», σύμφωνα με περιγραφή συμπολίτη μας. Έτσι εκπληρώθηκαν όνειρα εκατονταετιών και η ελευθερία επανήλθε στο βάθρο της.
Πριν κλείσω τέλος αυτή τη σύντομη αναφορά στα γεγονότα των ημερών εκείνων, θα ήθελα να τονίσω πόσο βαρύνουσας σημασίας ήταν η συμμετοχή των εθελοντικών τμημάτων παράλληλα προς τον τακτικό στρατό.
Αυτή είναι η ιστορία της απελευθέρωσης της πόλης μας που γιορτάζουμε σήμερα. Μιας πόλης που στις αρχές του αιώνα στην περίοδο της απελευθέρωσής της, σύμφωνα πάντα με νεότερα στοιχεία αρχειακών πηγών, αριθμούσε 3.750 κατοίκους το 1909 και 4 χρόνια μετά στις 16/8/1913 είχε συνολικό πληθυσμό 5.088 κατοίκους και 1.000 περίπου σπίτια ( από αυτούς οι 1.780 ήταν Μουσουλμάνοι). Η συνολική ιστορία της βέβαια, δεν έχει ακόμη καταγραφεί συστηματικά.
Ολοκληρώνοντας αυτή τη σύντομη αναδρομή στο παρελθόν, θα μου επιτρέψετε να επιστρέψουμε στο σήμερα που περιμένει τους δικούς του ήρωες. Κοιτάζοντας πίσω, είμαστε περήφανοι γι’ αυτούς που έζησαν πριν από εμάς.
Η σύγχρονη κοινωνία της Κατερίνης, άξιο τέκνο της γενιάς που πέρασε, είναι προικισμένη με χαρίσματα που υμνούν το μεγαλείο της. Σ’ αυτό το μεγαλείο χρειάζεται να συμβάλλουν όλοι, ο καθένας με το δικό του τρόπο.
Εκείνοι έσωσαν το ελληνικό χώμα και δημιούργησαν την ιστορία. Εμείς έχουμε χρέος να καταγράψουμε με κάθε λεπτομέρεια αυτόν τον πνευματικό και κοινωνικό πλούτο και να τον μεταλαμπαδεύσουμε στα παιδιά μας.
Η Κατερίνη κοιτάζοντας στα μάτια το μέλλον, δε μένει αμέτοχη σ’ αυτό και προχωράει μπροστά δημιουργώντας νέους θεσμούς που θα αποτελέσουν στήριγμα για τις επόμενες γενιές.
Η κληρονομιά της αυτοθυσίας εκείνων, αποτελεί πολύτιμη παρακαταθήκη για την πόλη μας, θα είναι για πάντα η ένδοξη σελίδα για την ιστορία, ο συνδετικός κρίκος που μας ενώνει.
Αγαπητοί συμπολίτες, φίλες και φίλοι, σήμερα πρέπει να συμβάλλουμε όλοι για να αισθάνονται και τα παιδιά μας έτσι, όπως εμείς αισθανόμαστε τώρα για εκείνους.
Σας ευχαριστώ!!