“Η δεκαοκτάχρονη Βέτα πλησιάζει τον παππού Γιώργη που κάθεται στην πολυθρόνα ξεφυλλίζοντας ένα άλμπουμ με φωτογραφίες
-Τι βλέπεις παππού;
-Αχ κοριτσάκι μου, βλέπω παλιές φωτογραφίες και συγκινούμαι πολύ. Να εδώ είσαι εσύ στην αγκαλιά της μαμάς σου. Ο θείος Αντώνης με την θεία Γιώτα δίπλα σας, η θεία Όλγα, η θεία Ευθυμούλα, ο Γιάννης ο Παππάς που τον προξενεύαμε εκείνη την εποχή στην Όλγα, η μικρή Ολυμπία με τον αδελφό της τον Θανασάκη…
-Στο σπίτι σας στο χωριό. Την ξέρω αυτή τη φωτογραφία, ήταν στη γιορτή του θείου Δημήτρη.
-Τόσα άτομα, ήμασταν τουλάχιστον είκοσι νοματαίοι. Τι γλέντια, πόσο κρασί, πόσα φαγητά, τι χορός… Χαθήκαμε με όλους αυτούς…
-Αχ παππού, αυτή την κουβέντα είχα νωρίτερα με την Κική την ξέρεις την Κική έ;
-Την ξέρω την Κικίτσα, είστε φίλες απ’ το δημοτικό. Πολύ όμορφο κοριτσάκι και πολύ ευγενικό. Έχω καιρό να τη δω, τι κάνει;
-Δουλεύει σε σαντουιτσάδικο, ημιαπασχόληση. Με μάσκα μέσα στις ψησταριές, χωρίς διάλειμμα. Τουλάχιστον τέσσερεις ώρες εκεί, άλλες δυο ώρες το πάνε – έλα, γυρνάει σπίτι της αργά το βράδυ πτώμα στην κούραση και χωρίς ευκαιρία να βρεθεί με φίλους να πει μια κουβέντα.
-Κρίμα στο κορίτσι
-Μα δεν είναι μόνο η Κική βρε παππού! Εγώ τι νομίζεις πως κάνω; Ίντερνετ για τα μαθήματα και μετά τίποτα. Να βγω για καφέ, για φαγητό, να πάω σινεμά, σε μπαράκι; Με την μάσκα και το απολυμαντικό στο χέρι; Να μην μπορώ να χορέψω και ν’ αγκαλιάσω τους φίλους μου σ’ ένα πάρτι, σε μια συναυλία, έστω σ’ ένα γάμο;
-Έτσι είναι… Κι εγώ στο καφενείο που πάω όλοι φοράνε μάσκα και μακριά ο ένας απ’ τον άλλο. Στην εκκλησία όταν πάω, το ίδιο. Στους γιατρούς ακόμη χειρότερα…
-Αποκλειόμαστε απ’ τη ζωή παππού. Εσύ τουλάχιστον έζησες ανθρώπινα τη ζωή σου, η δική μου γενιά πώς θα τη ζήσει;
-Έχεις όλα τα χρόνια μπροστά σου μικρούλα μου, μπόρα είναι και θα περάσει
-Τι θ’ αφήσει πίσω της αυτή η μπόρα; Εγώ είμαι δεκαοκτώ και μπορώ να κρίνω. Το σημερινό πεντάχρονο ή δεκάχρονο που εκπαιδεύεται να υπακούει χωρίς αντίρρηση, τι μέλλον θα έχει; Ποιος μπορεί να εγγυηθεί ότι αυτή η κορωνοκρίση θα τελειώσει σε ένα χρόνο ή σε δύο; Και αν επαναληφθεί σε τέσσερα χρόνια, τι θα γίνουν τα μικρά παιδιά, θα συνηθίσουν την μάσκα και την απομόνωση;
-Μιλάς σαν μεγάλη γυναίκα και με τρομάζεις
-Ο τρόπος που έμαθα να σκέφτομαι στο σπίτι μου και οι εξελίξεις που τρέχουν μ’ αναγκάζουν να ωριμάσω πριν την ώρα μου. Στα δεκαοκτώ μου θα έπρεπε να τραγουδάω και να χορεύω στις εκδρομές, να κάνω πάρτι, να ξενυχτάω και ν’ αγκαλιάζω τους φίλους μου, να φωνάζω σε πορείες, να ζω με πάθος κι όχι σαν παροπλισμένος συνταξιούχος!
-Μακάρι να μπορούσα να σου δώσω χρόνια απ’ τη ζωή μου για να ζήσεις όπως θέλεις. Κάθε πέρσι και καλύτερα που λένε, όλα τα κάνουν για να μας ελέγχουν
-Πάντα υπήρχαν οι δυνατοί που έλεγχαν τις κοινωνίες παππού σήμερα φαίνεται περισσότερο με την εξέλιξη της ενημέρωσης. Μια οικογένεια, μια πόλη, ένα κράτος, ο κόσμος ολόκληρος έχει έναν ηγέτη, έτσι δεν είναι;
-Ηγέτης είναι μόνο ο Θεός!
-Ένας πατέρας, ο δήμαρχος, ο πρωθυπουργός, ο βασιλιάς είναι αυτοί που αποφασίζουν για την εύρυθμη λειτουργία των κοινωνιών. Ο κόσμος ολόκληρος, η φύση έχει κανόνες. Ποιος βάζει τους κανόνες; Αυτός που μπορεί, δηλαδή ο ισχυρός!
-Κι ο ισχυρός είναι ο πλούσιος
-Ο πλούτος είναι το άμεσο αποτέλεσμα της δύναμης. Εσύ ήσουν ηλεκτρολόγος, έκανες επισκευές τηλεοράσεων και ψυγείων κι έτσι πέρασες τη ζωή σου. Αν κατασκεύαζες τηλεοράσεις και ψυγεία θα ήσουν πλούσιος και ισχυρός και δεν θα έλεγες όσα λες τώρα
-Όλοι είμαστε υπόλογοι έναντι του Θεού
-Ο οποίος μας έδωσε τις δέκα εντολές. Η μέρα και η νύχτα, το ένα κι ένα κάνουν δύο, το χθες και το αύριο, όλ’ αυτά είναι κανόνες που τους δεχόμαστε και προχωράμε μπροστά. Ή μήπως τα δεχόμαστε μόνο αν μας συμφέρουν;
-Αχ κορίτσι μου μη με μπερδεύεις με έννοιες που δεν μπορώ να καταλάβω. Μπορεί να έχεις δίκιο. Αλλά η μοναξιά παραμένει
-Και είναι επώδυνη παππού. Αλλά θα τα καταφέρουμε ν’ αγκαλιαστούμε πάλι
-Έλα να σ’ αγκαλιάσω μικρή μου”