Οι
συμφωνίες περί οριοθέτησης ΑΟΖ με την Ιταλία και την Αίγυπτο, που υπογράφηκαν τον Ιούνιο και τον
Αύγουστο, αντίστοιχα, ανάμεσα στη χώρα μας και τα δύο άνω κράτη, υπήρξαν,
ανεξαρτήτως του περιεχομένου τους και των ειδικότερων προβλέψεων τους, δύο ιστορικές συμφωνίες όχι μόνο για την
Ελλάδα, αλλά και για την ευρύτερη περιοχή της Ανατολικής Μεσογείου. Η
Ελλάδα, κινούμενη ενεργητικά στη διπλωματική σκακιέρα, ίσως εν όψει και των
καταιγιστικών εξελίξεων στη γεωγραφική γειτονιά μας, για πρώτη φορά στη σύγχρονη ιστορία της συνήψε και υπέγραψε
συμφωνίες περί οριοθέτησης ΑΟΖ με κράτη με τα οποία εδικαιούτο να συμβληθεί
βάσει του διεθνούς δικαίου της θάλασσας.
Μάλιστα, αν και τέτοιες συμφωνίες, θεωρητικά τουλάχιστον, θα ήταν δυνατόν να υπογραφούν εδώ και σχεδόν 40 χρόνια, από την υιοθέτηση και εφαρμογή δηλαδή του διεθνούς δικαίου της θάλασσας -και παρά που τούτα τα σχεδόν 40 χρόνια πέρασαν πάνω από 10 κυβερνήσεις από τη διακυβέρνηση της χώρας- ωστόσο απολύτως καμία μέχρι τούδε ελληνική κυβέρνηση δεν κατάφερε να συνομολογήσει ούτε μία διεθνή συμφωνία σαν κι αυτές (τις δύο) που η τωρινή κυβέρνηση συνήψε με την Ιταλία και την Αίγυπτο.
Από την άλλη πλευρά, η Διεθνής Έκθεση Θεσσαλονίκης (ΔΕΘ) είναι το forum που παραδοσιακά και πάγια, κάθε χρόνο, ο εκάστοτε Έλληνας Πρωθυπουργός απαντά, κατά τη διάρκεια της καθιερωμένης συνέντευξης που δίδει, σε δεκάδες ερωτήσεις δημοσιογράφων απ’ όλη τη χώρα επί βασικά κρίσιμων και σοβαρών θεμάτων που σχετίζονται με την οικονομική κατάσταση και προοπτική της χώρας, τη διεθνή θέση της και την εθνική πορεία στον άμεσο αλλά και στον απώτερο χρονικό ορίζοντα.
Με βάση τα παραπάνω, το μεγάλο ερώτημα, που μένει στα χείλη της κοινής γνώμης, μετά την παρακολούθηση της τρίωρης συνέντευξης του Πρωθυπουργού στη Θεσσαλονίκη, είναι ακριβώς αυτό: Γιατί ούτε ένας από τους δεκάδες δημοσιογράφους που υπέβαλαν ερωτήσεις προς τον Πρωθυπουργό (στα μέσα Σεπτεμβρίου του 2020) δεν ρώτησε κάτι, οτιδήποτε, έστω και εμμέσως, έστω και υποτυπώδες ή ‘‘λειψό’’ για τις ‘‘μεγάλες και ιστορικές συμφωνίες’’ (του Ιουνίου και του Αυγούστου του 2020), που η Ελλάδα συνυπέγραψε με την Ιταλία και την Αίγυπτο; Θα περίμενε κανείς να ρωτηθεί ο Πρωθυπουργός για τον τρόπο που η ελληνική διπλωματία ‘‘πέτυχε’’ τις δύο συμφωνίες, για την ιστορική σημασία τους, για το κατά πόσο αυτές (οι συμφωνίες) συνιστούν ‘‘μεταβλητές’’ του εθνικού ρου μας και της φιλοσοφίας της εξωτερικής μας πολιτικής, για τις γεωπολιτικές τους συνέπειες, για τα οικονομικά, διπλωματικά και πολιτικά τους ‘‘επέκεινα’’, για το αν αυτές οι συμφωνίες είναι ‘‘προπομποί’’ άλλων, παρόμοιων ή έστω ευρύτερων εξελίξεων, για το αν αποτελούν ένα ηχηρό μήνυμα προς την Τουρκία, για το αν συνιστούν ‘‘πολύτιμα κομμάτια’’ στο puzzle μιας συνεκτικής εθνικής στρατηγικής που έχει ή και θα έχει από εδώ και πέρα η χώρα.
Θα μπορούσαν να ρωτηθούν πολλά και ενδιαφέροντα. Αντ’ αυτών, όμως, βουβαμάρα, απόλυτη σιγή. Και το ερώτημα είναι: γιατί; Μήπως διότι σ’ αυτές τις συμφωνίες, αν ‘‘άνοιγε’’ ο διάλογος μεταξύ των δημοσιογράφων και του Πρωθυπουργού, θα θίγονταν εκ των πραγμάτων ‘‘ευαίσθητα’’ σημεία των συμφωνιών αυτών; Μήπως διότι θα ετίθετο ζήτημα για την περιορισμένη επήρεια στις θαλάσσιες ζώνες των Διαπόντιων νήσων και των Στροφάδων, όσον αφορά τη συμφωνία μας με την Ιταλία, και της αντίστοιχα περιορισμένης επήρειας της Κρήτης στις θαλάσσιες ζώνες της, όσον αφορά τη συμφωνία μας με τους Αιγύπτιους; Εγώ, απλά, ένα ερώτημα θέτω και ας αιωρείται τούτο…
Πάντως, όταν κάποιος ερωτήσας εκεί κάπου προς το τέλος της τρίωρης συνέντευξης, ανέφερε κάτι σχετικά με το πώς θα καταφέρει η Ελλάδα στις διεθνείς επαφές της με την Τουρκία, ή αργότερα επί ενός διεθνούς δικαστηρίου, να διατηρηθεί η πλήρης επήρεια του Καστελόριζου στις θαλάσσιες ζώνες του, ο Πρωθυπουργός απάντησε ότι ‘‘δεν μπαίνει σε καμία τεχνική συζήτηση για τον τρόπο που θα αντιμετωπίσουμε την οριοθέτηση υφαλοκρηπίδας και ΑΟΖ με την Τουρκία για ευνόητους λόγους’’. Διπλωματική η απάντηση του βέβαια, αλλά ας υπενθυμιστεί ότι αυτό που εν τέλει ενδιαφέρει τον ελληνικό λαό δεν είναι οι ‘‘τεχνικές συζητήσεις’’ ή οι ‘‘διπλωματικές απαντήσεις’’, αλλά το πρακτικό πολιτικό αποτέλεσμα, ως ιστορική πραγματικότητα, αν και όταν αυτό παραχθεί.
Πέραν όμως της άνω ερώτησης, υπάρχει και μια…διερώτηση. Δεν ξέρω πόσοι άλλοι στη χώρα μας ασχολήθηκαν, προσωπικά πάντως ανέδειξα το θέμα που προέκυψε με την από 21-8-2020 επιστολή στον ΟΗΕ του κ. Sinirlioglu, ήτοι του μόνιμου αντιπροσώπου της Τουρκίας στον Οργανισμό. Ο Τούρκος αντιπρόσωπος ισχυρίστηκε ότι Ελλάδα και Τουρκία συζητούν επί μιας ευρείας ατζέντας θεμάτων (ακόμα και για τις ‘‘γκρίζες ζώνες’’ και την αποστρατικοποίηση των νησιών μας) και όχι βεβαίως μόνο για την οριοθέτηση υφαλοκρηπίδας και ΑΟΖ. Αναρωτήθηκα τότε αν θα τον διέψευδε κανείς και αν τελικά ο κ. Sinirlioglu ήταν ψεύτης και προβοκάτορας.
Στη Θεσσαλονίκη, ο Κυριάκος Μητσοτάκης πολλές φορές τόνισε ότι η μόνη διαφορά μας με την Τουρκία, άρα και το μόνο αντικείμενο συζήτησης μας με τους Τούρκους, ακόμα και στις διερευνητικές επαφές, είναι η οριοθέτηση θαλασσίων ζωνών (που ως τέτοιες διευκρίνισε θεωρεί την υφαλοκρηπίδα και την ΑΟΖ). Επίσημη και ξεκάθαρη, λοιπόν, η έμμεση επίσημη ελληνική απάντηση στον Τούρκο αντιπρόσωπο και δη εν μέσω δημόσιας και ανοικτής συνέντευξης του Έλληνα Πρωθυπουργού.
Ωστόσο, το θέμα δεν φαίνεται να είναι ακόμη ‘‘στεγανά τελειωμένο’’. Τον Αύγουστο στο Βερολίνο, η διπλωματική αντιπρόσωπος του Πρωθυπουργού, κ. Σουρανή, ο διπλωματικός αντιπρόσωπος του Ερντογάν, κ. Καλίν, και ο αντίστοιχος της κ. Μέρκελ, ο κ. Χέκελ, συμφώνησαν για το εύρος του αντικειμένου του ελληνο-τουρκικού διαλόγου. Μάλιστα κρατήθηκαν και πρακτικά, τα οποία ο Πρωθυπουργός σε πρόσφατο άρθρο του στους Times, την Frankfurter Allgemeine Zeitung και την Le Monde ονόμασε στα αγγλικά ως ‘‘written understanding’’ (έγγραφη κατανόηση). Στο γερμανικό κείμενο ο άνω όρος αποδίδεται ως ‘‘έγγραφη συμφωνία’’ (scriftliche Vereinbarung).
Όταν, λοιπόν, ρωτήθηκε (και δη πολλές φορές), ο Πρωθυπουργός στη Θεσσαλονίκη για το περιεχόμενο αυτής της κρίσιμης συμφωνίας του Βερολίνου (που δεν είναι βέβαια επίσημη διεθνής συνθήκη, αλλά μια άτυπη γραπτή συμφωνία, ενδεικτική ωστόσο των προθέσεων και της εθνικής στρατηγικής κάθε πλευράς), απέφυγε να απαντήσει, λέγοντας ότι ‘‘υπάρχουν τεχνικές συζητήσεις οι οποίες γίνονται (ανάμεσα στους διπλωμάτες της Ελλάδας και της Τουρκίας) οι οποίες είναι καλό να μένουν μακριά από τα φώτα της δημοσιότητας. Αυτό δεν συνιστά μυστική διπλωματία. Είναι πάγια πρακτική στη διπλωματία.’’ Και πάντως τόνισε ότι αφού η συμφωνία του Βερολίνου δεν πρόκειται να εφαρμοστεί, με υπαιτιότητα των Τούρκων, είναι αδιάφορο πια το τι προέβλεπε.
Προσωπικά, όμως, δεν ‘‘ησυχάζω’’. Διαβάζοντας την Sueddeutsche Zeitung (30-8-2020, Berlin vermittelt auf beiden Seiten, ίδετε στον ιστότοπο της εφημερίδας https://www.sueddeutsche.de/politik/mittelmeerkonflikt-griechenland-tuerkei-vermittlung-1.5014711) ένα σχόλιο, η διερώτηση μου…ήρθε αυθόρμητα. Η γερμανική εφημερίδα γράφει (Sowohl die türkische als auch die griechische Regierung sorgten sich, dass eine Veröffentlichung des Deals von nationalistischen Kreisen missbraucht und als Schwäche ausgelegt werden könnte)
ότι υπήρχε ανησυχία και στις δύο πλευρές, την ελληνική και την τουρκική, ότι η συμφωνία (ή άλλως έγγραφη κατανόηση, κατά τα ανωτέρω) που ολοκλήρωσαν στο Βερολίνο οι κ.κ. Σουρανή, Καλίν και Χέκελ, θα αμφισβητούνταν από ‘‘εθνικιστικούς κύκλους’’ και στις δύο χώρες και θα έφερναν σε … ‘‘αδυναμία’’ (ή κατά μια πιο ελεύθερη μετάφραση, σε ‘‘αδύναμη θέση’’ , σε ‘‘δύσκολη θέση’’) τις δύο κυβερνήσεις (ελληνική και τουρκική). Αν, λοιπόν, και επαναλαμβάνω αν, είναι αλήθεια αυτό που έγραψε η γερμανική εφημερίδα, τότε διερωτώμαι τι ήταν αυτό που συμφώνησαν στο Βερολίνο Έλληνες και Τούρκοι, που θα έφερνε σε ‘‘δύσκολη θέση’’ τις δύο κυβερνήσεις απέναντι στους λαούς τους; Τι άραγε; Τι εννοεί η γερμανική εφημερίδα; Και τι να ξέρει άραγε;
Την απάντηση δεν θα τη μάθουμε προς το παρόν. Ίσως την ανακαλύψει ο Ιστορικός του μέλλοντος. Ίσως, ελπίζω, τη γράψει η κ. Σουρανή στα…απομνημονεύματα της. Ποιος ξέρει; Πάντως, ας είμαστε όλοι σε εγρήγορση. Ζούμε σε εποχή μεγάλων και συγκλονιστικών εξελίξεων…
Κατερίνη, 16/9/2020
ΧΡΗΣΤΟΣ ΓΚΟΥΓΚΟΥΡΕΛΑΣ
ΔΙΚΗΓΟΡΟΣ
LLM IN INTERNATIONAL COMMERCIAL LAW
LLM IN EUROPEAN LAW
Cer. LSE in Business, International Relations and the political science.