Η επέκταση των χωρικών μας υδάτων στο Αιγαίο και στην Aνατ. Μεσόγειο στα 12 ν.μ.

Τo casus belli των τούρκων και οι επιλογές της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής

Γράφει ο Χρ.Γκουγκουρέλας

Στο τέλος του προηγούμενου έτους δημοσιεύτηκε, επιτέλους, το Προεδρικό Διάταγμα που προετοιμάζει την επέκταση των χωρικών μας υδάτων στο Ιόνιο Πέλαγος στα 12 ναυτικά μίλια (ν.μ.). Θα είναι, λοιπόν, αυτή η μείζων ‘‘στρατηγική τομή’’ μια μεμονωμένη κίνηση της εθνικής πολιτικής και, κατά τα άλλα, δεν θα υπάρξει επέκταση, όπως το Διεθνές Δίκαιο προβλέπει, πουθενά αλλού υπό το φόβο ή άλλως την απειλή του ‘‘casus belli’’ των Τούρκων ή, άραγε, η Ελλάδα, όπως ίσως διαφαίνεται από την αποφασιστικότητα των πρωτοβουλιών της, ξεδιπλώνει έναν οργανωμένο σχεδιασμό επέκτασης των χωρικών της υδάτων σ’ όλα τα επίμαχα θαλάσσια πεδία, ακολουθώντας τους ορισμούς και τη νομική δυνατότητα που η Διεθνής Σύμβαση για το Δίκαιο της Θάλασσας (UNCLOS) της παρέχει;

Είναι γνωστό ότι η Ελλάδα την 8η Οκτωβρίου του 1936, επεκτείνοντας τα χωρικά της ύδατα στα 6 ν.μ., απέκτησε εθνική κυριαρχία (sovereignty) στο 43,68% του Αιγαίου. Η Τουρκία, από την άλλη, το 1964 επέκτεινε και τα δικά της χωρικά ύδατα στο Αιγαίο στα 6 ν.μ. και έτσι η δική της κυριαρχία σ’ αυτό αναλογεί στο 7% περίπου. Σε περίπτωση, όμως, που η Ελλάδα επεκτείνει τα χωρικά της ύδατα, σύμφωνα με το αρ. 3 της UNCLOS, στα 12 ν.μ., τότε το 72%(!) του Αιγαίου θα μετατραπεί αυτομάτως σε ελληνική θάλασσα. Έτσι, τον Ιούνιο του 1995, με ψήφισμά της, η Τουρκική Βουλή θεώρησε αιτία πολέμου αυτήν την πιθανή επέκταση των χωρικών μας υδάτων στο απώτατο όριο τους, καθώς αντιλήφθηκε αυτήν την ελληνική πρωτοβουλία ως ‘‘γεωπολιτικό στραγγαλισμό’’ της Τουρκίας και ουσιώδη συστολή του ‘‘ζωτικού χώρου’’ της τουρκικής πολιτικο-οικονομικής περιφερειακής επιρροής.

Σε πρακτικό επίπεδο, πάντως, η συγκεκριμένη επέκταση των χωρικών μας υδάτων σημαίνει ότι η Τουρκία, αλλά και οι λοιποί παγκόσμιοι και περιφερειακοί ‘‘γεωπολιτικοί παίκτες’’, διερχόμενοι βασικά από το Αιγαίο, θα διεξάγουν τη θαλάσσια επικοινωνία τους με τις ανοικτές θάλασσες και τους ωκεανούς διαμέσου των ελληνικών χωρικών υδάτων!

Είναι, συνεπώς, τούτο ένα απολύτως ‘‘ριζοσπαστικό γεωπολιτικό σενάριο’’. Και ίσως ο λόγος που ενώ από το 2009 τα 148 από τα 152 παράκτια κράτη του Πλανήτη είχαν επεκτείνει τα χωρικά τους ύδατα στα 12 ν.μ., η Ελλάδα, παραταύτα, είναι από τις ελάχιστες εξαιρέσεις παγκοσμίως που απεμπολεί ή έστω αναβάλλει την περί ης ο λόγος επέκταση των χωρικών της υδάτων. Τη στιγμή, βέβαια, που η έχουσα 6 ν.μ. χωρικά ύδατα στο Αιγαίο και μέχρι την Αττάλεια, Τουρκία  διαθέτει χωρικά ύδατα 12 ν.μ. στον Εύξεινο Πόντο και στη λοιπή Ανατολική Μεσόγειο.

Όσον αφορά, λοιπόν, την επέκταση των χωρικών μας υδάτων στο Αιγαίο και στην Ανατολική Μεσόγειο, υφίστανται, πιστεύω, ίσως εν μέσω παραλλαγών, δύο κεντρικές επιλογές εθνικής πολιτικής, οι οποίες αξίζουν την προσοχή και το ενδιαφέρον μας.

Την πρώτη, κατά το ήττον ή μάλλον, θαρρώ ότι παρουσίασε σε πρόσφατο άρθρο τουοτ.Αντιπρόεδρος του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, πανεπιστημιακός Καθηγητής και πρώην Υφυπουργός Εξωτερικών επί κυβερνήσεως Κ. Σημίτη, Χρήστος Ροζάκης (ίδετε το άρθρο ‘‘Σε αναζήτηση του χαμένου χρόνου για τις συνομιλίες’’, ‘‘Καθημερινή’’, 3/1/2021).

Στο εν λόγω άρθρο, ο κ. Καθηγητής γράφει επί λέξει: ‘‘Είναι αλήθεια ότι, σύμφωνα με τη Σύμβαση του Δικαίου της Θάλασσας, η Ελλάδα έχει το δικαίωμα να ασκήσει μονομερώς την επέκταση ώς τα 12 ν.μ. (το ανώτατο επιτρεπόμενο από το διεθνές δίκαιο όριο), χωρίς να λαμβάνει υπόψη της ενστάσεις τρίτων χωρών στο θέμα αυτό. Αλλά να λάβουμε υπόψη μας ότι ένα τέτοιο ενδεχόμενο μεταβάλλει το πέλαγος αυτό σε κλειστή ελληνική λίμνη που απαγορεύει την ελεύθερη ναυσιπλοΐα όχι μόνο στην Τουρκία, αλλά και σε όλους τους πολυπληθείς χρήστες της θάλασσας αυτής, οι οποίοι έχουν προορισμό τον Εύξεινο Πόντο ή προέρχονται από αυτόν….

Η ελληνική θέση στις επικείμενες διερευνητικές, αν υιοθετηθεί η λύση της συζήτησης της αιγιαλίτιδας, θα πρέπει να είναι ανάλογη της τότε επιτυχούς διαπραγμάτευσης: 12 ν.μ. στην ηπειρωτική Ελλάδα και 10 ν.μ. στα νησιά (ώστε να μην επηρεαστεί ο υπερκείμενος εθνικός εναέριος χώρος), με την εξαίρεση της νότιας περιοχής ανάμεσα στις Κυκλάδες και στα Δωδεκάνησα, όπου λόγω της στενότητας της θαλάσσιας περιοχής πρέπει να υπάρξει διαφοροποίηση για χάρη της διεθνούς ναυσιπλοΐας. Αυτή είναι η φιλοδοξία μας, που μπορεί να γίνει πραγματικότητα με κατάλληλους χειρισμούς.’’

O κ. Καθηγητής, λοιπόν, προτείνει ένα είδος ευέλικτης προσαρμοστικότητας στον καθορισμό των χωρικών μας υδάτων στη διακεκαυμένη περιοχή του Αιγαίου και της Ανατ. Μεσογείου. Αν όμως η ‘‘φιλοδοξία μας που μπορεί να γίνει πραγματικότητα’’ (φράση με την οποία τελειώνει το άνω άρθρο) είναι να διαφοροποιήσουμε αριθμολογικά τα χωρικά μας ύδατα στον ηπειρωτικό κορμό της χώρας (όπου θα έχουμε 12 ν.μ.) και στα νησιά (όπου θα έχουμε 10 ν.μ.), τότε σαφώς αυτή η ‘‘φιλοδοξία’’ μας στηρίζεται στην κομβική αφετηριακή αντίληψη και στρατηγική παραδοχή ότι η απόλυτη εφαρμογή του κανονιστικού πλαισίου του διεθνούς δικαίου στις ελληνοτουρκικές σχέσεις είναι ένας ‘‘καθαρός ελληνικός μαξιμαλισμός’’.

Γι’ αυτό, όπως υπαινίσσεται ο κ. Ροζάκης, και θα πρέπει υπό τις συγκεκριμένες περιστάσεις να προσαρμοστούμε στις ιδιαίτερες συνθήκες που αυτές συνεπάγονται.Ο κ. Καθηγητής εμφανίζει ως λογικό το επιχείρημα των Τούρκων ότι μια πιθανή επέκταση των χωρικών μας υδάτων στα 12 ν.μ., εκεί δηλαδή που το διεθνές δίκαιο δυνητικά ορίζει, θα μετέτρεπε το Αιγαίο σε ‘‘κλειστή ελληνική λίμνη’’, όπως γράφει, και έτσι θα έπληττε καίρια τα θεμελιώδη συμφέροντα των Τούρκων αλλά και θα διακώλυε τη διεθνή ναυσιπλοΐα, άρα και τα συμφέροντα και τους σχεδιασμούς και άλλων χωρών.Και το επιχείρημα αυτό το θέτει ως βάση της εθνικής μας συλλογιστικής και διπλωματικής συμπεριφοράς.

Μια τέτοια εθνική στρατηγική, λοιπόν, μάλλον αφήνει περισσότερο ανοικτό το ενδεχόμενο να επιτευχθεί μια συμφωνία με την Τουρκία για τα χωρικά μας ύδατα, αν και είναι γνωστό ότι στα διπλωματικά fora η Τουρκία είναι δύστροπος, απρόβλεπτος και μεγαλομανής διαπραγματευτής. Θέτει, όμως, ad hoc το εξαιρετικά ακανθώδες ζήτημα ότι σε μια τέτοια ακριβώς περίπτωση θα διαπραγματευτούμε με τους Τούρκους για τα χωρικά μας ύδατα, δηλαδή θα διαπραγματευτούμε με τους Τούρκους για θαλάσσιο χώρο στον οποίο όλη η Γη γνωρίζει ότι δικαιούμαστε να ασκούμε απόλυτη εθνική κυριαρχία.

Με άλλα λόγια, μια εθνική στρατηγική κινούμενη στη ‘‘Λογική Ροζάκη’’ σημαίνει και συνεπάγεται μερική και οικειοθελή χωρική αποποίηση δυνητικής και σαφώς προβλεπόμενης στο διεθνές δίκαιο εθνικής κυριαρχίας. Συνεπώς, μια τέτοια στρατηγική μπορεί εύκολα (τουλάχιστον από μερικούς) να κατηγορηθεί για εθνικό ενδοτισμό ή ακόμη χειρότερα για μειοδοσία. Στο δε θεωρητικό-φιλοσοφικό επίπεδο του οραματικού Ελληνισμού, μπορεί να απορριφθεί ως σμικρίνουσα ή ως μη καθολικά συμπεριλαμβάνουσα τον γεωγραφικό και γεωπολιτικό ορίζοντα της κύριας ‘‘συμβατικής δομής’’ άπαντος του Ελληνισμού, ήτοι του ίδιου του ελληνικού κράτους.

Σε κάθε περίπτωση, αν η ‘‘φιλοδοξία’’ μας είναι η παραπάνω, όπως την περιγράφει ο κ. Ροζάκης, κατά την προσωπική μου αντίληψη, θα ήταν πολιτικο-κοινωνικά εφικτό να υλοποιηθεί μόνο από μια κυβέρνηση εθνικής ενότητας, που θα προέκυπτε κατόπιν εκλογών, προ των οποίων άπαντες οι πολιτικοί φορείς της χώρας θα εξέθεταν τις απόψεις τους επί του θέματος και θα προσπαθούσαν να πείσουν τον ελληνικό λαό για τη λυσιτέλεια και λειτουργικότητα μιας τέτοιας ‘‘προοπτικής’’. Διότι βεβαίως καμία κυβέρνηση στον Κόσμο, όση κοινοβουλευτική πλειοψηφία και όση λαϊκή αποδοχή κι αν έχει, δεν θα ήταν δυνατόν επ’ ουδενί ‘‘από μόνη της’’ να αποφασίσει και ‘‘προχωρήσει’’ σε μερική παραίτηση της χώρας από δυνητική εθνική κυριαρχία της, ενόψει ενός ιστορικού συμβιβασμού με μια άλλη, γειτονική χώρα (εν προκειμένω την Τουρκία).

Η δεύτερη στρατηγική επιλογή που έχει ο Ελληνισμός στο θέμα της επέκτασης των χωρικών υδάτων της ελληνικής επικράτειας σε Αιγαίο και Ανατ. Μεσόγειο στα 12 ν.μ. αντλείται μέσα από τα κατάβαθα του ίδιου του διεθνούς δικαίου και δεν είναι άλλη από την πανταχόθι αξιοποίηση του επιχειρήματος της υπό προϋποθέσεις ‘‘αβλαβούς διέλευσης’’ (innocent passage) των πλοίων ξένων δυνάμεων μέσα από τα χωρικά μας ύδατα.

Με την επέκταση των χωρικών μας υδάτων είναι προφανές ότι στο μετατρεπόμενο κατά το πλείστον σε ‘‘mare nostrum’’ Αιγαίο θα μειωθούν σημαντικά οι περιοχές ‘‘ανοιχτής θάλασσας’’ σ’ αυτό. Όμως, ειδικά το Αιγαίο αλλά και η Ανατ. Μεσόγειος είναι θαλάσσιοι διάδρομοι ύψιστης πρακτικής, εμπορικής και γεωπολιτικής σημασίας για τους ισχυρούς, και όχι μόνο, της Διεθνούς Κοινότητας. Με την εφαρμογή, λοιπόν, του θεσμού της ‘‘αβλαβούς διέλευσης’’, τούτοι οι θαλάσσιοι διάδρομοι, ακόμα και διαμέσου των μελλοντικών (κατόπιν της επέκτασης) ελληνικών χωρικών υδάτων, θα παραμένουν κατά βάση ανοιχτοί και διαθέσιμοι για τη διεθνή ναυσιπλοΐα.

Όπως η ίδια η UNCLOS ορίζει, μια διέλευση πλοίου από τα χωρικά ύδατα ενός παράκτιου κράτους είναι ‘‘αβλαβής’’ εφόσον δεν διαταράσσει την ειρήνη, την τάξη ή την εθνική ασφάλεια του παράκτιου κράτους και δεν στρέφεται κατά της κυριαρχίας, της εδαφικής ακεραιότητας ή της πολιτικής ανεξαρτησίας του κράτους αυτού ή κατά οποιονδήποτε άλλο τρόπο δεν παραβιάζει τις αρχές του διεθνούς δικαίου.

Ο κ. Ροζάκης όμως, επ’ αυτής της ‘‘στρατηγικής γραμμής’’ έχει αντιρρήσεις. Στο άνω άρθρο του γράφει επακριβώς: ‘‘οι εγγυήσεις της «αβλαβούς διέλευσης» που ισχύει στην αιγιαλίτιδα δεν είναι τόσο ικανοποιητικές ώστε να άρουν τις ενστάσεις των κρατών αυτών (εννοεί των διεθνών δυνάμεων). Τόσο, γιατί απέναντι στο δικαίωμα της ελεύθερης ναυσιπλοΐας που ισχύει στην περίπτωση της ανοιχτής θάλασσας (και το Αιγαίο σήμερα έχει αρκετά τμήματα ανοιχτής θάλασσας), ο θεσμός της αβλαβούς διέλευσης, που αναγκάζει το αλλοδαπό πλοίο να διαπλεύσει την αιγιαλίτιδα υπό όρους και υπό την άγρυπνη δικαιοδοσία του παράκτιου κράτους, δεν μπορεί να ικανοποιεί καμία χώρα της οποίας τα πλοία διαπλέουν το Αιγαίο. Πόσο μάλλον αφού σε περίοδο πολέμου, που η Ελλάδα είναι εμπλεγμένη, διατηρεί το δικαίωμα διακοπής της αβλαβούς διέλευσης.’’

Τα επιχειρήματα, όμως, του κ. Καθηγητή περί της ‘‘εγγυητικής ανεπάρκειας’’ του θεσμού της ‘‘αβλαβούς διέλευσης’’, κάθε άλλο παρά ‘‘ακλόνητα’’ είναι. Πρώτον, διότι δεν εξηγεί, όχι πειστικά αλλά ούτε καν στοιχειωδώς, γιατί και σε τι ακριβώς τα πλοία των διεθνών δυνάμεων που θα δικαιούνται να επιχειρούν και θα επιχειρούν, ούτως ή άλλως, την ακώλυτη ‘‘αβλαβή διέλευση’’ από τα χωρικά μας ύδατα, θα ‘‘ενοχλούνται’’ από την ‘‘άγρυπνη δικαιοδοσία’’, όπως γράφει, της Ελλάδας(;). Και δεύτερον, διότι σε περίοδο πολέμου δεν είναι καθόλου δεδομένο ότι η Ελλάδα θα δικαιούται να διακόπτει την ‘‘αβλαβή διέλευση’’ αλλότριων πλοίων από τα χωρικά της ύδατα.

Είναι εντυπωσιακό το γεγονός που εν προκειμένω ο κ. Καθηγητής εμφανίζεται να αγνοεί την υπόθεση των Στενών της Κέρκυρας (Corfu Channel case, 1947-1949) που δικάστηκε ενώπιον του Διεθνούς Δικαστηρίου της Χάγης, κατά την οποία το Δικαστήριο αποφάνθηκε ότι η Αλβανία, αν και βρισκόταν σε εμπόλεμη κατάσταση (με την Ελλάδα), δεν είχε το δικαίωμα να αποκόψει τον πλου (την αβλαβή διέλευση δηλαδή) 4 βρετανικών πλοίων από τα χωρικά της ύδατα. Σε κάθε περίπτωση, ωστόσο, σε ενδεχόμενο πολέμου, άρα σε ένα εξαιρετικό καθεστώς, δεν είναι νομικά και διεθνοπολιτικά παράδοξο, για λόγους εθνικής ασφάλειας, το εμπόλεμο κράτος να διακόπτει τη ροή πλόων μέσα στα χωρικά του ύδατα. Το διεθνές δίκαιο είναι σαφές (αρ. 25§3 της UNCLOS).

Η Ελλάδα, λοιπόν, μοιάζει να εθελοτυφλεί στο θέμα της επέκτασης των χωρικών της υδάτων στο Αιγαίο και στην Ανατολική Μεσόγειο. Πάγια, η πολιτική μας ηγεσία λέει στον ελληνικό λαό, λέει (υποτίθεται) στους Τούρκους, λέει στα διεθνή fora ότι οι συζητήσεις της με την Τουρκία αφορούν μόνο τον καθορισμό υφαλοκρηπίδας και ΑΟΖ σε Αιγαίο και Ανατολική Μεσόγειο, άρα από τη μια αποκλείει οποιαδήποτε συζήτηση για συγκαθορισμό των χωρικών μας υδάτων (αυτός ο καθορισμός, άλλωστε, αποτελεί, κατά το διεθνές δίκαιο, αποκλειστικό προνόμιό μας και άσκηση της εθνικής μας κυριαρχίας) αλλά, από την άλλη, δεν επεκτείνει τα χωρικά μας ύδατα, συνεχώς επιφυλασσόμενη, συνεχώς δηλαδή επιδεικνύοντας υποχωρητικότητα και διστακτικότητα απέναντι στο ‘‘casus belli’’ των Τούρκων.

H επέκταση, όμως, των χωρικών μας υδάτων στα 12 ν.μ. στο Αιγαίο και στην Ανατ. Μεσόγειο θα καταστήσει σχεδόν άνευ σημασίας τη συζήτηση για τη συνιοριοθέτηση υφαλοκρηπίδας και ΑΟΖ με την Τουρκία, διότι από ό,τι θα απομένει ως ‘‘ανοικτή θάλασσα’’, στο Αιγαίο ειδικά (ήτοι το 19%), μόνο το 5,1% είναι η επικαλυπτόμενη περιοχή της υφαλοκρηπίδας που μπορεί να διεκδικηθεί και από τις δύο χώρες. Συνεπώς, μετά την τοιαύτη επέκταση των χωρικών μας υδάτων, η Τουρκία θα έχει παντελώς ελάχιστα να διεκδικήσει ή έστω αμφισβητήσει. Οι ισχυρισμοί της περί ‘‘γκρίζων ζωνών’’ στο Αιγαίο και η αμφιταλάντευση για το εύρος του εθνικού μας εναέριου χώρου θα ‘‘κλειδαμπαρωθούν’’ στο ‘‘χρονοντούλαπο της Ιστορίας’’.

Όσον δε αφορά το ενδεχόμενο ακολούθησης της δεύτερης άνω ‘‘στρατηγικής γραμμής’’ και την διπλωματική αξιοποίηση του θεσμού της ‘‘αβλαβούς διέλευσης’’ (θεσμού του διεθνούς δικαίου), η Ελλάδα εμφανίζεται ως ‘‘κοιμώμενη’.  ‘‘Ξυπνώντας’’, πάντως, και αν έχει τέτοιο σκοπό, θα πρέπει να αναπτύξει ενεργό διπλωματία και να ενημερώσει για τις προθέσεις της τους παγκόσμιους παίκτες, που διέρχονται από το Αιγαίο και το ‘‘χρησιμοποιούν’’ είτε στρατιωτικά είτε εμπορικά. Και δίπλα σ’ αυτούς, θα πρέπει να διακοινώσει τον σχεδιασμό της στα κράτη του Εύξεινου Πόντου και τις λοιπές δυνάμεις της Ανατ. Μεσογείου. Ίσως, λοιπόν, τούτη είναι η ώρα που η Ελλάδα θα πρέπει, με ενεργό διπλωματία και ανάπτυξη της επιχειρηματολογίας της στις διεθνείς σχέσεις για τον θεσμό της ‘‘αβλαβούς διέλευσης’’, να εκμεταλλευτεί δημιουργικά και εποικοδομητικώς γεωπολιτικά το βάθος του χρόνου που μάλλον απλόχερα της παρέχει η τρέχουσα ασάφεια στις ελληνοτουρκικές σχέσεις και οι επ’ αυτών συνεχείς παλινδρομήσεις.

Επί μιας τέτοιας ‘‘γραμμής’’, η χώρα μας ίσως θα ήταν αναγκαίο να δεσμευθεί διεθνώς για την παροχή θεσμικών εγγυήσεων και διευκολύνσεων για τη διεθνή ναυσιπλοΐα στις επίμαχες θαλάσσιες ζώνες και να επιδιώξει, ίσως, ή απλά να προτείνει ειδική συμφωνία ναυσιπλοΐας με τους Τούρκους στο Αιγαίο. Σε κάθε περίπτωση, η Ελλάδα δεν θα ζητήσει, άλλωστε, κάτι παραπάνω απ’ αυτά που το διεθνές δίκαιο προβλέπει. Αν, λοιπόν, είμαστε αναφανδόν υπέρ της διεθνούς νομιμότητας και των αποκρυσταλλωμένων επιταγών του διεθνούς (γραπτού και εθιμικού) δικαίου, γιατί φοβόμαστε; Γιατί συνεχώς κρυβόμαστε, γιατί διστάζουμε και δεν δοκιμάζουμε να μιλήσουμε στην παγκόσμια κοινότητα; Γιατί δεν προσπαθούμε να αναδείξουμε τη νομική παραδοξότητα και το ‘‘νατοϊκά’’ οξύμωρο του ‘‘casus belli’’ των Τούρκων;

Σε ένα τέτοιο σενάριο, οι πιέσεις των Τούρκων, βεβαίως, θα είναι ασφυκτικές, καθώς η ‘‘διαπλοκή’’ τους (όχι κατ’ ανάγκη με την κακοφορμισμένη και συνωμοτική έννοια της) με τις Μεγάλες Δυνάμεις είναι γνωστή. Δεν αρνείται κανείς, εξάλλου, την ύπαρξη αλληλοπλεκόμενων και αλληλεπιδρόντων συμφερόντων μεταξύ της Τουρκίας και του διεθνούς παράγοντα. Όμως, όσο ο Ερντογάν θα χάνει έδαφος στην εφαρμογή του νέο-οθωμανικού μεγαλοϊδεατισμού, όσο ο φρενήρης γεωπολιτικός ακτιβισμός του, ο ενστικτώδης σολιψισμός και αυταρχικός δεσποτισμός του θα φέρνουν τριβές και αναπόφευκτα εντάσεις και όσο η τουρκική οικονομία θα ‘‘βυθίζεται’’, τόσο πιο πολύ θα αυξάνονται οι πιθανότητες να υπάρξουν ‘‘ευήκοα ώτα’’ στις ελληνικές απόψεις, στηριγμένες στο διεθνές δίκαιο και σε έναν αναβαθμισμένο και πολυδραστικό ρόλο της Ελλάδας στην περιοχή. Και δη ‘‘ευήκοα ώτα’’ όχι μόνο στη Δύση…

Αναρωτιέμαι, λοιπόν, μήπως ήρθε η ώρα για μια πολύ κρίσιμη και σημαντική στροφή στην ελληνική ‘‘αξονική διπλωματική τελολογία’’ που θα οδηγήσει σε αυτό που prima facie μπορεί να χαρακτηριστεί ως ‘‘ελληνικός γεωπολιτικός αναθεωρητισμός’’. Αντί το βάρος του γεωπολιτικού στρατηγισμού μας να δίδεται στην υφαλοκρηπίδα και την ΑΟΖ, σε θαλάσσιες δηλαδή ζώνες που λόγω της δεδομένης, βεβαίως, αλληλεπικάλυψής τους με τις αντίστοιχες των Τούρκων θα μας οδηγούν σε απόπειρες ή (όταν αυτό καθίσταται εφικτό) σε ατελείωτες και εξαιρετικά δυστοπικές διαπραγματεύσεις με την Τουρκία, ίσως θα μπορούσαμε να στραφούμε σε πρωτοβουλίες, άρα και σε μοντέλα γεωπολιτικής συμπεριφοράς, που ανυπερθέτως και απροϋποθέτως, χωρίς την ανάγκη σύμπραξης κανενός, το ίδιο το διεθνές δίκαιο μας παρέχει. Στη στροφή αυτή απόδοσης κομβικής στρατηγικής βαρύτητας και διπλωματικού δυναμικού στην έννοια των χωρικών μας υδάτων και στην επέκταση αυτών, η έννοια της ‘‘αβλαβούς διέλευσης’’ είναι ένα σοβαρό νομικό αντίβαρο διεθνούς κύρους σε όποια διεθνή δυσπιστία για την επέκταση των χωρικών μας  υδάτων, κρίσιμο ‘‘εναλλακτικό αντεπιχείρημα’’ και, mutatis mutandis, πραγματολογικός καταλύτης στις περιφερειακές εξελίξεις σε όλη τη Μεσόγειο. Ας το έχουμε αυτό υπόψη μας και ας το σκεφτούμε πολύ σοβαρά.

Απαιτείται, ωστόσο, εμπνευσμένος διπλωματικός σχεδιασμός και πολιτική προσήλωση μέσα στον ρέοντα Ιστορικό Χρόνο, το βάθος του οποίου, όπως σταθερά και συνεχώς υποστηρίζω, αποτελεί ίσως την πιο ‘‘υποσχόμενη παράμετρο’’ της ελληνικής στρατηγικής. Σίγουρα όμως, ας  μη βαυκαλιζόμαστε, καμία από τις επιλογές μας, όποια κι αν είναι αυτή, δεν είναι ούτε αυτονόητη, ούτε εύκολη και αναμφισβήτητη. Καθότι, όπως έγραψε και ο Συνταγματολόγος Ν. Αλιβιζάτος στο πρόσφατο βιβλίο του*, ίσως είναι στη μοίρα των εθνών που βρίσκονται στο μεταίχμιο ηπείρων και πολιτισμών να αντιμετωπίζουν πάντα δυσκολίες….

Κατερίνη, 8/1/2021

ΧΡΗΣΤΟΣ ΓΚΟΥΓΚΟΥΡΕΛΑΣ

ΔΙΚΗΓΟΡΟΣ

LLM IN INTERNATIONAL COMMERCIAL LAW

LLM IN EUROPEAN LAW

Cer. LSE in Business, International

                                             Relations and the political science

*Το βιβλίο του Ν. Αλιβιζάτου είναι το ‘‘Δύο βήματα μπρος, ένα πίσω, 8+1 πολυτάραχες δεκαετίες’’ (Αθήνα 2020, Εκδόσεις Μεταίχμιο).


Eμφανίζονται δίπλα-δίπλα οι δύο χάρτες που απεικονίζουν την κατάσταση στο Αιγαίο, όσον αφορά τα χωρικά ύδατα, με την Ελλάδα στα 6 ν.μ. αφενός και με την Ελλάδα στα 12 ν.μ. αφετέρου.