Ο Εθνικισμός δεν είναι Πατριωτισμός

Ο Εθνικισμός αποτελεί ένα ιδεολόγημα του αστικού πολιτικού συστήματος και εργαλοποιείται από αυτό, όταν διαρρηγνύονται οι μηχανισμοί λαϊκής ενσωμάτωσης και η κοινωνική δυσαρέσκεια δεν μπορεί πλέον να χαλιναγωγηθεί.  

Ενώ είχαμε έξαρση του εθνικισμού με την εμφάνιση κομμάτων και ομάδων με το ξέσπασμα της καπιταλιστικής οικονομικής κρίσης το 2009, με ποιο χαρακτηριστική περίπτωση  την εκλογική ενδυνάμωση των ναζί της «χρυσής αυγής» και την είσοδο τους στο αστικό κοινοβούλιο και με τον δικομματισμό να χάνει την δυναμική του καταρρέοντας ουσιαστικά ο ένας του πυλώνας, το ΠΑΣΟΚ.

Το 1992 όταν είχε ξεσπάσει το θέμα με την ονομασία του κράτους του Σκοπίων, παρόλα που και τότε επικράτησε εθνικιστικός παροξυσμός με τα γνωστά «συλλαλητήρια», για να συγκαλυφθούν οι ευθύνες αυτών που έπαιρναν μέρος στον διαμελισμό της τότε ενιαίας  Γιουγκοσλαβίας.

Ο εθνικισμός δεν μπόρεσε να εκφραστεί μαζικά και οργανωμένα από κάποιο πολιτικό υποκείμενο – φορέα ενώ έγινε προσπάθεια. Ο δικομματισμός( ΠΑΣΟΚ, ΝΔ) έμενε ακόμα  δυνατός, έχοντας εγκλωβισμένο στους κόλπους του το 92% των ψηφοφόρων.

Πράγμα που δείχνει ότι δεν είχε πάθει φθορά από τα γεγονότα και το σύστημα  μπόρεσε να απορροφήσει όλους τους κραδασμούς της λαϊκής κινητοποίησης  χωρίς να νοιώθει ότι κινδυνεύει η σταθερότητα και η συνοχή του.

Και στην μια και στην άλλη περίπτωση ο εθνικισμός πρόβαλλε σαν προτεραιότητα από τα επιτελεία του συστήματος και  προωθήθηκε  για να υπηρετήσει ανάγκες αναπαραγωγής του με τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της κάθε εποχής.

Ο στόχος πάντα ένας. Το σύστημα της ταξικής εκμετάλλευσης και κοινωνικής καταπίεσης, να μην αμφισβητηθεί οργανωμένα από τον λαό και το κίνημα του, με όρους αντεπίθεσης και κοινωνικοπολιτικής ανατροπής

Στην περίπτωση του 1992 και της μετέπειτα  εκείνης εποχής η διαχείριση της αντιλαϊκής πολιτικής από τις δυνάμεις του κεφαλαίου και των κομμάτων του ήταν ακόμα ικανοποιητική.

Σε αυτό συνετέλεσαν οι διάφοροι μηχανισμοί εκμαυλισμών των λαϊκών συνειδήσεων όπως οι ρουσφετολογικοί που έκαναν ακόμα την «δουλειά» τους.

Για παράδειγμα ο δημόσιος τομέας «λάφυρο» στα χέρια των αστικών κομμάτων, αξιοποίονταν για αυτό το σκοπό, σε μια σχέση ψηφοθηρικής συναλλαγής, ανάμεσα σε τμήμα του λαού με τα κόμματα της αστικής διαχείρισης.

Τέτοιοι μηχανισμοί είχαν  στηθεί  σε όλο το φάσμα της οικονομικής, πολιτικής, κοινωνικής ζωής και συνεχίζουν ακόμα και σήμερα με άλλες μορφές βέβαια και άλλη δυναμική.

Σε αυτή την κατεύθυνση «διαπαιδαγωγήθηκαν» χιλιάδες ψηφοφόροι από τα εργατικά και λαϊκά στρώματα με ότι συνεπάγεται αυτό για την συνείδηση και την πολιτική τους συμπεριφορά.

Η ατομική ευνοιοκρατία μέσω αυτών των σχέσεων ήταν επιζήμια και για το εργατικό – λαϊκό κίνημα που τμήμα του εξαγοράστηκε με τέτοιες μεθόδους.

Έτσι διευκολύνθηκε  η προώθηση και εφαρμογή αντιλαϊκών πολιτικών και μέτρων που είχε ανάγκη το κεφάλαιο.

Όταν αυτή η «σχέση» «έσπασε» αλλάζοντας το κεφάλαιο  προτεραιότητες, ελέω και της οικονομικής κρίσης που ερχόταν, ένα σημαντικό γρανάζι της λαϊκής χειραγώγησης και ενσωμάτωσης  είχε αποδυναμωθεί.

Με αυτό τον τρόπο άρχισε  να δυσκολεύει η διαχείριση της αντιλαϊκής πολιτικής, με την λαϊκή δυσαρέσκεια να μεγαλώνει και να εκφράζεται με  μεγάλες απώλειες  στο σύστημα της δικομματικής κυβερνητικής εναλλαγής.

Μεγάλο κομμάτι της λαϊκής – κοινωνικής πλειοψηφίας βρέθηκε σε αδιέξοδο που δεν περίμενε, με το συναίσθημα της ανασφάλειας και της απογοήτευσης να δημιουργεί εκρηκτικό μείγμα.

Σε αυτό ακριβώς το σημείο το σύστημα επιστρατεύει τις εφεδρείες του.

 Φοβάται ότι κάτω από προϋποθέσεις, η λαϊκή αγανάκτηση μπορεί να μετατραπεί σε οργανωμένη, συνειδητή, λαϊκή – ταξική  δράση για την αμφισβήτηση και την ανατροπή του.

Γνωρίζει ότι σημαντικό τμήμα του λαού δεν διαθέτει πολιτική πείρα – γνώση, είναι ανώριμο πολιτικά, δεν διαθέτει ισχυρά πολιτικά κριτήρια με ιδεολογικές αναφορές.

Αυτά τα  στοιχεία αξιοποιούνται για να διευκολυνθούν πατριδοκάπηλες ομάδες και κόμματα, ώστε μέσω του εθνικισμού, να εγκλωβιστούν λαϊκές δυνάμεις, μπροστά στον φόβο μην ριζοσπαστικοποιηθούν και μπουν δραστήρια στον  στίβο της πολιτικής – ταξικής πάλης.

Ο δημαγωγικός λόγος του εθνικισμού παραπλανεί και αποπροσανατολίζει δίνοντας χρόνο στο σύστημα να ανασυνταχθεί.

Ο Εθνικισμός επίσης αξιοποιείται για να διευκολυνθούν ιμπεριαλιστικοί σχεδιασμοί που δεν έχουν καμιά σχέση με τις ανάγκες και τα δικαιώματα των λαών.

Ο Εθνικισμός διχάζει τεχνητά του λαούς σπέρνοντας το μίσος μεταξύ τους.

 Προδιαθέτει το «σπέρμα» της σύγκρουσης που είναι αναγκαίο για τους  κεφαλαιοκράτες και τις αστικές κυβερνήσεις κάθε χώρας, για να προβάλλεται ως διέξοδος όταν εξαντλούνται τα περιθώρια των πολιτικών και των διπλωματιών τους, για το μοίρασμα των πλουτοπαραγωγικών πηγών και την προώθηση ισχυρών οικονομικών μονοπωλιακών συμφερόντων που εκφράζουν.

 Ένα τέτοιο σκηνικό στήνεται τα τελευταία  χρόνια στην ευρύτερη λεκάνη της Ανατολικής Μεσογείου στο φόντο σφοδρών ανταγωνισμών  για τις ενεργειακές πηγές και την διεθνή μεταφορά εμπορευμάτων που έχουν βάλει στο μάτι  πολυεθνικές και μονοπώλια.

Σε αυτή την κατεύθυνση οξύνεται η προκλητικότητα της αστικής τάξης της Τουρκίας που αξιώνει μερίδια από αυτή την λεία που γίνεται εις βάρος των λαϊκών συμφερόντων.

Από αυτή την σκοπιά ο εθνικισμός δεν είναι πατριωτισμός γιατί στηρίζει και στηρίζεται από  εκείνες τις κοινωνικές δυνάμεις που θέλουν τους λαούς υποταγμένους και «αλυσοδεμένους» σε ένα σύστημα  που τα κέρδη των λίγων είναι πάνω από όλα.

Η ιστορία κάνει τα «σινιάλα» της και καλεί σε ρήξη, σύγκρουση και ανατροπή.

 Είναι η μόνη επιλογή για να ανασάνουν πραγματικά ελεύθερα οι λαοί και να ζήσουν ειρηνικά και ευτυχισμένα.

Σαββίδης Παναγιώτης