Υπήρξε και παραυπήρξε και τίμησε σαν σωστός επαγγελματίας την δουλειά του, αναγορεύοντας την σε λειτούργημα, όπως ήταν κάποτε και όπως πρέπει να είναι και τώρα η δημοσιογραφία. Χωρίς τυμπανοκρουσίες, βαρύγδουπους τίτλους και και επικοινωνιακές λεκτικές κορώνες για πολλά χρόνια παρουσίαζε το αστυνομικό ρεπορτάζ σε εφημερίδες και τηλεόραση με την ανάλογη προσοχή, την αντικειμενικότητα, την διασταύρωση στοιχείων και πληροφοριών στο πλαίσιο της ερευνητικής επί της ουσίας δημοσιογραφίας της οποίας υπήρξε πιστός οπαδός. Ο Γιώργος Καραϊβαζ δεν μασούσε τα λόγια του, αν και μετρημένα πάντοτε, ούτε χαρίζονταν σε καταστάσεις και πρόσωπα όσο ψηλά κοινωνικά και οικονομικά κι αν ήταν αυτά, πρόσωπα στα οποία σκόνταφτε η δημοσιογραφική του έρευνα.
Αυτή η επιμονή και η ενδελεχής έρευνα δίχως στόχο τις πρόσκαιρες εντυπώσεις, τις αστήριχτες και έωλες εικασίες, τις κατασκευασμένες υποθέσεις κι όλα αυτά που συνηγορούν στη δημιουργία μιας ανάλογης κατά τη λαϊκή φράση ΄΄ αέρα πατέρα ΄΄, ατμόσφαιρας, στάθηκαν όπως φάνηκε και μετά από τις τραγικές εξελίξεις, η αφορμή για τον αφανισμό του. Ένας αφανισμός πρωτόγνωρος για τα Ελληνικά δεδομένα. Πρωτόγνωρος και ασύλληπτης αγριότητας που μόνο στις κινηματογραφικές ταινίες συναντάμε. Το σχέδιο εξόντωσης του μελετημένο μέχρι κεραίας, η δε αποφασιστικότητα των δολοφόνων να ξεμπερδέψουν μια και καλή μαζί του, επιβεβαιώνεται στην υπογραφή της χαριστικής τους βολής. Δεν επιδίωξαν ούτε τον εκφοβισμό , ούτε πολύ περισσότερο τον τραυματισμό του απλά. Ο δημοσιογράφος Γ. ΚαραΪβάζ έπρεπε εκείνη την μοιραία για αυτόν ημέρα να πεθάνει, κι αυτό ακριβώς συνέβη. Οι εντολοδόχοι των δολοφόνων σίγουρα θα ήσαν σαφείς στην παραγγελία τους. Αν χρειάζονταν και τρείς φορές να τον σκοτώσουν, να μην διστάσουν. Και δεν δίστασαν οι κτηνάνθρωποι, αποτελειώνοντας το θύμα τους με τις απανωτές και εν πλήρη ψυχραιμία χαριστικές τους βολές.
Η στυγερή δολοφονία του δημοσιογράφου μέρα –μεσημέρι στο δρόμο συντάραξε το πανελλήνιο όπως ήταν φυσικό. Την κυβέρνηση των…αρίστων όχι και τόσο, όχι τουλάχιστον όσο αυτή της άτυχης κοπέλας στα Γλυκά Νερά, της δολοφονημένης από τον σύζυγο της. Στην περίπτωση της και σωστά οι Αρχές αναγόρευσαν σε θέμα τιμής για τις ίδιες την ανακάλυψη των δολοφόνων, τους οποίους και επικήρυξαν με το πρωτοφανές ποσό των 300.000 ευρώ. Ανάλογο ζήλο και επιμονή για τον δολοφονημένο δημοσιογράφο δεν είδαμε. Πως να αποτιμά τις ζωές των πολιτών, την σπουδαιότητα και την αξία τους, άραγε η κυβέρνηση του Κυριάκου; Έχουν περάσει τρείς μήνες από την δολοφονία του δημοσιογράφου και ουδέν το νεώτερο. Καμία ενημέρωση για τις έρευνες της αστυνομίας, για το αν συνεχίζονται αυτές, και αν προέκυψαν κάποια στοιχεία. Κάποιοι στα ψηλά πατώματα του γκουβέρνου, δείχνουν να μη βιάζονται, να μην ανησυχούν και προπάντων να μην δίνουν κάποια προτεραιότητα στην ανάγκη της σύντομης εξιχνίασης ενός εγκλήματος πίσω από το οποίο δεν αποκλείεται να κρύβονται και μεγαλόσχημοι παράγοντες αυτής της κοινωνίας. Κάποιοι βολεύονται και καθησυχάζουν εαυτούς και άλλους εμπλεκόμενους στην κατάμαυρη αυτή υπόθεση, με το να βλέπουν τον φάκελο της υπόθεσης να κάνει παρέα στις αράχνες σε κάποιο ράφι της αστυνομίας. Κάποιοι με την βοήθεια ενός αργυρώνητου στην πλειοψηφία του…δημοσιογραφικού στρατού, μοιάζουν να επιθυμούν διακαώς την λήθη, την έστω και μερικώς διαγραφή από την μνήμη του κόσμου, του τραγικού γεγονότος. Να καταγραφεί ως ένα σύνηθες συμβάν που αφορά κυρίως τον κόσμο της νύχτας, την κοινωνία του υπογείου και τίποτα περισσότερο. Ένα … συμβάν που δεν ακουμπά φυσικά κατά κανένα τρόπο την κοινωνία του λευκού κολάρου, του καλοσιδερωμένου ακριβού κουστουμιού.
Ματαιοπονούν. Και ματαιοπονούν γιατί η λαϊκή μνήμη δεν αποκοιμιέται, μήτε παραδίδει έτσι απλά τα κλειδιά της κρίσης και της νοημοσύνης της, στους ακροδεξιούς κλειδοκράτορες αυτού του τόπου. Πολύ περισσότερο που η συντριπτική λαϊκή πλειοψηφία δεν λησμονεί, γιατί οι σφαίρες στο αδικοχαμένο κορμί του δημοσιογράφου, ήταν σφαίρες στο σώμα της ίδιας της Δημοκρατίας.