Ο προϋπολογισμός εξασφαλίζει ότι η ΕΕ διαθέτει τα οικονομικά μέσα για την πραγματοποίηση προγραμμάτων και έργων που ωφελούν τους Ευρωπαίους. Η χρηματοδότηση της ΕΕ υποστηρίζει αγρότες, πόλεις, περιφέρειες, φοιτητές, ερευνητές, επιχειρήσεις και ΜΚΟ σε όλη την Ευρώπη.
Ο τρέχων μακροπρόθεσμος προϋπολογισμός της ΕΕ λήγει στις 31 Δεκεμβρίου 2020. Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή κατέθεσε πρόταση τον Μάιο του 2018 για την επόμενη περίοδο χρηματοδότησης από το 2021 έως το 2027. Το ΕΚ την ενέκρινε τον Νοέμβριο του 2018 και την επιβεβαίωσε τον Οκτώβριο του 2019. Οι διαπραγματεύσεις, ωστόσο, μεταξύ των θεσμικών οργάνων δεν μπορούν να ξεκινήσουν, γιατί τα κράτη-μέλη του Συμβουλίου δεν έχουν καταλήξει, έως τώρα, σε μια κοινή θέση.
Μετά την διάσκεψη κορυφής της ΕΕ στις 20-21 Φεβρουαρίου, η οποία επικεντρώθηκε στον μακροπρόθεσμο προϋπολογισμό της ΕΕ, ο πρόεδρος του ΕΚ, Νταβίντ Σασόλι, δήλωσε ότι το Κοινοβούλιο απογοητεύτηκε από την αποτυχία του Συμβουλίου να καταλήξει σε μια θέση και εξέφρασε την ελπίδα ότι οι μελλοντικές διαπραγματεύσεις θα δείξουν ότι η ΕΕ είναι έτοιμη να στηρίξει τις φιλοδοξίες της με επαρκείς πόρους.
“Η Ευρώπη αντιμετωπίζει πρωτοφανείς προκλήσεις όπως η κλιματική αλλαγή, η ψηφιοποίηση και μια νέα γεωπολιτική τάξη”, δήλωσε ο Σασόλι. “Ο μετριασμός των φιλοδοξιών μας μόνο αρνητικό αντίκτυπο θα μπορούσε να έχει στην πρόοδο και την ολοκλήρωση που έχουμε επιτύχει τα τελευταία χρόνια.”
Ενώ η τελική απόφαση για τον επόμενο μακροπρόθεσμο προϋπολογισμό λαμβάνεται από το Συμβούλιο, βάσει του αποτελέσματος των διαπραγματεύσεων, το ΕΚ πρέπει να δώσει την συγκατάθεσή του για να τεθεί σε ισχύ.
Ο προϋπολογισμός της ΕΕ στραμμένος προς το μέλλον
Το ΕΚ έχει υποστηρίξει με συνέπεια ότι για να μπορέσει η ΕΕ να ανταποκριθεί στις δεσμεύσεις και στις φιλοδοξίες της, αλλά και στις προσδοκίες των πολιτών, πρέπει να διαθέτει τα απαραίτητα μέσα για να επενδύσει στο μέλλον της.
Ένα από τα βασικά ζητήματα αφορά τους τομείς προτεραιότητας στους οποίους θα διανεμηθούν τα κονδύλια του προϋπολογισμού προς όφελος των Ευρωπαίων πολιτών. Οι ευρωβουλευτές θέλουν να διατηρήσουν τη χρηματοδότηση για τους αγρότες και τις φτωχότερες περιφέρειες στο σημερινό επίπεδο. Η κοινή αγροτική πολιτική χρηματοδοτείται αποκλειστικά σε επίπεδο Ευρωπαϊκής Ένωσης κι αποσκοπεί στην παροχή ασφαλών και ποιοτικών τροφίμων, καθώς και στην παροχή αξιοπρεπούς εισοδήματος στους αγρότες, ενώ η στήριξη προς λιγότερο ανεπτυγμένες περιφέρειες προάγει την αλληλεγγύη και εξασφαλίζει ότι όλοι επωφελούνται από την ενιαία αγορά.
Ωστόσο, η ΕΕ αντιμετωπίζει κι άλλες προκλήσεις που απαιτούν επαρκείς επενδύσεις, όπως είναι η μετανάστευση και η ασφάλεια, καθώς και νέες, όπως είναι η ανάπτυξη ψηφιακών τεχνολογιών. Το ΕΚ επιθυμεί την ενίσχυση και την επαρκή χρηματοδότηση της κλιματικής δράσης ώστε να διευκολυνθεί η δίκαιη μετάβαση σε μια οικονομία με ουδέτερο ισοζύγιο άνθρακα και να διασφαλιστεί ότι κανείς δεν θα μείνει πίσω. Οι ευρωβουλευτές ζητούν, ακόμη, περισσότερες επενδύσεις σε τομείς όπως της νεολαίας, της έρευνας, της καινοτομίας και των μικρομεσαίων επιχειρήσεων.
Τα οφέλη της ΕΕ υπερτερούν των συνεισφορών των κρατών-μελών
Ο προϋπολογισμός της ΕΕ είναι ένα επενδυτικό εργαλείο που προσφέρει προστιθέμενη αξία και δημιουργεί ευκαιρίες για ανθρώπους και επιχειρήσεις πέραν των εθνικών συνόρων.
Η ενιαία αγορά της ΕΕ, για παράδειγμα, καταργεί τα εμπόδια στις εμπορικές συναλλαγές και επιτρέπει σε εταιρείες από οποιαδήποτε χώρα της ΕΕ να αποκτήσουν πρόσβαση στην αγορά άλλων κρατών-μελών. Σύμφωνα με εκτιμήσεις της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, τα οφέλη που αποκομίζουν τα κράτη μέλη από τη συμμετοχή τους στην ενιαία αγορά είναι πολύ μεγαλύτερα από τις συνεισφορές τους στον προϋπολογισμό της ΕΕ.
Οι μελέτες δείχνουν ότι η ύπαρξη της ενιαίας αγοράς δημιούργησε 3,6 εκατομμύρια θέσεις εργασίας από το 1990 και ότι αν δεν υπήρχε, το ακαθάριστο εγχώριο προϊόν της ΕΕ θα ήταν χαμηλότερο κατά 8,7%. Ο μέσος πολίτης της ΕΕ κερδίζει 840 ευρώ περισσότερα ετησίως χάρη στην ενιαία αγορά.
Ικανοποιώντας τις προσδοκίες των Ευρωπαίων
Οι πολίτες αναμένουν ότι η ΕΕ θα επικεντρωθεί στις προτεραιότητές τους. Το Ευρωβαρόμετρο του 2019 δείχνει, ωστόσο, ότι υπάρχει διαφορά μεταξύ του τι θέλουν οι πολίτες να κάνει η ΕΕ και του τι θεωρούν ως τους κύριους τομείς δαπανών της.
Ενώ το 48% των ερωτηθέντων δήλωσε ότι το μεγαλύτερο μέρος του προϋπολογισμού της ΕΕ πρέπει να δαπανηθεί για την απασχόληση και τις κοινωνικές υποθέσεις και το 41% ότι πρέπει να δαπανηθεί για την πολιτική για το κλίμα και το περιβάλλον (ζητήθηκε από τους ερωτηθέντες να προσδιορίσουν μέχρι τέσσερις βασικές πολιτικές), μόνο το 16% δήλωσε ότι το μεγαλύτερο μέρος του προϋπολογισμού της ΕΕ δαπανάται επί του παρόντος για την απασχόληση και την κοινωνική πολιτική και μόνο το 17% είπε ότι το μεγαλύτερο μέρος του προϋπολογισμού δαπανάται για την πολιτική για το κλίμα και το περιβάλλον.
Ποιο είναι το ιδανικό μέγεθος ενός ισχυρού κοινοτικού προϋπολογισμού;
Το μέγεθος του προϋπολογισμού της ΕΕ είναι ένα μικρό κλάσμα των δαπανών σε εθνικό επίπεδο. Μετά την αξιολόγηση των πόρων που απαιτούνται για την επίτευξη των στόχων σε κάθε τομέα πολιτικής, το ΕΚ προτείνει ο προϋπολογισμός να αντιπροσωπεύει το 1,3% του ακαθάριστου εθνικού εισοδήματος της ΕΕ. Οι μέσες δαπάνες των κυβερνήσεων της ΕΕ υπερβαίνουν το 47% της ακαθάριστης εθνικής εισφοράς.
Οι ευρωβουλευτές έχουν επανειλημμένως επιμείνει ότι ο προϋπολογισμός δεν πρέπει να εξαρτάται πρωτίστως από τις άμεσες συνεισφορές των κρατών μελών κι έχουν ζητήσει την παροχή νέων ιδίων πόρων για τον προϋπολογισμό της ΕΕ. Προτείνουν, για παράδειγμα, την άντληση εσόδων μέσα από τη φορολόγηση των πλαστικών αποβλήτων, το σύστημα εμπορίας εκπομπών της ΕΕ ή την φορολόγηση των μεγάλων ψηφιακών εταιρειών. Σε ψήφισμα του περασμένου Οκτωβρίου, οι ευρωβουλευτές τόνισαν ότι χωρίς συμφωνία για τη μεταρρύθμιση του συστήματος ιδίων πόρων της ΕΕ, το ΕΚ δεν θα δώσει τη συγκατάθεσή του στον επόμενο μακροπρόθεσμο προϋπολογισμό.