Στην τελική ευθεία η προεκλογική περίοδος στη Γερμανία. Ότι είχαν να πούνε κόμματα και πολιτικές ηγεσίες, το είπαν. Τον λόγο τώρα έχουν την Κυριακή οι Γερμανοί ψηφοφόροι. Εκείνο όμως που δεν πέρασε απαρατήρητο και έκανε αίσθηση σε όσους έστω και αποσπασματικά παρακολούθησαν τις προεκλογικές καμπάνιες, ήταν η ένταση, η επίμονη ένταση και οι επιθέσεις με έντονο αντικομουνιστικό χρώμα και φρασεολογία που παραπέμπει στη γένεση της ψυχροπολεμικής περιόδου, των Χριστιανοδημοκρατών της CDU και της ακροδεξιάς κατά του Σόλτς και του SPD. Αν κάποιος δεν γνώριζε ούτε στοιχειωδώς τι ακριβώς συμβαίνει και τι διακυβεύεται σε αυτές τις εκλογές στη χώρα που οι επιθυμίες της συνήθως γίνονται αποφάσεις και πολιτική γραμμή των υπολοίπων της ΕΕ, θα πίστευε πως κάποιο κομουνιστικό κόμμα η κάποια ισχυρή αριστερά βρίσκονται προ των πυλών της εξουσίας. Ο επικεφαλής της CDU και υποψήφιος για την καγκελαρία Λάσετ, διάδοχος της Μέρκελ, όσο και η ίδια η νυν καγκελάριος δεν χάνουν την ευκαιρία να τονίσουν την “κομμουνιστική απειλή” και την “σοβιετοποίηση” της Γερμανικής κοινωνίας από τυχόν επικράτηση του SPD και των εν δυνάμει συμμάχων του, μεταξύ των οποίων συγκαταλέγεται και η αριστερά. Η τυχόν συμμετοχή, λοιπόν, του die Linke, της αριστεράς σε ένα κυβερνητικό συμμαχικό σχήμα του τόξου πέραν της δεξιάς πολιτικών δυνάμεων, έχει αναγορευτεί σε άμεσο κίνδυνο για την Γερμανία, σε ζήτημα υπαρξιακό για τους θεσμούς και την δημοκρατία στη χώρα. Η δαιμονοποίηση, η φαιά σε βάρος της Γερμανικής αριστεράς πρωτόγονη προπαγάνδα, συμβαίνουν στη χώρα – βιτρίνα της ΕΕ και μετά από τριάντα χρόνια από την κατάρρευση των καθεστώτων της Αν. Ευρώπης και την ενοποίηση της των κάποτε δύο Γερμανιών. Και να λάβει κάποιος υπόψη του ότι το πρόγραμμα, οι θέσεις και οι προτάσεις του die Linke, για τα σύγχρονα ζητήματα , τις προκλήσεις και τα προβλήματα που αντιμετωπίζει η χώρα είναι όχι μόνο ισορροπημένες και στο πλαίσιο του λαϊκού αιτήματος για ένα ισχυρό κοινωνικό κράτος, αλλά έχουν αποσπάσει την εκτίμηση και την αποδοχή σημαντικών τμημάτων της Γερμανικής κοινωνίας.
Η αναβίωση σε τέτοια έκταση της αντικομουνιστικής και αντιαριστερής υστερίας στην πολύπαθη ιστορικά χώρα στην Τρίτη δεκαετία του 21ου αιώνα, είναι ένα γεγονός που δεν μπορεί παρά να προβληματίζει έντονα. Να προβληματίζει ιδιαίτερα εμάς , που αν κάναμε τον κόπο να επιστρέψουμε στο πρόσφατο παρελθόν και συγκεκριμένα στον Γενάρη του 2015, θα βγάζαμε πολλά χρήσιμα και καταλυτικά συμπεράσματα για τα γεγονότα και τις εγχώριες εξελίξεις που έλαβαν χώρα από εκείνον τον μήνα και μετά στη χώρα μας. Μπορεί εύκολα να συμπεράνει κάποιος με τι αισθήματα και προθέσεις το κονκλάβιο του περιβόητου Γιούρογκρουπ με επικεφαλής τον εμμονικό … φιλέλληνα Σόιμπλε, υποδέχτηκαν την εκλογική νίκη του Σύριζα και του Τσίπρα. Το όνομα του οποίου δεν ήθελαν καν να προφέρουν, τότε που ανησυχώντας σφόδρα για τον απρόβλεπτο πολιτικό αντάρτη, τον κομουνιστή, τον ακατονόμαστο που έρχονταν να αμφισβητήσει, να μαγαρίσει τα θέσφατα και τους σιδερένιους κανόνες της ΕΕ, ζητώντας δικαιοσύνη και αξιοπρέπεια για τον Ελληνικό λαό που στέναζε κάτω από τους εκβιασμούς και την επιβολή των ΄΄ έτσι θέλω ΄΄ των …εταίρων μας. Ποιος λησμονεί την απροκάλυπτα εχθρική και μικρόψυχη δήλωση Σόιμπλε την επομένη των εκλογών του Ιανουαρίου 2015, για το πόσο λυπάται τον Ελληνικό λαό για τις επιλογές του. Τότε που και ένα νεύμα του στους άλλους του Γιούρογκρουπ ισοδυναμούσε με εντολή, διαταγή για το τι έπρεπε να αποφασίσουν για το δικό μας ζήτημα. Ήταν φυσικά ζήτημα ύψιστης προτεραιότητας να τσακιστεί εν τη γενέσει του η αποκοτιά αυτού του… περίεργου από την Ελλάδα που πιθανόν να παράσερνε στον ίδιο δρόμο της αμφισβήτησης και της απαίτησης για δίκαιη αντιμετώπιση και άλλους εταίρους της ΕΕ με όμοια προβλήματα. Ώσπου φτάσαμε στο δημοψήφισμα για το οποίο όπως αποδείχτηκε έτρεφε αυταπάτες ο Τσίπρας έστω και την τελευταία στιγμή πως οι Σόιμπλε της Ευρώπης θα σέβονταν την θέληση του Ελληνικού λαού για την διευθέτηση του προβλήματός μας σε μια δίκαιη βάση. Για να φτάσει η μοιραία νύχτα της τελικής συμφωνίας κάτω από ένα καταιγισμό εκβιασμών , πρωτάκουστων στην σύγχρονη Ευρωπαϊκή πολιτική ιστορία, σε βάρος της χώρας μας. Εκβιασμών για τους οποίους ο τότε πρωθυπουργός της Ιταλίας Ματέο Ρέντσι δήλωνε ότι “αυτό που συμβαίνει αυτές τις ώρες μέσα στην αίθουσα των συνομιλιών σε βάρος του Έλληνα πρωθυπουργού και της χώρας του, είναι απαράδεκτο και ντροπιαστικό για όλους μας”. Την ένοχή για πράξεις και συμπεριφορές εκείνης της εποχής, μερικοί από εκείνους σήμερα προσπαθούν να απαλύνουν με δηλώσεις αυτοκριτικής και μετάνοιας, όπως η τελευταία του Γιούνγκερ “δεν σεβαστήκαμε της αξιοπρέπεια του ελληνικού λαού”.
Να όμως που παρόλα αυτά και σήμερα από πολιτικούς συντηρητικούς κύκλους της Ευρώπης, όπως τώρα στη Γερμανία και προκειμένου να ματαιωθεί το ενδεχόμενο μιας κυβερνητικής αλλαγής σε προοδευτική κατεύθυνση, αναβιώνει η μισαλλοδοξία, ο αντικομουνισμός, η αντιαριστερή ρητορική, που παραπέμπει σε χαλεπούς πολιτικά καιρούς. Σε καιρούς που αφελώς πιστεύαμε ότι ανήκουν οριστικά στο παρελθόν. Δεν ορρωδεί η νεοφιλελεύθερη δεξιά και η ακροδεξιά στην Ευρώπη να αντιμετωπίσει και με τα πιο ποταπά όπλα τους πολιτικούς της αντιπάλους και όσους αμφισβητούν και ζητούν την ανατροπή της. Εκείνοι που λησμονούν με ποιους έχει να κάνει η αριστερά και η δημοκρατική – προοδευτική παράταξη, φαίνεται πως είναι οι εγχώριοι πάλε-ποτέ σύντροφοι και φίλοι μας. Όλοι όσοι από τον Σεπτέμβρη του 2015 και μετά, ζήτησαν και εξακολουθούν κάποιοι να ζητούν την πολιτική σταύρωση του Τσίπρα για όσα συνέβησαν στη χώρα. Όλοι όσοι αδίκησαν και αδικούν πρώτα τον εαυτό τους και μετά τον πρώην πρωθυπουργό και τον Σύριζα. Όλοι όσοι αδιαφορώντας για εκείνες τις συγκεκριμένες συνθήκες κάτω από τις οποίες κλήθηκε να δράσει εκείνη η κυβέρνηση, συνέργησαν εσκεμμένα η και αθέλητα στην διαμόρφωση και την ενίσχυση του αντισύριζα μετώπου.
Ξεχνούν, λοιπόν, η κάνουν πως ξεχνούν; . Είναι ένα ερώτημα το οποίο ακόμη παραμένει αναπάντητο.