-Υπάρχουν ψέματα καταραμένα ψέματα και στατιστικές. Μια ρήση που αποδίδεται στον πρωθυπουργό της Μ. Βρετανίας του Βενιαμίν Ντιρσαέλι (τέλη του 19ου αιώνα) έρχεται στο μυαλό μας παραμονές ψήφισης του κρατικού προϋπολογισμού του 2022, όπως και κάθε κρατικού προϋπολογισμού!
Κάποιες απόψεις για τον προϋπολογισμό του 2021 φέρουν στη μνήμη μας τα προαναφερθέντα. Πιο συγκεκριμένα, οι θιασώτες του προϋπολογισμού αυτού, όπως και της προηγούμενης χρονιάς, σημειώνουν ότι η αύξηση του Ακαθαρίστου Εγχωρίου Προϊόντος (ΑΕΠ) ξεπέρασε κάθε πρόβλεψη τo 2021. Είχε προβλεφθεί πέρσι τέτοια εποχή ότι το ΑΕΠ θα αυξανόταν κατά 4,8%. το 2021. Οι εκτιμήσεις της τωρινής περιόδου όμως το ανεβάζουν όμως 6,9%. Αν δούμε μόνο τα νούμερα, τότε πράγματι η ανωτέρω διαφορά ηχεί ως μια μεγάλη επιτυχία. Αν ψάξουμε όμως την πηγή της τότε η επιτυχία μετριάζεται αισθητά.
Αιτίες θετικών εξελίξεων του ΑΕΠ είναι γενικά η αύξηση της κατανάλωσης (ιδιωτικής και δημόσιας), των επενδύσεων και των εξαγωγών. Θετικά λειτουργεί και η μείωση των εισαγωγών ή η μικρή αύξησή τους.
Πέρσι τον Νοέμβριο του 2020 είχε προβλεφθεί αύξηση των επενδύσεων κατά 23,2% για το 2021. Το 2021 θα κλείσει όμως με περίπου τη μισή αύξηση από την προβλεπόμενη, σύμφωνα με τις πρόσφατες εκτιμήσεις, δηλαδή με 11,7%.
Ως προς τις εξαγωγές, σύμφωνα με τις περσινές προβλέψεις, θα καταγραφόταν το 2021 μια εκρηκτική άνοδος της τάξης των 22,5%. Οι εκτιμήσεις όμως της περιόδου μας χαμηλώνουν και αυτήν την τόσο αισιόδοξη πρόβλεψη. Το έτος θα κλείσει με αύξηση φυσικά αλλά μόνο κατά 14,1%. Ως εκ τούτου τα δυο αυτά μεγέθη δύσκολα ερμηνεύουν τη θετική διαφορά ανάμεσα στις περσινές προβλέψεις και τις τωρινές εκτιμήσεις για το 2021 αναφορικά με την αύξηση του ΑΕΠ.
Η κύρια αιτία της εξέλιξης αυτής –που αντισταθμίζει τις χαμηλές αυξητικές τάσεις των δυο προαναφερθεισών μεταβλητών– εντοπίζεται στη δημόσια κατανάλωση η οποία από προβλεπόμενη μείωση τον Νοέμβριο του 2020 κατά -1,9% για το 2021 κατέγραψε θεαματική άνοδο κατά 4,1%. Άρα είναι η δημόσια κατανάλωση και όχι οι επενδύσεις ή οι εξαγωγές που οδήγησαν στην αύξηση του ΑΕΠ κατά 6,9%. Αυτή είναι μια σημαντική παράμετρος που δεν επισημαίνεται. Τέλος όμοιες θετικές επιπτώσεις επί του ΑΕΠ άσκησε η μικρή αύξηση των εισαγωγών, (πρόβλεψη Νοεμβρίου 2020 για το 2021, 16,4%, τωρινή εκτίμηση 6,5%).
Το πρόβλημα της χώρας δεν είναι όμως οι θετικές τάσεις της δημόσιας κατανάλωσης αλλά οι επενδύσεις και ιδιαίτερα η τάση αποβιομηχάνισης που εξακολουθεί να υφίσταται σύμφωνα με τις δυσμενείς προβλέψεις που κρούουν εδώ και καιρό τον κώδωνα του κινδύνου. (Βλ. αναλυτικότερα, τελική έκθεση Πισσαρίδη του Νοεμβρίου 2020 και το πρόγραμμα Penn World Tables, του πανεπιστημίου της Πενσυλβάνια, http://mardas.eu/2021/01/03/πώς-μπορεί-ν-καλυφθεί-το-επενδυτικό-κε/).
-Ως προς άλλα μεγέθη του προϋπολογισμού του 2022, παρατηρείται αναλυτικότερα αλματώδης αύξηση του δημοσίου χρέους μας. Σύμφωνα με τις προβλέψεις, αυτό θα ανέλθει στα 355 δις ευρώ και ως ποσοστό του ΑΕΠ θα αγγίξει το 189% το 2022.
Υπενθυμίζεται βέβαια ως προς το χρέος, ότι σύμφωνα με το «πακέτο των 2 μέτρων» της ΕΕ (βλ. ειδικότερα το Άρθρο 14 του Κανονισμού της ΕΕ 472/2013 όπως και τον Κανονισμό 473/2013), ένα κράτος-μέλος θα βρίσκεται σε διαρκή ενισχυμένη εποπτεία έως ότου αποπληρώσει το 75% της χρηματοδοτικής συνδρομής που έλαβε από ένα ή περισσότερα άλλα κράτη-μέλη ή άλλους μηχανισμούς της ΕΕ (από το EFSF, το ΕSM).
Ακόμη, το 2022 θα είναι μάλλον η τελευταία χρονιά μη τήρησης των συμφωνηθέντων μετά το πέρας του τελευταίου Μνημονίου. Η επαναφορά του πρωτογενούς πλεονάσματος ( δηλ. των ετησίων εσόδων μείον τις δαπάνες πλην της πληρωμής των τόκων) της τάξης του 2,2% του ΑΕΠ εκτιμάται ότι θα κτυπήσει την πόρτα μας το 2023. Αυτό ηχεί ως το καλό σενάριο.
Υπάρχει όμως και το κακό σενάριο. Πιο συγκεκριμένα, να υπενθυμίσουμε ότι σύμφωνα με το υπό αναστολή Ευρωπαϊκό Δημοσιονομικό Σύμφωνο της ΕΕ του 2019 και τις αυστηρές ρήτρες που έχουν τεθεί, το σχεδόν ισοσκελισμένο πλέον ισοζύγιο της Γενικής Κυβέρνησης (ή το επιτρεπτό έλλειμμα του 0,5% του ΑΕΠ υπό προϋποθέσεις, σε κράτη-μέλη όπως η Ελλάδα) είναι ante portas στο άμεσο μέλλον.
Αν στο υπέρογκο δημόσιο χρέος και στη δημοσιονομική πειθαρχία που θα επανέλθει, προστεθεί και η πιθανή μη συνέχιση διευκολύνσεων εκ μέρους της Ευρωπαϊκής Κεντρικής τράπεζας (ΕΚΤ) –μέσω της ποσοτικής χαλάρωσης– τότε ας προβληματισθούμε. Η σκιά του 2015 δεν έχει χαθεί!
Αν λοιπόν το 2023 θεωρηθεί έτος «ομαλότητας» για την ΕΕ που θα οδηγήσει στην επανεμφάνιση της δημοσιονομικής πειθαρχίας, των πρωτογενών πλεονασμάτων ή/και του ισοσκελισμένου προϋπολογισμού και της στενότητας ρευστότητας, τότε οι εκλογές ηχούν αναπόφευκτες για το Φθινόπωρο του 2022.
Η παραπάνω υπόθεση ισχυροποιείται και από τις ακόλουθες δυσμενείς εξελίξεις του προϋπολογισμού του 2022. Αναλυτικότερα, το Πρόγραμμα των Δημοσίων Επενδύσεων (ΠΔΕ) παρουσιάζει μια αξιοσημείωτη κάμψη στο σκέλος των δαπανών σε σχέση με το 2020 και 2021. Ανέρχεται στα 7,8 δις ευρώ (10,6 δις ευρώ το 2020, 8,3 δις ευρώ το 2021) και είναι όμοιο εκείνου της περιόδου 2016-2019. Η απώλεια αυτή επιδιώκεται να αντισταθμιστεί από τις πιστώσεις του Ταμείου Ανάκαμψης.
Επίσης, υπάρχει χαμηλή απορροφητικότητα εκ μέρους της ΕΕ. Οι επιχορηγήσεις από την ΕΕ για το 2022 θα είναι της τάξης των 3,8 δις ευρώ ενώ το 2020 ήταν 4,6 δις, και το 2021 4,5 δις ευρώ.
Τέλος προβλέπεται κάθετη μείωση των δαπανών που συνδέονται με το κοινωνικό κράτος ανερχόμενες σε 29,8 δις ευρώ το 2022. Το 2021 ήταν 37,9 δις ευρώ και το 2020 38,1 δις ευρώ. Όλα τα ανωτέρω ενδυναμώνουν την κοινωνική δυσαρέσκεια, που προβλέπεται να οξυνθεί το 2023 αν επιστρέψει η ΕΕ στην «ομαλότητα».