Τα παραπάνω καταγγέλλει το Ινστιτούτο Καταναλωτών αναλύοντας όσα συμβαίνουν στις λεπτομέρειες των συμβάσεων και στα «ψιλά γράμματα» των λογαριασμών.
Όπως είναι γνωστό, από το Νοέμβριο του 2021 μέχρι και σήμερα η τιμή του ηλεκτρικού ρεύματος έχει ξεπεράσει κάθε ανεκτό όριο αύξησης με αποτέλεσμα η πλειοψηφία των Καταναλωτών και ιδιαίτερα οι λαϊκές οικογένειες να αδυνατούν πραγματικά να αποπληρώσουν ομαλά τους λογαριασμούς ρεύματος.
Η κατάσταση αυτή έχει δημιουργηθεί βασικά για δύο λόγους:
Ο πρώτος λόγος είναι διότι το ρεύμα μετατράπηκε σε ένα πλήρες εμπόρευμα μέ χρηματιστηριακό αντίκρισμα.
Ο δεύτερος λόγος είναι ότι εντελώς πρόωρα και χωρίς εναλλακτική στρατηγική για παραγωγή φθηνού ρεύματος, εγκαταλείφθηκε η λιγνιτική παραγωγή ρεύματος και βάλτωσε η υδροηλεκτρική.Αυτή η πολιτική ξεκίνησε σταδιακά από το 2006και όπως βλέπουμε σήμερα το μόνο της αποτέλεσμα είναι να δημιουργήσει μία τρομακτική ενεργειακή φτώχεια που σε πολύ λίγο χρονικό διάστημα θα ταλαιπωρήσει την πλειοψηφία των Καταναλωτών τόσο στο οικιακό ρεύμα όσο και στο επαγγελματικό ρεύμα.
Ξέχωρα όμως από την επιβάρυνση της τιμής του ρεύματος λόγω των παραπάνω δύο παραγόντων, οι καταναλωτές επιβαρύνονται με χρεώσεις επί της τιμής του ρεύματος οι οποίες είτε είναι αόριστες, όπως η λεγόμενη ρήτρα αναπροσαρμογής, είπε αναγκάζονται να πληρώσουν δύο φορές για την ίδια υπηρεσία μέσω του διαβόητου ΕΤΜΕΑΡ.
Αυτό γιατί μέσω του ΕΤΜΕΑΡ οι καταναλωτές πληρώνουν τους παραγωγούς ΑΠΕ και ταυτόχρονα με τη ρήτρα αναπροσαρμογής τους ξαναπληρώνουν.
Επιπλέον, οι ευάλωτοι καταναλωτές που κατανέμονται στο ΚΟΤ Α και στο ΚΟΤ Β, , παρά το γεγονός ότι με την υπουργική απόφαση ΥΠΕΝ/ΥΠΡΓ/892/152/2018 έχει ρυθμιστεί η χρέωση προμήθειας και η έκπτωση στο σύνολο της κατανάλωσηςπου δικαιούνται οι καταναλωτές αυτοί ανέρχεται σε 75% και 45% αντίστοιχα, με συνέπεια η έκπτωση αυτή να πρέπει να εφαρμόζεται και στην λεγόμενη “ρήτρα αναπροσαρμογής” (αφού και αυτή αναφέρεται σε χρέωση προμήθειας ρεύματος), ταλαιπωρούνται από την συνεχιζόμενη ασάφεια των εξαγγελιών του αρμόδιου υπουργού Ενέργειας και Περιβάλλοντος.
Συγκεκριμένα, Ο ΥΠΕΝ, δημιουργεί σύγχυση αναφέροντας ότι επιδοτείται ξεχωριστά το Κοινωνικό Τιμολόγιο (ΚΟΤ), αφού με τον τρόπο αυτό καταργείται στην πράξη η έκπτωση 75% επί της ρήτρας αναπροσαρμογής χρέωσης προμήθειας ρεύματος που είναι υποχρεωμένος ο κάθε προμηθευτής να εφαρμόσει.
Με άλλα λόγια, Ο ΥΠΕΝ, διευκολύνει (ας ελπίσουμε άθελα του) τις Εταιρείες προμήθειας ηλεκτρικού ρεύματος να εισπράξουν από τους ευάλωτους πελάτες πόσα που δεν δικαιούνται να εισπράττουν σύμφωνα με το υφιστάμενο νομοθετικό πλαίσιο.
Αυτή η σύγχυση σε βάρος των φτωχών λαϊκών νοικοκυριών και εν γένει των καταναλωτών πρέπει να τερματισθεί άμεσακαι συγκεκριμένα οι εταιρείες προμήθειας ηλεκτρικού ρεύματος πρέπει να εφαρμόζουν τις άνω αντίστοιχες εκπτώσεις στους δικαιούχους ΚΟΤ και στην ρητρα αναπροσαρμογης.
Τέλος, είναι δεδομένο ότι όσοι καταναλωτές έχουν συνάψει τηλεφωνικά συμβάσεις με διάφορες εταιρείες ρεύματος, δεν έχουν λάβει γνώση και δεν έχουν πληροφορηθεί για την ρήτρα αναπροσαρμογής και ως εκ τούτου δεν υποχρεούνται να την καταβάλουν.
Υπάρχουν άλλωστε και πολλά παραδείγματα όπου οι διάφορες εταιρείες προμήθειας ηλεκτρικού ρεύματος δεν χορήγησαν αντίγραφα των συμβάσεων στους καταναλωτές, είτε οι συμβάσεις έχουν υπογραφεί από αντιπροσώπους τους και μόνο, με αποτέλεσμα οι καταναλωτές να μην έχουν πληροφορηθεί τους γενικούς όρους συναλλαγών και των επιμέρους ρητρών που εμπεριέχονται στις συμβάσεις αυτές.
Παρατηρήθηκε επίσης ότι το σύνολο σχεδόν των συμβάσεων προμήθειας ρεύματος που συνάπτονται, έχουν μέγεθος γραμματοσειράς εξαιρετικά μικρό, το οποίο δεν είναι ευανάγνωστο κι η ανάγνωση του είναι δυνατή μόνο με μεγεθυντικό φακό.
Η πρακτική αυτή είναι παράνομησύμφωνα με τις διατάξεις του ν.3587/2007, όπως ισχύει, περί προστασίας Καταναλωτών.
Έχουμε υποβάλει ήδη αναφορά για την απαράδεκτη αυτή κατάσταση στον τομέα της ενέργειας προς τον Υπουργό Ενέργειας και Περιβάλλοντος και περιμένουμε από αυτόν και από την ΡΑΕ να ενεργήσει και όχι να παραπέμψουν το θέμα στις ελληνικές καλένδες.
Περιμένουμε επίσης και από τα κόμματα της Βουλής τις ενέργειες τους.
Σίγουρα όμως, πέρα από τις ευθύνες της ΡΑΕ, η βασική ευθύνη ανήκει στην κυβέρνηση η οποία πρέπει να τερματίσει την αδιέξοδη αυτή πολιτική που ακολουθεί και στον τομέα της ενέργειας, πολιτική που παραβλάπτει καίρια τα δικαιώματα των καταναλωτών- πολιτών της Ελλάδας.