Υπομονή, Δικαιοσύνη και Σχέδιο

*του Χρήστου Τζιουβάρα, Περιφερειακού Συμβούλου Πιερίας

Κυρίαρχο θέμα στον τύπο του Σαββατοκύριακου ήταν μεν το «φάρμακο» που καλούνται να πάρουν οι κοινωνίες, τόσο η ελληνική όσο και οι άλλες ανά τον κόσμο, για την αντιμετώπιση της υγειονομικής απειλής της πανδημίας του κορωνοϊού,  ήταν όμως και οι «παρενέργειες» αυτού του φαρμάκου στον «οργανισμό της οικονομίας» που όπως διαφαίνεται αλλά και όπως πολλοί ειδικοί επισημαίνουν θα είναι σημαντικές, ή ακόμα και πρωτόγνωρες για όσα ξέρει ή έχει ζήσει η γενιά μας.

Και παρά το γεγονός ότι η ελληνική Κυβέρνηση αντέδρασε με περισσή επάρκεια στις δύο ταυτόχρονες κρίσεις του Έβρου και της απόκρουσης της εξάπλωσης του πρώτου κύματος της Πανδημίας στη Χώρα, στο δεύτερο σκέλος του πρώτου διαγγέλματος του Πρωθυπουργού, όπου ο ίδιος ανακοίνωσε τα πρώτα μέτρα ενίσχυσης της οικονομίας, έμεινε γενικευμένη η αίσθηση ότι ο ίδιος ξέρει κάτι που οι άλλοι δεν ξέρουν, όταν μιλούσε για δις παροχών, και όταν όλοι ξέρουμε πως πριν μόλις 5 χρόνια έπεφτε κυβέρνηση για 200 εκατομμύρια ευρώ.

Δεν άργησε να έρθει ο πρώτος «ξερόβηχας» του Υπουργού Οικονομικών, και μαζί οι πρώτες παραφωνίες που έκαναν περισσότερο σαφές σε όλους μας ότι για την αντιμετώπιση των «παρενεργειών του φαρμάκου» δεν υπάρχει κάποιο σαφές σχέδιο, γεγονός που καταμαρτυρεί και η γενικευμένη σύγχυση για το ποιος θα τα πάρει τι, όπως εκφράστηκαν και συνεχίζουν να εκφράζονται μέσα από τους κοινωνικούς και επαγγελματικούς και επιστημονικούς φορείς.

Μπορούμε να θεωρήσουμε ως δεδομένο ότι η παρούσα κρίση, υγειονομική και κατ’ επέκταση οικονομική, έχει τρία γενικά στάδια/φάσεις: το πρώτο που είναι το τρέχον με την καμπύλη των κρουσμάτων να βρίσκεται σε ανοδική πορεία, το δεύτερο που είναι το μεσοδιάστημα όπου θα έχουν κοπάσει οι πρώτες έντονες συνέπειες της πανδημίας, και το τρίτο – η επόμενη μέρα.

Κατά τη γνώμη μου, ως προς τα μέτρα ενίσχυσης της οικονομίας, η κυβέρνηση έχει κάνει δύο λάθος παραδοχές:

Α. Η πρώτη, που αφορά στα δύο πρώτα στάδια, είναι ότι ταύτισε την ιδιότητα του πολίτη ως ανθρώπου με βασικές ανάγκες διαβίωσης (διατροφή, στέγη, φάρμακα κλπ) / με την ιδιότητα του πολίτη ως οικονομικού παράγοντα (εργαζόμενου ή επιχειρηματία). Στη πρώτη περίπτωση, οι ενισχύσεις θα μπορούσαν να χορηγηθούν με βάση εισοδηματικά κριτήρια, ενώ στην δεύτερη, απαιτούσε και απαιτεί σταδιακά – κλιμακωτά μέτρα στήριξης ανάλογα με την έκβαση της Πανδημίας και τις δυνατότητες μετακίνησης, αλλά και την συμβολή του κάθε παραγωγικού τομέα στην εθνική οικονομία, και που θα στηρίζονται σε ένα σχέδιο υποστήριξης της εθνικής οικονομίας που ανατροφοδοτεί και ανατροφοδοτείται.

Ως προς αυτό, νομίζω απαιτείται επανατοποθέτηση της κυβέρνησης συνολικά, που αυτήν την φορά δεν θα πρέπει να γίνουν με τους επαγγελματικούς και επιστημονικούς φορείς απέναντι ως διεκδικητές ενός ποσού που τελικά δεν φτάνει, αλλά ως συνεργάτες της κυβέρνησης με στόχο να της δώσουν να καταλάβει καλύτερα την εξέλιξη της λειτουργίας των κλάδων τους στην εθνική οικονομία εν μέσω της πανδημίας.

Β. Η δεύτερη, ότι υπολογίζει και αντιμετωπίζει τα οικονομικά δεδομένα σαν σε μία οικονομία σε τέλμα που χρειάζεται την πλήρη κρατική στήριξη, και όχι σαν μια οικονομία στην οποία συγκεκριμένοι κλάδοι (όπως ο τουρισμός) έχουν ακυρωθεί, ενώ άλλοι μπορούν να λειτουργούν με κάποια (αγροτική παραγωγή) ή περισσότερα (υπηρεσίες, ναυτιλία, μεταποίηση κ.α.) μέτρα στήριξης. Έχει γίνει σαφές από τους ειδήμονες τόσο στο εσωτερικό όσο και διεθνώς, ότι η πανδημία δεν θα τελειώσει σε μία μέρα, αλλά σταδιακά με την απόκτηση ανοσίας της κοινότητας έως ότου βρεθεί το εμβόλιο. Μία εκδοχή που αφορά στο μεσοδιάστημα αυτό λέει ότι θα μπορούσαν να λειτουργούν κλάδοι της οικονομίας με συγκεκριμένα μέτρα προστασίας από την διασπορά του ιού (για παράδειγμα με συγκεκριμένα διαγράμματα κίνησης των εργαζομένων) και με παράλληλα και πολύ συγκεκριμένα οικονομικά μέτρα στήριξης των κλάδων αυτών, όπου είναι απαραίτητο.

Πέρα όμως από την επισκίαση της λειτουργίας της ελληνικής οικονομίας από την πανδημία του κορωνοϊού υπάρχει και η επόμενη μέρα που, ανεξάρτητα από την ύπαρξη της παρούσας υγειονομικής κρίσης, απαιτούσε και εξακολουθεί να απαιτεί την δημιουργία ενός δικού μας σχεδίου για την ανάπτυξη μέσα και από την αξιοποίηση νέων χρηματοδοτικών εργαλείων όπως αυτό του ΕΣΠΑ 2021-2027 που έχουμε μπροστά μας και που τόσο χρειαζόμαστε, και για τα οποία έχουν γίνει λίγα ή πολύ λίγα, τόσο από την κυβέρνηση όσο και από την Τοπική Αυτοδιοίκηση (Δήμους και Περιφέρειες).

Η απουσία ενός τέτοιου σχεδίου που να προβλέπει και την καλύτερη δυνατή αξιοποίηση των διαθέσιμων πόρων για την οικονομία και την κοινωνία είτε εντός πανδημικής κρίσης είτε όχι, είναι και αυτό που κατά την γνώμη μου μειώνει την αξιοπιστία μας και κάνει τον βορρά της Ευρώπης να αρνείται την έκδοση ευρωομολόγου, δηλαδή της χορήγησης χαμηλότοκων δανείων χωρίς όρους και με τις εγγυήσεις της Ευρώπης / δηλαδή των ισχυρών οικονομιών της Ευρώπης, κάτι που γι’ αυτούς θεωρείται ως δάνεια προς κατανάλωση ή και υποστήριξη επιχειρήσεων που δεν είναι αξιόπιστες.

Η δική μας στάση όμως, τεκμαίρεται και από το τρίτο θέμα που κυριάρχησε στον τύπο του Σαββατοκύριακου. Έγκριτοι και κατά τα άλλα αξιόλογοι αναλυτές εξέφραζαν τα παράπονά ή και την λύπη τους προς την Αμερική για την απουσία της από την Παγκόσμια Ηγεσία. Κάτι που κανονικά θα έπρεπε να προσβάλει κάθε άνθρωπο που ασπάζεται τις αρχές της Δημοκρατίας, της Ελευθερίας και της Προόδου, δείχνει και κάτι βαθύτερο: την γενικευμένη αίσθηση που καταλήγει να γίνεται ανάγκη για την ύπαρξη κάποιου που θα μας προσέχει τόσο οικονομικά όσο και από άποψη ασφάλειας. Και αυτό δυστυχώς αφορά όχι μόνο την Ελλάδα, αλλά και την ίδια την Ευρώπη.

Ανήκοντας στην γενιά που η επαγγελματική της δραστηριότητα ξεκίνησε μαζί με την οικονομική κρίση, και που μόλις άρχισε να φαίνεται φως στο τούνελ ήρθε μία δεύτερη κρίση, θεωρώ ότι αν έπρεπε να είχαμε μάθει κάτι από την πρώτη, είναι ακριβώς αυτό: «πώς να διαχειριζόμαστε κρίσεις». Κι αν έμεινε κάτι ως εμπειρία στην ελληνική κοινωνία από την πρώτη, δεν είναι άλλο από την αξιοπρέπεια που πρέπει να επιδεικνύουμε κατά την αντιμετώπιση κρίσεων μέσα από την υπομονή, την δικαιοσύνη και το σχέδιο.