Με αφορμή και την Παγκόσμια Ημέρα Ελευθερίας του Τύπου, αναδημοσιεύουμε Συνέντευξη Γιώργου Κουκουλιάτα πρόεδρου της Ένωσης Συντακτών Επαρχιακού Τύπου και συνεργάτη μας, στην δημοσιογράφο Αριστέα Κοντόζογλου. Η συνέντευξη δημοσιεύτηκε σε Μέσα Ενημέρωσης της Αττικής.
Η συνέντευξη:
Η συνεργάτης δημοσιογράφος Αριστέα Κοντόζογλου επικοινώνησε με τον δημοσιογράφο Γιώργο Κουκουλιάτα, Πρόεδρο της Ένωσης Συντακτών Επαρχιακού Τύπου (Ε.Σ.Ε.Τ). ένα άνθρωπο προσιτό και φιλικό, και πάντα πρόθυμο να βοηθήσει αν κάτι χρειαστεί κάποιο μέλος της Ε.Σ.Ε.Τ. Είναι φιλόζωος με ευαισθησίες, δυναμικός με ευγενικές φιλοδοξίες και η πένα του πολύ καλή.
Σας παραθέτουμε αυτούσια την συζήτηση-συνέντευξη που είχαμε μαζί του κατόπιν τηλεφωνικής επικοινωνίας και τον ευχαριστούμε θερμά για την ανταπόκριση.
Α.Κ.: Πώς εκτιμάτε την κατάσταση αυτήν την περίοδο που βιώνουν συνάδελφοί μας που δουλεύουν στα Μ.Μ.Ε;
Γ.Κ.: Η χρονική περίοδος που διανύουμε, περιέχει ένα δύσκολο παρελθόν, περάσαμε μια έρημο, με σοβαρές αρνητικές επιπτώσεις σε όλους τους κλάδους εργασίας. Ανάλογη ήταν η κατάσταση και στον δημοσιογραφικό κλάδο, στον οποίο προστέθηκαν και συγκεκριμένα ενδογενή προβλήματα που επιδείνωσαν την κατάσταση.
Στη δύσκολη λοιπόν αυτή συγκυρία προέκυψε και η επιδημία η οποία μπορεί ως γεγονός να αποτελεί «ευκαιρία» για δημοσιογραφικό έργο, αλλά η απότομη γενική οικονομική κατάπτωση από τα μέτρα που έχουν ληφθεί, προφανώς και έχει επίπτωση στα έσοδα των Μέσων Ενημέρωσης. Το αποτέλεσμα είναι ήδη ορατό. Έχουμε μείωση αποδοχών και δυστυχώς περαιτέρω μείωση των θέσεων εργασίας.
Για όσους πάντως δημοσιογράφους εργάζονται και αμείβονται επαρκώς είναι μια δημιουργική συγκυρία. Γνωρίζουμε πως σε ακραίες καταστάσεις μεγαλουργεί και αναδεικνύεται ο δημοσιογράφος που κάνει σωστά τη δουλειά του.
Αυτήν την περίοδο βιώνουμε μια έκρυθμη κατάσταση, μια ένταση, άρα είναι ένα ακόμη πεδίο όπου μπορούν οι δημοσιογράφοι να δείξουν τις ικανότητές τους. Ικανότητες που έχουν να κάνουν με την επάρκειά τους σε γνώση, με την υπευθυνότητα διαχείρισης της κρίσης και με τη δυνατότητα να δώσουν με το κατάλληλο ύφος και περιεχόμενο την σωστή ενημέρωση σε μια κοινωνία που ψάχνει μέσα σε ένα τεράστιο βούρκο άχρηστων και πολλές φορές επικίνδυνων πληροφοριών.
Α.Κ.: Ποιος ο ρόλος των Μ.Μ.Ε στην περιφέρεια, πλήττεται κάποιο περισσότερο και γιατί;
Γ.Κ.: Τα Περιφερειακά Μέσα Ενημέρωσης είναι οι φορείς ενημέρωσης για τα δρώμενα στις τοπικές κοινωνίες. Έχουν αναδειχθεί σε μοναδικά μέσα προβολής των προβλημάτων αλλά και των επιτευγμάτων της Περιφέρειας και είναι τα μόνα που δίνουν χώρο στις απόψεις των τοπικών φορέων είναι βήμα διαλόγου, αντιπαράθεσης και κατάθεσης προτάσεων και ουσιαστικά αποτελούν μετερίζια της Δημοκρατίας. Όμως αν και τους αναγνωρίζεται η σπουδαιότητα και ο ουσιαστικός ρόλος που επιτελούν, δεν έχουν τύχει μέχρι σήμερα της ανάλογης υποστήριξης και δεν διατίθενται σε αυτά ούτε όσα κονδύλια ο νόμος ποσοστιαία καθορίζει. Έτσι παρουσιάζουν την εικόνα του γίγαντα με πήλινα όμως πόδια, τα οποία εύκολα σπάνε και γονατίζει στην πρώτη σοβαρή πίεση που θα δεχτεί. Και δέχτηκαν πολλές πιέσεις και έχουν πληγεί πολλαπλώς τα περιφερειακά Μέσα Ενημέρωσης τα τελευταία 30 χρόνια.
Μετά την «Άνοιξη της ελεύθερης ραδιοφωνίας και τηλεόρασης» από τις αρχές του 1990 και την «εισβολή» του διαδικτύου και των διαφόρων εφαρμογών του (Μέσα Κοινωνικής Δικτύωσης, ελευθερία και χωρίς κόστος δημιουργίας blogs) μετά το 2000, όπως όλα τα παραδοσιακά Μέσα Ενημέρωσης που είναι οι εφημερίδες και ο έντυπος γενικότερα τύπος, ιδιαίτερα τα περιφερειακά Μέσα Ενημέρωσης, δέχτηκαν την μεγαλύτερη πίεση. Αριθμητικά μόνο να μετρήσουμε τυχαία σε έναν οποιοδήποτε νομό της χώρας θα δούμε ότι την 10ετία του 1980 κυκλοφορούσαν ημερήσιες, εβδομαδιαίες, δεκαπενθήμερες, μηνιαίες εφημερίδες, περιοδικά. Όλα είχαν επαρκή αριθμό συνδρομητών, είχαν διαφημίσεις. Σήμερα, μετά και την 10χρονη οικονομική κρίση, ελάχιστες είναι οι ημερήσιες εφημερίδες, πολύ λιγότερες οι εβδομαδιαίες, ενώ όσα περιοδικά εκδίδονται και κυκλοφορούν, το κάθε τεύχος αποτελεί άθλο για τον ιδιοκτήτη να το ολοκληρώσει. Κι αυτό όχι από θέμα ύλης, περιεχομένου ή ενδιαφέροντος, αλλά καθαρά από την οικονομική δυσπραγία. Οι συνδρομές έχουν σχεδόν μηδενιστεί, η διαφημιστική δαπάνη που διαθέτει η τοπική αγορά μοιράζεται με τα πολλά και χωρίς σοβαρό κόστος λειτουργίας νέα Μέσα Ενημέρωσης (blogs, ιστοσελίδες), αλλά και τα ραδιόφωνα (κυρίως τα μουσικά που είναι και τα πιο πολλά).
Έτσι είναι σαφές πως απ ότι φαίνεται πάμε πως εξαφάνιση του έντυπου Μέσου Ενημέρωσης. Έχει κόστος, έχει καθυστέρηση στην δημοσιοποίηση ενός γεγονότος. Βέβαια γι αυτό το πρόβλημα έχει σοβαρή ευθύνη και ο έντυπος τύπος. Μετά την 10ετία του 1990, οι εφημερίδες έπαψαν στο σύνολό τους σχεδόν να απασχολούν δημοσιογράφους ή απασχολούν ελάχιστους ευκαιριακά, χωρίς ποιοτική επιλογή, χωρίς επαρκείς αποδοχές. Σταμάτησε έτσι η ερευνητική δημοσιογραφία, ο σχολιασμός των θεμάτων και η κριτική άποψη. Πολλές εφημερίδες έγιναν ουσιαστικά πίνακες ανάρτησης των διαφόρων Δελτίων Τύπου, τοπικών φορέων και οργανισμών, ή θεμάτων που αντιγράφονται από Αθηναϊκά ΜΜΕ. Τα ίδια θέματα ήδη έχουν αναρτηθεί στα ηλεκτρονικά ΜΜΕ 12 και 20 ώρες νωρίτερα. Άρα «κυνηγώντας» μόνο την έγκαιρη ενημέρωση, έχασαν την έγκυρη και ουσιαστική ενημέρωση. Κι όσο αυτό εξακολουθεί να γίνεται η διαδρομή του έντυπου Μέσου Ενημέρωσης στην περιφέρεια είναι σύντομη και αδιέξοδη
Α.Κ.: Έχει μέλλον ο έντυπος τύπος στην επαρχία και αν ναι πώς;
Γ.Κ.: Ναι, παρά τη δυσοίωνη κατάληξη στην παραπάνω απάντησή μου, θεωρώ ότι υπάρχει μέλλον στον έντυπο τύπο γενικά και στην περιφέρεια είναι περισσότερο ευοίωνο αυτό. Πως;
Αν πάψει η τοπική εφημερίδα να είναι πίνακας ανακοινώσεων Δελτίων Τύπου, αν στραφεί με ενδιαφέρον στην τοπική επικαιρότητα, αν προσεγγίσει και αναδείξει φορείς, ομάδες, τμήματα της τοπικής κοινωνίας που ως τώρα δεν έχουν την δυνατότητα οργανωμένης πρόσβασης στην δημοσιότητα (Γραφεία Τύπου). Αν επανέλθει στο ρόλο του τοπικού Μέσου Ενημέρωσης, δηλ. να δώσει βήμα και χώρο σε τοπικά θέματα, να προβάλλει τα επιτεύγματα του τοπικού επαγγελματικού και επιχειρηματικού δυναμικού, την ιδιαίτερη πνευματική, ιστορική και πολιτιστική κληρονομιά και μέσα από τα σημερινά δρώμενα της τοπικής κοινωνίας, να αναδείξει την ιδιαίτερη ταυτότητα του κάθε τόπου.
Θεωρώ ότι έτσι – με επίπονη προσπάθεια βέβαια κι όχι σχεδιασμό «αρπαχτής» – μια τοπική εφημερίδα θα μπορέσει να έχει ρόλο και χώρο, θα γίνει αποδεκτή ως Μέσο Τοπικής Ενημέρωσης. Μπορεί να ενεργοποιήσει ξανά τα έσοδα από συνδρομητές, να αναπτύξει πρωτότυπες στρατηγικές προβολής αλλά και επικοινωνίας. Φυσικά θα πρέπει να στελεχωθεί με δημοσιογράφους, κάνοντας ποιοτική και αξιοκρατική επιλογή, για να μπορούν να αντεπεξέλθουν στις αυξημένες απαιτήσεις έρευνας, καταγραφής, κριτικής γραφής, σύνθεσης απόψεων και θεμάτων που απαιτούν γνώση και επιστημονική κατάρτιση σε θέματα δημοσιογραφίας, επικοινωνίας κλπ.
Όσο υπάρχει το χαρτί μπορεί σ αυτό αποτυπωθεί με μέτρο και ποιότητα η τοπική ενημέρωση. Όσο όμως το χαρτί απλά μουτζουρώνεται δεν έχει μέλλον.
Α.Κ.: Τι δυσκολίες αντιμετωπίζουν οι δημοσιογράφοι εντός και εκτός πρωτεύουσας;
Γ.Κ.: Με προβληματίζει το περιεχόμενο της απάντησης που πρέπει να δώσω σ αυτό το ερώτημα. Πρέπει να απαντηθεί πρώτα με σαφήνεια, ποιος είναι ο δημοσιογράφος. Ονομάζεις κάποιον δημοσιογράφο από το αντικείμενο των σπουδών του; Από το είδος της εργασίας που κάνει; Επειδή έχει μια δημοσιογραφική ταυτότητα από μια Ένωση Συντακτών;
Έχουμε πανεπιστημιακές σχολές που λειτουργούν εδώ και 30 χρόνια σχεδόν με τίτλο και αντικείμενο σπουδών τη δημοσιογραφία και τις νέες επιστήμες που είναι συναφείς με τη δημοσιογραφία. Αν όμως αυτοί – οι κατά τεκμήριο και σύμφωνα με τις σπουδές τους δημοσιογράφοι – δεν εργαστούν και δεν αναζητήσουν εγγραφή σε κάποια Ένωση Συντακτών, δεν έχουν δημοσιογραφική ταυτότητα, άρα δεν αναγνωρίζονται ως δημοσιογράφοι.
Κάποιος που μπορεί να έχει οποιασδήποτε βαθμίδας εκπαίδευση και κατάρτιση αλλά εργάζεται σε ένα Μέσο Ενημέρωσης με αμοιβή ή όπως συμβαίνει τα τελευταία χρόνια ιδιαίτερα στην περιφέρεια κάποιος είναι ιδιοκτήτης μιας ιστοσελίδας ή blog και έχει αναλάβει όλη την εργασία σύνταξης και ανάρτησης των κειμένων, θεμάτων με έρευνα, συνεντεύξεις, φωτογράφηση, βιντεοσκόπηση είναι δημοσιογράφος;
Αν έχει εγγραφεί σε κάποια Ένωση Συντακτών – αφού πληροί τις προϋποθέσεις του εισοδήματος από δημοσιογραφική εργασία – έχει ταυτότητα είναι δημοσιογράφος και δεν ενδιαφέρει αν έχει και σε πιο επίπεδο ανάλογες σπουδές.
Άρα το κριτήριο που επικρατεί είναι η δημοσιογραφική εργασία και η εξ αυτής δυνατότητα εγγραφής σε κάποια Ένωση Συντακτών και εξασφάλιση της δημοσιογραφικής ταυτότητας.
Αν τώρα δούμε ποιοι εργάζονται στα εκατοντάδες ηλεκτρονικά Μέσα Ενημέρωσης και τα κλασικά Μέσα Ενημέρωσης, εφημερίδες, ραδιόφωνα, τηλεόραση στην πρωτεύουσα θα διαπιστώσουμε ότι οι πλειονότητα μπορεί να μην έχει και καμιά σχέση με τις παραπάνω περιπτώσεις που καταγράψαμε.
Το ίδιο και σε χειρότερη κατάσταση επικρατεί στην περιφέρεια. Μπορεί π.χ. να πας σε μια συνέντευξη τύπου ενός δημάρχου και να δεις 30 άτομα να κρατούν κινητά τηλέφωνα, φωτογραφικές μηχανές, βιντεοκάμερες, να βγάζουν φωτογραφίες και καταγράφουν την συνέντευξη. Θα δεις άτομα που ξέρεις – οι τοπικές κοινωνίες είναι μικρές, γνωρίζονται οι άνθρωποι – πως ασκούν οποιοδήποτε επάγγελμα και ταυτόχρονα, για λόγους που σηκώνουν πολύ συζήτηση και δεν είναι αντικείμενο αυτής της ερώτησης και απάντησής μου, το «παίζουν», κατά τη συνήθη έκφραση, δημοσιογράφοι.
Καταγράφοντας όλα τα παραπάνω, παρουσιάζω μια πραγματικότητα στο δημοσιογραφικό χώρο ο οποίος ουσιαστικά δεν έχει οριοθετηθεί ποτέ και ιδιαίτερα τα τελευταία χρόνια μοιάζει με κοινόχρηστη αλάνα στην οποία ο καθένας πάει και κλωτσάει την μπάλα στην επιφάνεια απέναντι του τοίχου αφήνοντας μια μουτζούρα ή κάνει τον σχετικό θόρυβο, κι αυτό το λέει δημοσιογραφία. Μάλιστα κάποιοι που λασπώνουν τη μπάλα κι αφήνουν μεγάλη μουτζούρα στον τοίχο ή κλωστούν δυνατά και κάνουν πολύ θόρυβο έχουν και μεγαλύτερη απήχηση κι αποδοχή, έχουν αποκτήσει πολυπληθές κοινό, έχουν πολλά «κλικ», «λάικ» και εισπράττουν κι αρκετό χρήμα, συνήθως μαύρο.
Δυστυχώς το δημοσιογραφικό επάγγελμα στην Ελλάδα είναι από αυτά που μπορεί να το δηλώσει ο καθένας, να εργαστεί ο καθένας και να αμειφτεί γι αυτό. Αυτό είναι και το βασικό του πρόβλημα και κατ’ επέκταση το πρόβλημα των δημοσιογράφων είτε είναι στην περιφέρεια, είτε στην πρωτεύουσα.
Όσο δεν υπήρχε πανεπιστημιακή εκπαίδευση, ήταν προφανές ότι αυτό θα συνέβαινε. Άτομα από κάθε επιστημονικό ή επαγγελματικό χώρο, ο καθένας που είχε την ικανότητα να συντάξει αξιοπρεπώς ένα κείμενο και να περιγράψει ένα γεγονός – φωτεινά μυαλά πολλές φορές- επέλεγαν να ασκήσουν και το δημοσιογραφικό επάγγελμα παράλληλα με την άλλη τους απασχόληση, ή μόνο αυτό, εγκαταλείποντας το επάγγελμα που σπούδασαν ή ασκούσαν. Καμιά φορά ήταν και θέμα εσόδων.
Όταν ιδρύθηκαν και λειτούργησαν οι πανεπιστημιακές σχολές δημοσιογραφίας, δυστυχώς οι απόφοιτοί τους δεν κατοχυρώθηκαν επαγγελματικά. Δεν υπήρξε το νομικό πλαίσιο για την επαγγελματική τους αποκατάσταση. Δυστυχώς και οι υπάρχουσες Ενώσεις Συντακτών, αν δεν υπήρξαν αρνητικές, τουλάχιστον αδιαφόρησαν για την επαγγελματική κατοχύρωση αυτών των νέων επιστημόνων της δημοσιογραφίας.
Αποτέλεσμα είναι να έχουμε σήμερα μια στρατιά αποφοίτων πανεπιστημιακών σχολών δημοσιογραφίας που στην πλειονότητά τους είναι άνεργοι ή έχουν αναζητήσει άλλους κλάδους απασχόλησης. Έχουμε πολλούς δημοσιογράφους μέλη δημοσιογραφικών ενώσεων που είναι άνεργοι ή εγκατέλειψαν το επάγγελμα ασχολούμενοι με άλλη εργασία η οποία τους εξασφάλισε βιοπορισμό. Έχουμε κι εκατοντάδες, ίσως χιλιάδες «αλεξιπτωτιστές» που ξύπνησαν ένα πρωί και δήλωσαν δημοσιογράφοι, ή μέσα από μια συγκυρία επιχειρηματικής σύμπραξης, σχεδιασμού πολιτικής ανάδειξης – πρόσκαιρης ή μη – αποφάσισαν να δηλώσουν δημοσιογράφοι.
Ποιος ο ρόλος των επαγγελματικών και συνδικαλιστικών σωματείων των δημοσιογράφων σε όλο αυτό;
Η υπάρχουσα Ομοσπονδία (ΠΟΕΣΥ) η οποία αποτελεί κλειστό κι απρόσιτο όργανο αφού δεν δέχεται άλλα πρωτοβάθμια σωματεία από την ίδρυσή της και μετά, προσπαθεί να κατοχυρώσει τα μέλη της. Όχι όμως διεκδικώντας να λειτουργήσει ένα πλαίσιο επαγγελματικής κατοχύρωσης στα Μέσα Ενημέρωσης και όσα εμφανίζονται ως Μέσα Ενημέρωσης, αλλά κατοχυρώνοντας θέσεις εργασίας στον δημόσιο τομέα. Πρόσφατο παράδειγμα η νομοθετική ρύθμιση (Ν. 4674/2020, άρθρο 18) με την οποία εξασφαλίζονται θέσεις Ειδικών Συνεργατών στους δήμους μόνο για δημοσιογράφους μέλη Ενώσεων Συντακτών που ανήκουν στην ΠΟΕΣΥ. Μ αυτή την προνομιακή ρύθμιση κάποιος που είναι δημοσιογράφος στην παραπάνω κατηγορία (μέλος Ένωσης που ανήκει στην ΠΟΕΣΥ) ανεξάρτητα επιπέδου και βαθμίδας εκπαίδευσης εξασφαλίζει θέση στο Δημόσιο, ενώ ένας πτυχιούχος Πανεπιστημιακής Σχολής Δημοσιογραφίας ίσως και κάτοχος μεταπτυχιακού στον ίδιο τομέα που είναι άνεργος, άρα δεν μπορεί να εγγραφεί σε κάποια από τις παραπάνω Ενώσεις, μένει απ έξω.
Με τέτοιου είδους πρακτικές αποκλεισμών, όπως ανάλογη ήταν και η αντιμετώπιση της αίτησης εγγραφής της Ένωσης Συντακτών Επαρχιακού Τύπου στην ΠΟΕΣΥ πριν 15 χρόνια, ουσιαστικά ο δημοσιογραφικός κλάδος μπορεί να έχει μια σκιά της αίγλης ενός φωτεινού επαγγέλματος της δημοσιότητας, αλλά στην πραγματικότητα φθίνει ποιοτικά. Κι όσο υπάρχει αυτή η αδράνεια, οι δημοσιογράφοι θα βρίσκονται σε «εργασιακή καραντίνα», ενώ ο χώρος θα «λεηλατείται» από κάθε είδους φιλόδοξους που τους αρκεί να δουν όνομά τους και τη φωτογραφία τους δημοσιευμένη κάτω από ένα οποιοδήποτε κείμενο, ή να εμφανιστούν λίγα λεπτά με ένα μικρόφωνο στο χέρι στην τηλεοπτική οθόνη.
Α.Κ.: Έχετε κάποιο μότο στη ζωή σας;
Γ.Κ.: Ναι, ένα απλό αλλά καθοριστικό στις επιλογές μου: «Τα πάντα με επηρεάζουν, τίποτα δεν με παρασύρει»
Λίγα λόγια για τον Γιώργο Κουκουλιάτα:
Είναι δημοσιογράφος, πρόεδρος Ένωσης Συντακτών Επαρχιακού Τύπου (Ε.Σ.Ε.Τ.)
Εργάζεται στην Γενική Γραμματεία Ενημέρωσης και Επικοινωνίας. Έχει εργαστεί σε Γραφεία Τύπου Φορέων και Οργανισμών, ως συντάκτης σε περιφερειακά Μέσα Ενημέρωσης. Έχει επιμεληθεί εκδόσεις εντύπων προβολής και διαφήμισης.
Αριστέα Κοντόζογλου
Δημοσιογράφος-Ραδιοφωνική Παραγωγός
Μέλος της Ένωσης Ευρωπαίων Δημοσιογράφων
Μέλος της Ε.Σ.Ε.Τ
Η συνέντευξη δημοσιεύτηκε: