Η πρόσφατη συνάντηση Μητσοτάκη-Ερντογάν στο Βίλνιους επανέφερε στο προσκήνιο, στο πλαίσιο της θρυλούμενης επαναπροσέγγισης Ελλάδας-Τουρκίας, την εξέταση της δυνατότητας προσφυγής των δύο χωρών στο Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης (ΔΔΧ) για να επιλυθεί εκεί η μία και μοναδική (όπως λέει παγίως η δική μας πλευρά) διαφορά μας, δηλαδή η οριοθέτηση της υφαλοκρηπίδας και ΑΟΖ σε Αιγαίο και Ανατολική Μεσόγειο. Μάλιστα, αναμένονται περαιτέρω εξελίξεις επί του θέματος, εξελίξεις που ίσως προκύψουν από το Ανώτατο Συμβούλιο Ελλάδας-Τουρκίας, η σύσκεψη του οποίου θα πραγματοποιηθεί τον ερχόμενο Νοέμβριο στη Θεσσαλονίκη.
Ερωτηθείς δε ο Πρωθυπουργός για τη στάση της χώρας απάντησε με νόημα λέγοντας ότι οποιαδήποτε συμφωνία μπορεί ενδεχομένως να συνεπάγεται και κάποιες υποχωρήσεις από θέσεις που αποτελούν την αφετηρία της διαπραγμάτευσης (https://slpress.gr/ethnika/kai-kyriarchia-sto-trapezi-o-mitsotakis-testarei-antidraseis/). Στο θεωρητικό ενδεχόμενο, λοιπόν, που μετά από την προβλεπόμενη (από το Καταστατικό του ΔΔΧ) αμοιβαία υπογραφή ενός συνυποσχετικού μεταξύ των δύο χωρών, η παραπάνω ελληνοτουρκική διαφορά αχθεί προς κρίση στη Χάγη, το μείζον και εθνικά φλέγον ερώτημα είναι ποια μορφή κινδυνεύουν να πάρουν οι ‘‘υποχωρήσεις’’ της ελληνικής πλευράς ή ποιες πιθανές ‘‘υποχωρήσεις’’ της Ελλάδας θα εξετάσει το Δικαστήριο.
Κατά πρώτον, αν και όταν αχθεί η διαφορά στη Χάγη, στον πυρήνα του προβληματισμού του ΔΔΧ επί των λεγόμενων προδικαστικών ζητημάτων, ανάγεται ο προσδιορισμός των τίτλων δικαιωμάτων (entitlements) των αντίδικων πλευρών και των αντίστοιχων σημείων γεωγραφικού εντοπισμού, έκτασης και αποτύπωσής τους. Αυτή η δικανική προεργασία είναι λογικά απαραίτητη, διότι έτσι εντοπίζονται οι γεωγραφικές ζώνες άσκησης είτε της εθνικής κυριαρχίας είτε των δυνητικών κυριαρχικών δικαιωμάτων των αντιμαχόμενων δικαστικά πλευρών και κατόπιν καταφάσκεται (όπως συμβαίνει και θα συμβεί στην περίπτωση της οριοθέτησης υφαλοκρηπίδας και ΑΟΖ μεταξύ Ελλάδας-Τουρκίας) ή όχι η αλληλοεπικάλυψη (overlapping) των επικαλούμενων θαλασσίων ζωνών των δύο χωρών, αλληλοεπικάλυψη που είναι και η νομική και λογική μήτρα της δικαστικής προσφυγής.
Η νομολογία, άλλωστε, του ΔΔΧ επιβεβαιώνει άμεσα και εμφατικά το άνω ‘‘δικανικό προαπαιτούμενο’’ (As the Court has indicated previously, “[a]n essential step in any delimitation is to determine whether there are entitlements, and whether they overlap” (Maritime Delimitation in the Indian Ocean (Somalia v. Kenya), Judgment, I.C.J. Reports 2021, p. 276, para. 193; see Continental Shelf (Tunisia/Libyan Arab Jamahiriya), Judgment, I.C.J. Reports 1982, p. 42, para. 34).
Κατά την εκδίπλωση, λοιπόν, των πραγματολογικών δεδομένων επί των τόπων και χώρων που η Ελλάδα θα εμφανίσει τίτλους δικαιωμάτων (entitlements), η Τουρκία θα έχει την ουσιαστική ευκαιρία να θέσει το ζήτημα της αποστρατικοποίησης των ελληνικών νησιών, το οποίο το συνδέει με την άσκηση της εθνικής μας κυριαρχίας σε αυτά. Η Τουρκία δηλαδή θα βρει διεθνές δικαστικό forum για να προβάλει τον ισχυρισμό της (και να κριθεί αυτός βεβαίως από το Δικαστήριο) ότι με βάση τις Συνθήκες της Λωζάνης (1923) και του Παρισιού (1947), προϋπόθεση της κατάφασης της εθνικής κυριαρχίας της χώρας μας επί των νησιών που αναφέρονται στις άνω Συνθήκες και άρα της νομικής ισχύος και διεθνούς εγκυρότητας των ‘‘τίτλων δικαιωμάτων’’ μας, ήταν και είναι τα νησιά αυτά (τα νησιά των παραπάνω Συνθηκών) να παραμένουν χωρίς δυνάμεις που θεωρούνται και είναι στρατιωτικές (militarized forces).
Μάλιστα, στην από 17-9-2022 επίσημη επιστολή του τότε αντιπροσώπου της στον ΟΗΕ, κ. Feridun Sinirlioglu, η Τουρκία δεν… αστειευόταν καθόλου και επέμενε στην άνω προκλητική τοποθέτησή της (file:///C:/Users/user/Downloads/A_77_354–S_2022_703-EN.pdf: The correct legal conclusion in this case is that the cession of territory was made conditional on a fundamental restriction on the territorial sovereignty of Greece: the demilitarization of the islands in question).
Μπορεί, επομένως, η Ελλάδα, κατά τις τελευταίες μέρες της πρωθυπουργίας Α. Σαμαρά, να είχε καταθέσει την από 14-1-2015 επίσημη δήλωση στον ΟΗΕ περί της εκ μέρους της αποδοχής της υποχρεωτικής δικαιοδοσίας του ΔΔΧ μόνο σε διαφορές της με τρίτα κράτη που δεν έχουν να κάνουν με τα σύνορά της ή με ζητήματα εδαφικής της κυριαρχίας, συμπεριλαμβανομένων και διαφορών για το εύρος και τα όρια της αιγιαλίτιδας ζώνης (χωρικών υδάτων) και του εθνικού εναέριου χώρου της, αλλά, ήδη από ένα πιθανό προδικαστικό στάδιο στη Χάγη κινδυνεύει να βρεθεί ad hoc, με υποβολή σχετικού δικανικού ισχυρισμού και συλλογισμού της Τουρκίας, να συζητεί για αυτήν καθεαυτήν την εθνική κυριαρχία της και τη νομική και διεθνοπολιτική ιστορική κατοχύρωσή της επί των νήσων που αναφέρονται στις παραπάνω διεθνείς Συνθήκες!
Κατά δεύτερον, στο τελικό στάδιο της δικανικής κρίσης του ΔΔΧ, ο κανόνας του άρ. 121 της Διεθνούς Σύμβασης του ΟΗΕ για το Δίκαιο της Θάλασσας, ήτοι η αρχική διεθνής δικαιϊκή παραδοχή ότι, καταρχάς, τα νησιά που υποστηρίζουν αυτόνομη ανθρώπινη διαβίωση ή έχουν οικονομική δραστηριότητα έχουν και πλήρη επήρεια στις θαλάσσιες ζώνες τους, ‘‘αναλογικοποιείται’’ και προσαρμόζεται στις νομικές, γεωγραφικές, γεωλογικές και διεθνοπολιτικές περιστάσεις κάθε υπόθεσης. Υπό αυτό το δεδομένο, λοιπόν, στη Χάγη θα ομιλήσουμε (για) και θα διεκδικήσουμε ‘‘αναλογική’’ (και σαφώς όχι πλήρη) επήρεια των νησιών μας, στο Αιγαίο ειδικά, έτσι ώστε να διευκολυνθεί το ΔΔΧ να χαράξει την οριοθετική γραμμή της υφαλοκρηπίδας και ΑΟΖ μεταξύ των δύο χωρών (“the task of delimitation consists in resolving the overlapping claims by drawing a line of separation of the maritime areas concerned” (Maritime Delimitation in the Black Sea (Romania v. Ukraine), Judgment, I.C.J. Reports 2009, p. 89, para. 77). Εξηγούμαι:
Συνήθως και κατά τα ειωθότα, σε μια πρώτη φάση το ΔΔΧ, εργαλειοποιώντας γεωμετρικά κριτήρια και ακολουθώντας τον κανόνα της μέσης γραμμής/ ίσης απόστασης, ‘‘προδιατυπώνει’’ μια προσωρινή οριογραμμή ανάμεσα στις αντικείμενες χώρες, προσδίδοντας και πλήρη επήρεια στις θαλάσσιες ζώνες των νησιών που αφορούν την περίπτωση. Σε μια δεύτερη φάση, ωστόσο, εξετάζει τις λεγόμενες ‘‘σχετικές περιστάσεις’’ της διαφοράς (στις επίσημες γλώσσες του Δικαστηρίου ‘‘relevant circumstances’’ ή ‘‘circostances pertinentes’’), δηλαδή κρίσιμες παραμέτρους που έχουν να κάνουν με πληθώρα ζητημάτων, από τη γεωγραφία (νησιά, διαμόρφωση των ακτών, μήκος των ακτογραμμών των δύο χωρών) και τη γεωλογία και γεωμορφολογία μέχρι τις κοινωνικο-οικονομικές συνθήκες της περιοχής και τα ζητήματα της πολιτικής και όχι μόνο ασφάλειάς της. Σε αυτό το (δεύτερο) στάδιο, η οριογραμμή της υφαλοκρηπίδας/ΑΟΖ ‘‘μεταπλάθεται’’ προς ‘‘παραγωγή’’ ενός ‘‘δίκαιου αποτελέσματος’’ (κατά την ορολογία του Δικαστηρίου ‘‘equitable result’’).
Στην τρίτη φάση της κρίσης του, ας σημειωθεί με σεβασμό στις αρχές του ‘‘μη αποκλεισμού’’ και της ‘‘αποφυγής διαμόρφωσης δυσανάλογα επαχθούς αποτελέσματος’’ για τη μια από τις αντίδικες πλευρές (‘‘non cut-off’’ and ‘‘non distortion’’ principles), το ΔΔΧ προσέχει αν η προσωρινή (αρχική) οριογραμμή, λαμβανομένων υπόψη των ‘‘σχετικών συνθηκών’’ και ιδιαζουσών πτυχών της υπόθεσης, επιφέρει μια δυσανάλογη (disproportional) κατανομή των θαλασσίων ζωνών των αντιμαχόμενων μερών.
Έτσι, προβαίνοντας τελικά σε ένα τεστ αναλογικότητας (proportionality test) το Δικαστήριο της Χάγης, ‘‘σχετικοποιώντας’’ τον κανόνα μέσης γραμμής/ ίσης απόστασης και ‘‘αναλογικοποιώντας’’ την επήρεια των νησιωτικών ζωνών (πρακτικά, για να μην ‘‘μασώ’’ τα λόγια μου, μειώνοντας την επήρεια των ζωνών των νησιών), προκειμένου να παραχθεί, με βάση και τους τίτλους δικαιωμάτων των διαδίκων, ένα αμοιβαία αποδεκτό και εξισορροπημένο τελικό αποτέλεσμα (ίδετε https://www.icj-cij.org/sites/default/files/case-related/132/132-20090203-JUD-01-00-EN.pdf, ‘‘in terms of maritime entitlements, in a reasonable and mutually balanced way’’), χαράσσει μια οριογραμμή υφαλοκρηπίδας/ΑΟΖ που θεωρεί ως την πιο δίκαιη και συμφέρουσα για τα δύο αντίδικα κράτη. Ερωτώ, ευθέως, λοιπόν, κατά πόσο το ελληνικό κοινό, ειδικά έτσι όπως έχει ‘‘εκπαιδευτεί’’ από πολιτικούς και μη, και δη τόσο το ‘‘mainstream’’ κομμάτι του όσο και εκείνο που είναι πιο ευεπίφορο στον εθνολαϊκισμό, είναι έτοιμο όχι μόνο να δεχθεί ‘‘αναλογική’’ επήρεια όλων των εμπλεκομένων σε (μια μελλοντική) δικαστική οριοθέτηση νησιών μας αλλά και μια οριογραμμή υφαλοκρηπίδας/ΑΟΖ (είτε τη λεγόμενη ‘‘equidistance line’’ είτε την καλούμενη ‘‘perpendicular line’’) που ικανοποιώντας (κατά τα παραπάνω) και την Τουρκία θα ‘‘κόβει’’ το Αιγαίο σχεδόν στη μέση και πιθανότατα θα βρίσκεται δυτικά της Λέσβου, της Χίου, της Σάμου, πολλών εκ των Δωδεκανήσων και εν τέλει και της Ρόδου;
Κατά τρίτον, σε άμεση συνέχεια όλων των παραπάνω, στην Ανατολική Μεσόγειο, η επήρεια των θαλασσίων ζωνών του (συμπλέγματος του) Καστελλόριζου θα κινδυνεύσει να υποστεί εξαιρετική συρρίκνωση ενώπιον του ΔΔΧ, γεγονός που θα έχει σημαίνουσες γεωπολιτικές συνέπειες. Στην από 6-8-2020 συμφωνία οριοθέτησης ΑΟΖ μεταξύ Ελλάδας και Αιγύπτου, η οριοθέτηση υπήρξε μερική (partial delineation οr demarcation) καιέγινε προς ανατολικά μέχρι λίγο πριν τον 27ο Μεσημβρινό και προς δυτικά μέχρι τον 26ο Μεσημβρινό, μη θίγοντας πάντως τις τουρκικές ‘‘λεόντειες’’ διεκδικήσεις μεταξύ του 28ου και του 32ου Μεσημβρινού, καλύπτοντας μάλιστα μόνο τη… μισή Ρόδο και αφήνοντας φυσικά παντελώς απέξω το σύμπλεγμα του Καστελλόριζου.
Δεδομένου μάλιστα ότι στην άνω συμφωνία συνομολογήθηκε η Κρήτη, η Κάσος, η Κάρπαθος και η Ρόδος να έχουν 6 ν.μ. χωρικά ύδατα και λαμβανομένου υπόψη του γεγονότος ότι στην από 9-6-2020 συμφωνία οριοθέτησης των θαλασσίων ζωνών Ελλάδας και Ιταλίας δεχθήκαμε τη μειωμένη επήρεια στις θαλάσσιες ζώνες τους των Διαπόντιων νήσων και των Στροφάδων, είναι σφόδρα αναμενόμενο σε μια πιθανή δικαστική διαδικασία στο ΔΔΧ οι Τούρκοι να αξιώσουν, στην καλύτερη για εμάς περίπτωση, τον περιορισμό της επήρειας του συμπλέγματος του Καστελλόριζου μόνο σε χωρικά ύδατα των 6 ν.μ. και παράλληλα προβάλλοντας το επιχείρημα της αναλογικότητας (τεράστια τουρκική ακτογραμμή στις ακτές της Ανατολίας, απόλυτη εγγύτητα του μικροσκοπικού συμπλέγματος με την τεράστια τουρκική ενδοχώρα) να αιτηθούν τη συντριπτική συρρίκνωση, ακόμα και τον εκμηδενισμό, των λοιπών (θεωρητικών) θαλασσίων ζωνών του παραπάνω νησιωτικού συμπλέγματός μας.
Κάτι τέτοιο, όμως, θα συνιστούσε ‘‘αποσυναρμολόγηση προς ριζική επαναδόμηση’’ όλου του, θαρρώ, υπέρ της Ελλάδας γεωπολιτικού σκηνικού που ‘‘στήθηκε’’ τα τελευταία χρόνια στην Ανατολική Μεσόγειο. Κάτι τέτοιο θα τελείωνε αυτομάτως κάθε συζήτηση για τη συνένωση της υφαλοκρηπίδας/ΑΟΖ Ελλάδας και Κύπρου, θα τερμάτιζε, νομίζω αμετάκλητα, τη δυνατότητα κατασκευής του αγωγού ‘‘Eastmed’’, θα προκαλούσε τη διάλυση της διασυμμαχικής δομής ‘‘Eastmed Gas Forum’’ και θα είχε επιπτώσεις στη βιωσιμότητα των τριμερών ενεργειακών σχημάτων Ελλάδας-Κύπρου-Ισραήλ και Ελλάδας-Κύπρου-Αιγύπτου.
Από την άλλη πλευρά, ωστόσο, ο επί της ουσίας αντίλογος εστιάζεται στο κεντρικό επιχείρημα ότι χωρίς συμφωνία οριοθέτησης της αλληλεπικαλυπτόμενης υφαλοκρηπίδας/ΑΟΖ ή χωρίς κοινή κατάληξη σε διεθνή διαιτησία (international arbitration) ή βεβαίως χωρίς προσφυγή σε προσυμφωνημένο διεθνές δικαιοδοτικό όργανο (ΔΔΧ, Διεθνές Δικαστήριο του Αμβούργου για το Δίκαιο της Θάλασσας – ITLOS) δεν θα υπάρξει ποτέ οριοθέτηση των άνω συγκεκριμένων θαλασσίων ζωνών των δύο χωρών και συνεπώς θα εκλείπουν εις το διηνεκές οι νομικές και πολιτικές προϋποθέσεις για την πλήρη και οριστική άσκηση και απόλαυση των στο παρόν μόνο θεωρητικά νοουμένων κυριαρχικών μας δικαιωμάτων στη δική μας (όποια κι αν αυτή προκύψει και όπως κι αν συνοριοθετηθεί) υφαλοκρηπίδα και ΑΟΖ. Ο χρόνος, λένε, αποτελεί εν προκειμένω την κρίσιμη παράμετρο καθώς η εκμετάλλευση του υποθαλάσσιου ορυκτού πλούτου μας δεν είναι, ενόψει των προκλήσεων της κλιματικής αλλαγής, μια ‘‘ατέρμονη προοπτική’’. Επομένως, αν έστω η μέσω συνομιλιών και διαπραγματεύσεων απόπειρα συνοριοθέτησης δεν επιχειρηθεί τώρα που υφίσταται, για τους γνωστούς και πολυαναλυθέντες λόγους, ακόμα και πρόσκαιρα, ευνοϊκό momentum, τότε πότε αυτή θα πρέπει να λάβει χώρα άραγε;
Σε κάθε περίπτωση πάντως, καθώς η οριοθέτηση της ελληνοτουρκικής υφαλοκρηπίδας και ΑΟΖ παρουσιάζει per se τρομερή συνθετότητα και στριφνότητα, η από κοινού προσφυγή στη Χάγη για τον καθορισμό της θα ήταν ένα ιστορικό unicum (θα παρουσίαζε μια σπάνια, ιστορική μοναδικότητα) και φυσικά, για τους άνω και όχι μόνο λόγους, θα αποτελούσε ένα τεράστιο, ιστορικών διαστάσεων, εθνικό ρίσκο, ειδικά αν φαινόταν διεθνώς ότι η Ελλάδα θα συναινούσε σε μια τέτοια επιλογή υπάρχοντος (και μη ανακαλούμενου από την άλλη πλευρά) του casus belli αναφορικά με την επέκταση των χωρικών μας υδάτων από τα 6 στα 12 ν.μ. σε Αιγαίο και Ανατολική Μεσόγειο.
Ας κρατήσουμε δε στα υπόψη μας, δεδομένου ότι το δικαστήριο της Χάγης, αν κάποτε επιληφθεί, μάλλον δεν θα αγκιστρωθεί σε έναν στείρο λεγκαλισμό, όπως αυτός θα μπορούσε να αναδυθεί από τη γραμματική διατύπωση και ερμηνεία των διατάξεων του διεθνούς δικαίου αλλά, κατά πάσα πιθανότητα, θα εξαντλούσε τη ‘‘δημιουργικότητά’’ του και θα στρογγυλοποιούσε τα νομικά εργαλεία του, κινούμενο κατά βάση σε ένα μοτίβο εξισορροπητικό, ότι από τη Χάγη και μετά η (θεωρητική τουλάχιστον) εξίσωση ‘‘Αιγαίο = mare nostrum’’ (η θάλασσά μας) θα παύσει μια και καλή και εσαεί να υφίσταται*.
Και από την άλλη, ας έχουν κατά νου οι (εκάστοτε) εξουσιάζοντες ότι η ‘‘Χάγη’’, όπου κάποτε ίσως εκεί αποφασιστεί η μοίρα της ελληνικής υφαλοκρηπίδας και ΑΟΖ σε Αιγαίο και Ανατ. Μεσόγειο, συνιστά εξόχως και αναμφιβόλως σοβαρό εθνικό ζήτημα. Οι πολίτες, κατά συνέπεια, δεν έχουν εν προκειμένω μόνο δικαίωμα πληροφόρησης, γνώσης και μνήμης. Έχουν, πρωτίστως, κατά το Σύνταγμα μας*, και δικαίωμα δημοκρατικής έκφρασης γνώμης.
Κατερίνη, 19/7/2023
ΧΡΗΣΤΟΣ ΓΚΟΥΓΚΟΥΡΕΛΑΣ
ΔΙΚΗΓΟΡΟΣ
LLM IN INTERNATIONAL COMMERCIAL LAW
LLM IN EUROPEAN LAW
Cer. LSE in Business, International
Relations and the political science
*Μια τέτοια ‘‘εξίσωση’’ νοείται μόνο στην περίπτωση επέκτασης των χωρικών μας υδάτων στα 12 ν.μ. Με τα χωρικά ύδατα (κυρίως) των νησιών μας στα 6 ν.μ., το 43,5 % του Αιγαίου είναι ελληνικό, ενώ το 7,5% τουρκικό. Με τα χωρικά ύδατα (κυρίως) των νησιών μας στα 12 ν.μ., ενώ το ποσοστό των Τούρκων στο Αιγαίο παραμένει συγκριτικά αμελητέο (8,7%), το ελληνικό ποσοστό κυριαρχίας στο Αιγαίο φτάνει στο 71,5% (Α. Συρίγος, Τουρκικές διεκδικήσεις σε Αιγαίο και Ανατ. Μεσόγειο, Καθημερινή Ειδική έκδοση 2018, σελ. 14).
* Κατά το άρ. 44§2 του Συντάγματος: ‘‘2. Ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας προκηρύσσει με διάταγμα δημοψήφισμα για κρίσιμα εθνικά θέματα, ύστερα από απόφαση της απόλυτης πλειοψηφίας του όλου αριθμού των βουλευτών, που λαμβάνεται με πρόταση του Υπουργικού Συμβουλίου’’.