Συνέντευξη στη Σταυρούλα Πουλημένη
Η πυρκαγιά που έκαιγε επί τέσσερις μέρες τα Πιέρια Όρη στο ορεινό δάσος της δασικής πεύκης δημιούργησε μεγάλο προβληματισμό και φόβους για το τι μέλλει γενέσθαι για τα δάση της χώρας μας και αυτό το καλοκαίρι. Ο χρόνος εκδήλωσής της, Απρίλιο μήνα, προκάλεσε επιπλέον ερωτήματα για το αν πρόκειται για συνέπεια της κλιματικής κρίσης ή για το αποτέλεσμα διαχρονικών πολιτικών που, όντας ανεπαρκείς, οδηγούν σε τέτοιες πυρκαγιές που καταλήγουν να καίνε για μέρες ανεξέλεγκτα ακόμη και ανθεκτικά δάση. Για τον πρώην Δ/ντή Δασών Ευρυτανίας και κάτοικο της Πιερίας, Γιώργο Καραγεώργο, που μίλησε στο alterthess, η συζήτηση για τις ευθύνες σχετικά με την πρόληψη και την καταστολή των πυρκαγιών δεν μπορεί να περιορίζεται μόνον στην κλιματική κρίση ως έναν εξωγενή παράγοντα πέρα από τις ανθρώπινες παρεμβάσεις ή την απουσία τους. Αντίθετα, όπως επισημαίνει, οφείλουμε να εστιάσουμε στις πρακτικές που ακολουθήθηκαν στο παρελθόν -και όχι μόνο το πιο πρόσφατο- για να καταλάβουμε τι πραγματικά καταστρέφει τα δάση και το περιβάλλον έχοντας ως συνέπεια πολλές φορές την απώλεια ζωών και περιουσιών.
Ο Γ. Καραγεώργος ήταν δασάρχης στο Καρπενήσι για 11 χρόνια και Δ/ντής Δασών Ευρυτανίας για 12, αποχωρώντας από την υπηρεσία λόγω συνταξιοδότησης το 2013. Η εμπειρία του στην προστασία των δασών επαναφέρει τη συζήτηση σχετικά με τις συνέπειες της ανάθεσης της δασοπυρόσβεσης με τον Νόμο του 1998 (που μέχρι τότε βρίσκονταν στην ευθύνη της Δασικής Υπηρεσίας) στην Πυροσβεστική. Η αλλαγή αυτή, σε συνδυασμό με τη γενικότερη υποχρηματοδότηση των δασικών υπηρεσιών, δημιούργησε ένα πολύ διαφορετικό πλαίσιο ελλιπούς προστασίας των δασών.
«Θα μπορούσαμε να μιλήσουμε για την ισχυροποίηση της ραγδαίας πτώσης νερού το καλοκαίρι ή το φθινόπωρο ή την μικρότερη η μεγαλύτερη άνοδο της θερμοκρασίας. Ωστόσο, κατά τη γνώμη μου, πρέπει να εστιάσουμε στις ανθρώπινες επεμβάσεις ή την έλλειψή τους που οδηγούν σε αυτά τα φαινόμενα» σημειώνει, εξηγώντας ότι αν κοιτάξουμε με τον ίδιο τρόπο τις τραγωδίες στο Μάτι και την Μάνδρα θα καταλάβουμε ότι ήταν αναμενόμενες.
«Όταν κλείνεις τους φυσικούς αποδέκτες των υδάτων, τα φυσικά ρέματα, όταν τα περιορίζεις τόσο πολύ είναι φυσικό το νερό να οδηγηθεί εκεί που παλαιότερα πήγαινε. Όταν κλείνεις τις όποιες διεξόδους και ανάσες σε ένα οικιστικό παραλιακό μέρος είναι φυσικό σε περίπτωση πυρκαγιάς, σε μια δυστυχή στιγμή να έχουμε τόσες απώλειες». Όσον αφορά τα δάση της χώρας, πρέπει, σύμφωνα με τον ίδιο, να γνωρίζουμε ότι δεν μοιάζουν ούτε με τα δάση της Αμερικής, του Καναδά ούτε της Κεντρικής Ευρώπης. Προσομοιάζουν, όπως λέει, περισσότερο με τα δάση της Νότιας Ιταλίας όσον αφορά στο κλίμα και το γεωγραφικό ανάγλυφο, το έδαφος, τις αποσαρθρώσεις και τις χαραδρώσεις που έχουν συμβεί.
«Το παρελθόν θα έπρεπε να μας διδάσκει. Από το 1997-98 που δόθηκε η ευθύνη της δασοπυρόσβεσης από τη Δασική Υπηρεσία στην Πυροσβεστική, έφυγε από τις υπηρεσίες ένα σημαντικό τμήμα των πυροσβεστών (Α και Β) που διαθέταμε και χάθηκε χρηματοδότηση που για τη δασική υπηρεσία ήταν πολύτιμη. Δηλαδή έπαψε να υπάρχει η δυνατότητα να ανοιχτεί ένας δρόμος, μια αντιπυρική λωρίδα και έπαψε και η δασική υπηρεσία να μπορεί να προσλαμβάνει άτομα σε έκτακτες συνθήκες να βοηθήσουν για μια μέρα ή για μια νύχτα το έργο της κατάσβεσης. Προσωπικά δεν τάσσομαι υπέρ της διάνοιξης πολλών νέων αντιπυρικών λωρίδων δεδομένου ότι οι δασικοί δρόμοι εφόσον συντηρούνται είναι επαρκείς» αναφέρει συγκεκριμένα.
Ο πρώην Δ/ντής Δασών Ευρυτανίας βάζει στην κουβέντα ακόμη περισσότερους λόγους για να εξηγήσει την αλλαγή παραδείγματος:
Συνέχεια στο alter thess