«Η χώρα θα έχει κυβέρνηση μετά τις εκλογές, το θέμα είναι να έχει τη σωστή κυβέρνηση», δήλωσε σε πρόσφατη ραδιοφωνική του συνέντευξη ο πρόεδρος του Πασοκ-Κιναλ, Νίκος Ανδρουλάκης. Μοιάζει η παραπάνω φράση- επιθυμία, ως ερώτημα το οποίο θέτει ο ίδιος ο κ. Ανδρουλάκης στον εαυτό του και περιμένει την απάντηση από το είδωλο του στον καθρέφτη. Μια απάντηση που τη γνωρίζει άριστα, την γνωρίζει και η μεγάλη πλειοψηφία της κοινωνίας που περιμένει από αυτές τις εκλογές, τις λεγόμενες δημοκρατικές πολιτικές δυνάμεις να πράξουν τα αναμενόμενα, ώστε ο τόπος να απαλλαγεί από την Μητσοτακική πολιτική Λερναία Ύδρα. Και επειδή ο καταστροφικός πολιτικός καταιγισμός σε όλα τα επίπεδα με φυσικό και ηθικό αυτουργό την παρούσα κυβέρνηση, δεν σηκώνει πλέον μήτε δικαιολογίες, μήτε προσχήματα και άλλα επικοινωνιακά φληναφήματα και πολιτικάντικα κόλπα, οι καθαρές κουβέντες και οι ειλικρινείς δεσμεύσεις από τις ηγεσίες του δευτέρου και του τρίτου σήμερα κόμματος στη βουλή, είναι εκ των ουκ άνευ αναγκαίες.
Με τη σειρά του και όλος ο δημοκρατικός κόσμος, άσχετα με τις επιμέρους διαφορές , ενστάσεις και προσεγγίσεις, σύσσωμος και με βάση την απλή λογική, απαντά πως μια κυβέρνηση συνεργασίας στην υφιστάμενη σήμερα εγχώρια πολιτική πραγματικότητα, σίγουρα θα απαρτίζεται από τον Σύριζα-ΠΣ, το Πασοκ-Κιναλ, δίχως να αποκλείεται η συμμετοχή και άλλων κομμάτων του ευρύτερου δημοκρατικούκαι αριστερού χώρου. Εκτός και αν ο κ. Ανδρουλάκης έχει υπόψη του ως σωστή μια κυβέρνηση με κορμό τη σημερινή αγνώριστη ΝΔ, με τις συγκεκριμένες άθλιες και αντιλαϊκές πολιτικές της, με προμετωπίδα και πολιτικό μπούσουλα την κατάμαυρη υπουργική τριάδα την προερχομένη από τον ΛΑΟΣ. Αν υπάρχει έστω και ίχνος περίπτωσης μιας τέτοιας κυβέρνησης την οποία θα στέρξει να υποστηρίξει το Πασοκ-Κιναλ, βαυκαλισμένο στις όποιες υποσχέσεις και ΄΄ δεσμεύσεις ΄΄ του Μητσοτάκη περί αποκήρυξης του πρόσφατου κυβερνητικού του πολιτικού παρελθόντος, να το πει έγκαιρα και ευθαρσώς ο κ. Ανδρουλάκης. Στην ίδια συνέντευξη του ο πρόεδρος, δεν παρέλειψε να επιτεθεί στο Σύριζα-ΠΣ, κάνοντας λόγο για ευθύνες και σφάλματα στην περίοδο διακυβέρνησης του, προσδίδοντας σε αυτά την ίδια αναλογικά καταστροφική ισχύ με αυτά της ΝΔ, ξεχνώντας ως συνήθως κάτω από ποιες συνθήκες και με ποιες προϋποθέσεις κλήθηκε να βγάλει τα κάστανα από τη φωτιά ο Τσίπρας και η κυβέρνηση του την περίοδο 2015-2019. Όπως ξεχνά και το γεγονός πως ο Τσίπρας στάθηκε και ευθαρσώς αναγνώρισε λάθη και παραλείψεις της κυβέρνησης του δίχως να ανατρέχει σε δικαιολογίες που υπήρχαν ουκ ολίγες εκείνη τν περίοδο. Δικαιολογίες και λόγοι μιας κολασμένης περιόδου στην οποία συνετέλεσαν εγχώριοι αλλά και ευρωπαϊκοί παράγοντες.
Αυτά όμως είναι παρελθόν. Παρελθόν στο οποίο ξαναγυρνάμε όχι μόνο για τον καταλογισμό ευθυνών, μα και και για την εξαγωγή των ανάλογων συμπερασμάτων, προς αποφυγή μελλοντικών ανάλογων αρνητικών εμπειριών. Σήμερα αυτό που καίει τον τόπο και την κοινωνία είναι το ζοφερό, το απελπιστικό παρόν και το ανύπαρκτο μέλλον των νέων ανθρώπων. Σήμερα οι ευθύνες για τις δημοκρατικές και αριστερές πολιτικές δυνάμεις, είναι παρούσες, κραυγαλέες και απαιτούν την άμεση ανάληψη τους, από αυτές. Και ανάληψη αυτών των ευθυνών σημαίνει άμεσες και συγκεκριμένες πρωτοβουλίες στην κατεύθυνση εντοπισμού αυτών που ενώνουν και που στοιχειοθετούν την δυνατότητα συγκρότησης ενός μίνιμουμ κυβερνητικού προγράμματος. Καλή, κ. Ανδρουλάκη η κριτική, δέκα φορές καλύτερη η αυτοκριτική – μη ξεχνάτε πως ο πολιτικός σας χώρος έχει πολύχρονο κυβερνητικό παρελθόν στη διάρκεια του οποίου δεν ήσαν όλα ρόδινα, καθόλου ρόδινα… – το παρόν είναι αυτό που καίει και που ζητά εναγώνια διεξόδους και λύσεις λύτρωσης , απέναντι στην πιο καταστροφική από την μεταπολίτευση και εντεύθεν, κυβέρνηση. Και επειδή η πολιτική και κοινωνική λύτρωση δεν θα είναι υπόθεση ενός κόμματος, έστω και αυτοδύναμου, οι δυνάμεις του δημοκρατικού, προοδευτικού και αριστερού τόξου, σίγουρα θα κληθούν από τον ίδιο τον λαό να λογοδοτήσουν για τα πεπραγμένα τους, κρυφά και φανερά, ώστε να γίνει η να μην γίνει πράξη, η συγκρότηση μιας προοδευτικής, λαοπρόβλητης και σωτήριας για τον τόπο, κυβέρνησης.
Όχι τίποτα άλλο, μα για να πάρει ο καθείς και τον οβολό που του αναλογεί.