Γιέ μου που πας; Μάνα θα πάω για λουκουμάδες

Στο ποιητικό ερώτημα εκείνος ο γιός απάντησε ότι θα πάει στα καράβια. Χρόνια αργότερα ένας άλλος, αυτός θεατράνθρωπος, αναγνωρισμένος καλλιτέχνης με φήμη και ισχυρές φιλίες, σε ανάλογο ερώτημα κάποιων που πιθανόν να γνώριζαν για την δεύτερη κολασμένη ζωή του, προτίμησε να απαντήσει ότι θα πάει για … λουκουμάδες. Λουκουμάδες, φυσικά, ήταν όλα αυτά τα αγόρια η και κορίτσια, με την εφηβική και νεανική αφέλεια που έτρεφαν όνειρα και ελπίδες για μια πορεία στο θέατρο, το σινεμά, την τηλεόραση,  για τον περί ου ο λόγος περιβόητο και μέχρι πρότινος καλλιτεχνικό διευθυντή του εθνικού θεάτρου. Λουκουμάδες που του προσφέρονταν στο πιάτο, μια και η θέση, η ισχύς του και η φήμη τραβούσαν τα νεαρά αυτά άτομα, όπως το φως της λάμπας την αθώα πεταλούδα. Και όσο ο καιρός τα χρόνια κυλούσαν και η πνιγηρή και αδιαπέραστη σιωπή κάλυπταν το… καλλιτεχνικό κανιβαλισμό του θεατράνθρωπου, όλα καλά και η ζωή των ψυχικά ρημαγμένων νεαρών από την… βοήθεια του, τραβούσε κάθιδρη και βουτηγμένη στη ντροπή και την απόγνωση, ανηφόρα.

Ώσπου αυτή η ίδια άδικη ζωή για τους παθόντες, θυμήθηκε τη λαϊκή σοφή ρήση “εδώ πληρώνονται όλα” και αποφάσισε να πάρει εκδίκηση και να τους ελαφρύνει ίσως και το αβάστακτο ψυχικό βάρος  που χρόνια τώρα τους στερούσε ακόμη και την ανάσα μιας αμυδρής ελπίδας. Σίγουρος για τον εαυτό του ο θεατράνθρωπος, αποθρασυνόμενος και με φιλίες στο σημερινό γκουβέρνο, συνέχισε την δεύτερη…καλλιτεχνική του δράση, υπολογίζοντας πάντα στο αξίωμα ότι οι άλλοι του οφείλουν και αυτός σε κανένα, ότι ως περιώνυμος και αναγνωρισμένης αξίας προσωπικότητα, οι άλλοι οφείλουν να υπηρετούν, να εξυπηρετούν καλύτερα τα μαύρα ψυχικά του μύχια. Με τη σύλληψη του δε, αρχίζει μια χωρίς προηγούμενο άθλια και υποκριτική φαρσοκωμωδία για το ποιοι τον πρότειναν και τον διόρισαν διευθυντή στο εθνικό. Η κυβερνητική προπαγάνδα σε πλήρη αποσυντονισμό και πανικό ξορκίζει τον τρισκατάρατο και από εκλεκτό του τέκνο, τον αποκηρύσσει μετά βδελυγμίας ανάλογης εκείνης των κομμουνιστικών ιδεών των μετεμφυλιακών χρόνων. Άγνωστος παντελώς, λοιπόν, για την υπουργό πολιτισμού ο εν λόγω και επικίνδυνος απατεώνας. Ο δε πρωθυπουργός ουδεμία σχέση είχε μαζί του, μήτε καν τον γνώριζε και όσες φορές συναγελάστηκε μαζί του ήταν μόνο για να τον συγχαρεί στις θεατρικές του παραστάσεις, καθότι είναι σε όλους γνωστό ότι ο Κυριάκος είναι… δηλωμένος φαν του θεάτρου και δίχως αυτό δεν αναπνέει. Τώρα ποιος ή ποιοι κατάργησαν τον διαγωνισμό για την θέση του εθνικού και ποιοι φύτεψαν ασυζητητί και εγγυούνταν το ήθος, την αξιοπρέπεια και την καλλιτεχνική  αξία του θεατράνθρωπου, η αλήθεια τους κοιτά και ξεκαρδίζεται στα γέλια.

Έλα όμως που αυτά που λαμβάνουν χώρα σήμερα στο τόπο μας με αφορμή τα τελευταία γεγονότα και την συμπεριφορά και πρακτική υπουργών και πρωθυπουργού, μόνο για γέλια δεν είναι. Θα το ξανασκεφτούν όσοι ακόμη καλόπιστα πιστεύουν ότι η ασκούμενη κριτική στα κυβερνητικά πεπραγμένα είναι υπερβολική και ίσως σε κάποια σημεία και άδικη. Γιατί κάθε μέρα που περνά ο κυβερνητικός στην κυριολεξία κακής ποιότητας θίασος, δεν ορρωδεί προ ουδενός, προκειμένου να εξαπατήσει την κοινή γνώμη και να παρουσιάσει το άσπρο, μαύρο. Οι τακτικές μαφίας όπως αυτές περιγράφονται στις χολιγουντιανές και όχι μόνο ταινίες, είναι το καθημερινό κυβερνητικό μότο, μιας ομάδας αδίστακτων πολιτικών απατεώνων που καμώνονται ανεπιτυχώς την κυβέρνηση.

Τα στοιχεία της λούμπεν πολιτικά κυβερνητικής συμπεριφοράς που διαπιστώνει κάθε πολίτης με στοιχειώδη νου και γνώση της Ελληνικής σημερινής πραγματικότητας, δεν θα τα συναντήσει σε καμία μεταπολιτευτική εγχώρια κυβέρνηση, όσο κι αν ανατρέξει στο παρελθόν και όσο κι αν ψάξει.

Αυτό το ζοφερό πολιτικό παρών που εκπέμπει με λόγους και πράξεις αυτή η κυβέρνηση, ας γίνει με την λαϊκή παρέμβαση, οριστικό παρελθόν.