Οι εξελίξεις στην Ελληνική Δεξιά μετά τις Ευρωεκλογές

Οι πρόσφατες ευρωεκλογές ανέδειξαν ως μεγάλο και αδιαμφισβήτητο ‘‘νικητή’’ την αποχή! Προσωπικά, δύο μήνες πριν, το είχα προβλέψει (10-4-2024, ‘‘Το συνέδριο της ΝΔ, η κ. Φον Ντερ Λάιεν και ο δείκτης οικονομικής ελευθερίας’’: ‘‘Εμένα, αντιθέτως, με ανησυχεί δεόντως η επερχόμενη, κατά τη δική μου εκτίμηση, σαρωτική νίκη της ‘‘αποχής’’ σε δύο μήνες, στις ευρωεκλογές και παράλληλα με προβληματίζει βαθειά το πώς τελικά, με πολλή δουλειά, με πολύ ιδρώτα, ίσως και με μεγάλη τύχη, μπορεί, με άξιους ανθρώπους και γνήσιους πατριώτες, να αλλάξει αυτή η χώρα’’), διότι τα μηνύματα από την κοινωνία έρχονταν απανωτά και είχαν προ πολλού διαφανεί οι τάσεις της συμπεριφοράς του εκλογικού σώματος.

 Αυτό το 60% της αποχής, λοιπόν, αντανακλά, υπό μια αντίστροφη θεώρηση, τη βαριά ‘‘ήττα’’ του πολιτικού μας συστήματος. Ο μέσος Έλληνας δείχνει να μην εμπιστεύεται ούτε τους πολιτικούς του αλλά ούτε και το πολιτικό σύστημα. Αισθάνεται ότι δεν έχει ‘‘αποκούμπι’’ και σταθερή εκτίμηση στις πολιτικές ηγεσίες, τουλάχιστον σε αυτές που έχουν ‘‘εξουσιοκτητικές’’ προθέσεις, μοιάζει να μην τον ικανοποιούν πια,  σε επαρκή βαθμό, οι ‘‘προσφερόμενες επιλογές’’.

Υπό αυτό το πλαίσιο, στον χώρο της (κεντρο)Δεξιάς, το σοβαρότερο ‘‘θύμα’’ υπήρξε το μεγάλο της κόμμα! Η ΝΔ κατέγραψε πρωτοφανή και τρομερή απώλεια ψήφων μέσα σε έναν σχεδόν χρόνο από την προηγούμενη εκλογική ‘‘μάχη’’, αυτή των εθνικών εκλογών του 2023. Μάλιστα, αυτές οι 1.125.602 ψήφοι που συγκέντρωσε το κυβερνών κόμμα δεν είναι μόνο κατά 1 εκατ. λιγότερες από αυτές (2.115.311 ψήφοι) των εκλογών του προηγούμενου Ιουνίου αλλά αποτελούν και αρνητικό ρεκόρ στην 50χρονη πορεία του. Και δη η συγκεκριμένη εκλογική απόδοση όχι μόνο υπολείπεται κατά πολύ και οφθαλμοφανώς από αυτήν των προηγούμενων ευρωεκλογών (2019), όταν η ΝΔ έλαβε 1.873.137 ψήφους, δηλαδή την εκλογική απόδοση που είχε θέσει ως στόχο και μέτρο της εκλογικής επιτυχίας ο ίδιος ο Πρωθυπουργός αλλά  υπολείπεται ακόμη και του απόλυτου αριθμού ψήφων (1.184.000) που είχε λάβει ο ΣΥΡΙΖΑ στις εκλογές του Μαΐου του 2023, όταν, το τότε κόμμα του κ. Τσίπρα, μετά την συντριπτική απαξίωσή του από το εκλογικό σώμα, βρέθηκε με ποσοστά κόμματος που δεν διεκδικεί καν την εξουσία.

Πάντως, η Δεξιά έχει να λέει ότι άλλα τρία κόμματά της,  η ‘‘Ελληνική Λύση’’ με το 9,30% της, η ‘‘Νίκη’’ με 4,4% και η ‘‘Φωνή Λογικής’’ με περίπου 3%, έστειλαν κι αυτά εκπροσώπους τους στην Ευρωβουλή. Πέραν, ωστόσο, από τις (όχι και τόσο δύσκολες) παραπάνω διαπιστώσεις, καθοριστική σημασία έχει να εξηγηθεί η πρότερη πολιτική κατάσταση αλλά κυρίως να διερευνηθεί ποιες, και σε ποια ‘‘tableaux’’, αναμένονται εξελίξεις στη μεγάλη δεξιά παράταξη.

Το 2019, ο Κυριάκος Μητσοτάκης, στηριζόμενος στην πολιτική πεμπτουσία του ‘‘δεξιού’’ λόγου, διακήρυξε ένα ‘‘νέο συμβόλαιο εμπιστοσύνης’’ της Πολιτικής με την ελληνική κοινωνία που θα πρέπει να στυλώνεται ‘‘στην αξιοκρατία και στην αξιολόγηση παντού’’ και έτσι ανήλθε στην εξουσία. Έπεισε τον κόσμο αποκηρύσσοντας τους ‘‘διορισμούς και τις παροχές’’ από το βασικό επίκεντρο του πολιτικού συστήματος και την ουσία της Πολιτικής και προέταξε τον στόχο της ‘‘δημιουργίας ευκαιριών για όλους’’ σε ένα ‘‘περιβάλλον ασφάλειας’’. Με πρόταγμα το κλασικό ‘‘σήμα κατατεθέν’’ της πολιτικής φιλοσοφίας της Δεξιάς, δηλαδή την ‘‘παραγωγή πλούτου’’ και όχι την ‘‘αναδιανομή της μιζέριας’’, υποσχέθηκε επενδύσεις και μείωση της φορολογίας και τελικά επικράτησε άνετα απέναντι στον τότε απερχόμενο Πρωθυπουργό της ‘‘πρώτης φοράς Αριστερά’’ που ούτε για πατρίδα μιλούσε, ούτε εξυπηρέτησε δεόντως τα εθνικά συμφέροντα.

Ex tunc, η επικοινωνιακή τακτική του Πρωθυπουργού επικεντρώθηκε στο να ‘‘στεγανοποιήσει’’ αρχικώς την παρουσία της ΝΔ εντός της Δεξιάς και μετά να επεκταθεί προς το ‘‘Κέντρο’’ προκειμένου να δημιουργήσει, κατά τη δική του οπτική, μια ‘‘εκλογική μονοκρατορία’’. Ωστόσο, σε αυτήν τη στρατηγική του στόχευση, ο Μητσοτάκης, στην αρχή σταδιακά και εν συνεχεία όλο και πιο φανερά και ανοιχτά, ‘‘άφησε σε δεύτερη μοίρα’’, ως προς τη de facto άσκηση της κυβερνητικής πολιτικής και τις ευρύτερες επιλογές του, το ‘‘πυρηνικό’’ ιδεολογικο-πολιτικό φορτίο και τις αφετηριακές ρίζες της παραδοσιακής Δεξιάς. Για αυτό, από ένα σημείο και μετά, πολλοί μίλησαν για ‘‘εκπασοκοποίηση’’ της ΝΔ σε αντιλήψεις και πρόσωπα.

Η δε ‘‘στεγανοποίηση’’ του χώρου της Δεξιάς, της ‘‘ιστορικής μήτρας’’ της ΝΔ, επιχειρήθηκε με την ευθεία επίθεση στις άλλες, μικρές (προς το παρόν;) πολιτικές δυνάμεις του χώρου. Ο αρχηγός της ΝΔ, προς επίτευξη της πολιτικής του κυριαρχίας, προσπάθησε να περάσει επικοινωνιακά στην κοινωνία την αντίληψη ότι τη Δεξιά στην Ελλάδα την εκφράζει μονοπωλιακά και αποκλειστικά η ΝΔ ενώ όλοι οι άλλοι, ‘‘στα δεξιά’’ του κυβερνώντος κόμματος, είναι ακραίοι, γραφικοί και ‘‘ψεκασμένοι’’. Φτάσαμε, μάλιστα, στο σημείο, με την ‘‘πολιτική επικούρηση’’ της Αριστεράς ασφαλώς, σήμερα όποιοι ‘‘δεξιοί’’ ομιλούν για πατρίδα να αποκαλούνται ‘‘εθνικιστές’’ και ‘‘πατριδοκάπηλοι’’, όσα (δεξιά) κινήματα προτάσσουν τη θρησκεία να κατονομάζονται ως ‘‘παραθρησκευτικές  οργανώσεις’’ και όποιοι πιστεύουν στην ‘‘πυρηνική’’ οικογένεια να θεωρούνται ‘‘υπερσυντηρητικοί’’ ή ‘‘μη προοδευτικοί’’. Αυτή όμως η ρητορική και πρακτική ήταν φανερό ότι προσέβαλε και προσβάλλει τον μέσο ‘‘δεξιό’’ ψηφοφόρο και γενικότερα τον μέσο Έλληνα.

Παρά ταύτα, το 41% του προηγούμενου Ιουνίου για τη ΝΔ, είχε δώσει τη ψευδαίσθηση ότι ο Μητσοτάκης είχε πετύχει απόλυτα στον σκοπό του. Αφενός, το κατακερματισμένο, απισχνασμένο και βαθιά εσωστρεφές πολιτικό τοπίο της Κεντροαριστεράς και αφετέρου η προσπάθεια, τουλάχιστον, ‘‘σκληρής περιθωριοποίησης’’ των λοιπών πιθανών εκφραστών των ‘‘δεξιών ψηφοφόρων’’, έδιναν έναν ‘‘αέρα παντοδυναμίας’’ στον νυν Πρωθυπουργό, ο οποίος έδειξε να αδιαφορεί πια ολοένα και πιο πολύ για τις ‘‘δεξιές καταβολές’’ του κόμματός του.

Λίγες μόνο μέρες πριν τις ευρωεκλογές, μάλιστα, ο Πρόεδρος της ΝΔ, προφανώς ‘‘αποστασιοποιημένος’’ από την περί Δεξιάς ρητορική, σε συνέντευξή του δήλωνε ότι (και) το Κέντρο έδωσε τις νίκες στη ΝΔ (ίδετε στη διεύθυνση https://www.pagenews.gr/2024/06/03/politiki/mitsotakis-tis-nikes-mas-tis-edose-kai-to-kentro/) ενώ αμέσως μετά τη διεξαγωγή των εκλογών, κινούμενος στην ‘‘ίδια γραμμή’’, αν και δεν τολμά να υπερθεματίσει υπέρ του Κέντρου, συνεχίζει να μην ‘‘εγκολπώνει’’ στη πολιτική ρητορεία του (που κατ’ επέκταση εκφράζει και την πολιτική κοσμοθεωρία του) ούτε τώρα την έννοια της Δεξιάς  ( ίδετε https://www.primeminister.gr/2024/06/11/34449 “Γι’ αυτό θεωρώ τελείως λάθος και παντελώς αποπροσανατολιστική αυτή τη συζήτηση περί δήθεν δεξιάς στροφής της Νέας Δημοκρατίας. Είναι μια συζήτηση η οποία πραγματικά δεν με αφορά καθόλου. Δεν είναι αυτό το ζήτημά μας, αν θα πάμε στο κέντρο ή αν θα πάμε δεξιά. Είναι αν θα είμαστε πιο αποτελεσματικοί…’’).

Η αλήθεια, ωστόσο, είναι ότι τις νίκες και τη διακυβέρνηση της χώρας, όσες φορές την ανέλαβε στα 50 χρόνια της Μεταπολίτευσης η ΝΔ, δεν τις έδωσε κανένα ‘‘Κέντρο’’. Όπως έχει καταγραφεί στην Πολιτική Ιστορία του Τόπου, οι νίκες της ΝΔ, όταν επιτυγχάνονταν, βασίζονταν στην πλατιά λαϊκή βάση της Δεξιάς και στην υψηλή συσπείρωση που εν μέσω συγκεκριμένων πολιτικο-κοινωνικών συγκυριών και ιστορικών συνθηκών δημιουργούνταν σε αυτήν τη βάση. Από το ποσοστό που τελικά έδινε την εκάστοτε εκλογική νίκη στη ΝΔ, το συντριπτικά πλειοψηφικό μέρισμα προερχόταν από τη Δεξιά, και οποιοδήποτε ποσοστό αντλείτο από το Κέντρο, το οποίο (ποσοστό) αθροιστικά παρήγαγε το τελικό εκλογικό νικηφόρο αποτέλεσμα για τη ΝΔ, ήταν στην πράξη συμπληρωματικό. Ήταν μια ευρύτερη ‘‘επιβράβευση’’ της κοινωνίας, και ίσως του πιο μετριοπαθούς μέρους της, για τη ΝΔ, (ήταν) η τελική ‘‘επισφράγιση’’ και ουσιαστική συγκατάθεση του εκλογικού σώματος για την ανάληψη της εξουσίας από το κόμμα που καταρχήν και ευθέως εξέφραζε τη Δεξιά. 

Χωρίς να το ‘‘πολυκαταλάβει’’, λοιπόν, αυτός που παρουσιαζόταν ως ο μακράν καταλληλότερος όλων, ο μέσος ψηφοφόρος της Δεξιάς συν τω χρόνω (είπαμε, ο Κόσμος μας είναι τετραδιάστατος και ο χρόνος απόλυτα καθοριστικός παράγων της ζωής και της πολιτικής) ‘‘χρέωσε’’ τον Πρόεδρο της ΝΔ και Πρωθυπουργό διπλά, του ‘‘χρέωσε’’ δηλαδή και την ξεκάθαρη ιδεολογικο-πολιτική μετατόπιση του κόμματος αλλά και (αναδρομικά) την ακρίβεια, τις διαχειριστικές αστοχίες, τα σκάνδαλα και τις κυβερνητικές αποτυχίες. Και του έστειλε αυτόν τον ‘‘διπλό χρεωστικό λογαριασμό’’ στις ευρωεκλογές.

Έπειτα από τα παραπάνω όμως, αφενός με τον Μητσοτάκη να δείχνει ότι δεν ‘‘πολυνοιάζεται’’ για τη συζήτηση περί Δεξιάς ή ότι ακόμη και να την υποτιμά, και αφετέρου με τα συγκεκριμένα αποτελέσματα των ευρωεκλογών που ‘‘αποκάλυψαν’’ την εν δυνάμει εκτίναξη νέων πολιτικών φορέων και προσώπων και νέων πεδίων έκφρασης στον χώρο της Δεξιάς, το εκ των πραγμάτων αναδεικνυόμενο ζήτημα στην εν λόγω μεγάλη και παραδοσιακή πολιτική παράταξη αρχίζει και διαφαίνεται: Ποιος είναι ή ποιος μπορεί να είναι ο από εδώ και πέρα κύριος, δυναμικός, χειμαρρώδης και πειστικός εκφραστής της Δεξιάς; Ποιο κόμμα και ποιος ηγέτης ειδικότερα;

Επί τούτου του ερωτήματος που οι ευρωεκλογές ανέδειξαν, αναμένονται συνεπώς πολύ σημαντικές εξελίξεις, οι οποίες, κατά τη γνώμη μου, θα ‘‘παιχθούν’’ σε τρία παράλληλα ‘‘tableaux’’:

Το πρώτο από αυτά είναι η κλασική θεματική ατζέντα της Δεξιάς. Το ζητούμενο εν προκειμένω είναι από πού (από ποιο πολιτικό κόμμα και από ποιον πολιτικό ηγέτη) και πώς θα προωθηθεί στο επίπεδο της κοινωνίας, της ιδεολογικής πάλης, της πολιτικής εκφραστικής αλλά και στο επίπεδο της πρακτικότητας των προτάσεων διακυβέρνησης, η παραδοσιακή αξιακή πλατφόρμα της Δεξιάς. Σε τούτο το πεδίο, όποιος προβάλλει με συνέπεια και επιμονή τις θέσεις της Δεξιάς στην οικονομία (από εκεί ξεκινούν όλα), στην καθημερινότητα αλλά βεβαίως και στα εθνικά θέματα και στα μείζονα προτάγματα της εξωτερικής πολιτικής, θα ‘‘κερδίσει’’ τελικά και την πλειοψηφία των ψηφοφόρων της.

Το δεύτερο είναι οι νέες, σύγχρονες προκλήσεις. Η Δεξιά, όπως και κάθε πυλωνικός χώρος του πολιτικού φάσματος, δεν είναι και ούτε πρέπει  να είναι ‘‘αποστεωμένη’’ από τις εξελίξεις στις παγκόσμιες, πανευρωπαϊκές και περιφερειακές πολιτικές τάσεις. Ούτε αποκλειστικά προσδεδεμένη μόνο στην κλασική θεματολογία της Πολιτικής. Στους δεξιούς ψηφοφόρους, επομένως, πρέπει να δοθούν απαντήσεις από τα κόμματα του χώρου για τις θέσεις που αυτά έχουν στην ευρεία γκάμα της επίκαιρης πολιτικής πραγματικότητας, από την ‘‘πράσινη’’ ανάπτυξη μέχρι και την τεχνητή νοημοσύνη. Σε αυτό δε ειδικά το πεδίο, κρίσιμο ρόλο θα έχουν στις αποφάσεις του κόσμου της Δεξιάς οι τοποθετήσεις των κομμάτων για την παγκοσμιοποίηση, το μεταναστευτικό και επί της λεγόμενης ‘‘woke agenda’’.

Εν τέλει, το τρίτο ‘‘tableau’’ αφορά τα πρόσωπα, αυτούς δηλαδή που ήδη εκπροσωπούν αλλά και θα κληθούν να εκπροσωπήσουν τα κόμματα της Δεξιάς στις τοπικές κοινωνίες. Στην πλειοψηφία τους, οι βουλευτές και πολιτευτές της ΝΔ είναι ‘‘στελέχη μάχης’’ που ανταγωνίζονται αναμεταξύ τους, με….παντοειδείς τρόπους, για το προσωπικό τους ‘‘μερίδιο’’ στην κατά τόπους ‘‘εκλογική πίτα’’ του κόμματος, αλλά συνήθως ούτε πολιτική σκέψη ούτε πολιτική δράση ‘‘παράγουν’’, ο δε ‘‘βαθμός φθαρτότητάς’’ τους είναι κατά κανόνα υψηλός και πολλοί από αυτούς έχουν ‘‘κουράσει’’ και έχουν απογοητεύσει πολύ κόσμο. Από την άλλη, τα άλλα κόμματα της Δεξιάς είναι κυρίως ‘‘προσωποπαγή’’ και απαιτείται, μάλλον ως ‘‘όρος επιβίωσης’’ τους, ο στελεχιακός εμπλουτισμός τους με ανθρώπους που έχουν πολιτικό λόγο.

Τα παραπάνω παράλληλα πεδία, λοιπόν, θα κρίνουν πολλά για τις από εδώ και πέρα εξελίξεις στον χώρο της Δεξιάς. Αν η ΝΔ ‘‘επαναβαπτιστεί’’ (πράγμα όχι και τόσο εύκολο, ούτε αυτονόητο υπό τον Μητσοτάκη) στις κλασικές ‘‘δεξιές’’ αξίες και ανταποκριθεί με ισχυρό λόγο στις προκλήσεις της πολιτικής επικαιρότητας, αρχικώς η κάθετη πτώση της μπορεί να ανασχεθεί και εν συνεχεία να τεθούν οι βάσεις της ανάκαμψης. Αντιθέτως, αν οι υπόλοιποι πολιτικοί φορείς του χώρου αναπτύξουν στιβαρό πολιτικό λόγο, βασισμένο στις αρχές της παράταξης, προβάλλουν προτάσεις και λύσεις και επιχειρήσουν ‘‘άνοιγμα’’ στην κοινωνία με αξιόλογους ανθρώπους, στην περίπτωση ειδικά που η ΝΔ, υπό την παρούσα ηγεσία της, συνεχίσει τη ρότα που διάλεξε, είναι πιθανόν να δούμε στο μέλλον εκπλήξεις και ανατροπές που όχι μόνο κάποιοι δεν φαντάζονται αλλά ίσως καταγραφούν και ως ‘‘ιστορικές’’.

Έχω την αίσθηση, επομένως, ότι ζούμε μια πολύ ενδιαφέρουσα καμπή στην πολιτική ιστορία του τόπου και ειδικότερα στα τεκταινόμενα της δεξιάς πλευράς του πολιτικού φάσματος. Μέχρι τώρα και επί 50 χρόνια, ο χώρος της Δεξιάς εκφράστηκε κυριαρχικά και παραδοσιακά από τη ΝΔ, όμως τούτο σήμερα, έτσι όπως πάνε τα πράγματα, δεν είναι ακλόνητο και απολύτως σίγουρο ότι θα συνεχίσει να ισχύει. Μάλιστα, την κατάσταση ‘‘περιπλέκει’’ ακόμη περισσότερο ειδικά το γεγονός ότι από το 60% της αποχής, ένα (αδιευκρίνιστο) κομμάτι είναι και ψηφοφόροι της Δεξιάς που προτίμησαν να μην ψηφίσουν για να αποδοκιμάσουν τη ΝΔ του Μητσοτάκη και άρα όταν κάποιοι από αυτούς θα ψηφίσουν για τις εθνικές εκλογές, δεν είναι καθόλου βέβαιο ότι θα επιλέξουν το νυν κυβερνών κόμμα.

Πόσο χρόνο όμως θα πάρουν οι (πιθανές) εξελίξεις στο χώρο της Δεξιάς που στο βάθος τους και επί της ουσίας είναι εξελίξεις που αφορούν την αξιοπιστία και ευστάθεια αυτού καθεαυτού του πολιτικού μας συστήματος; Πότε θα φανεί προς τα ‘‘πού πηγαίνουν τα πράγματα (;)’’. Κανείς δεν μπορεί να απαντήσει με σιγουριά. Ο Πρωθυπουργός, όπως ήταν το αναμενόμενο, προέβη σε ανασχηματισμό της Κυβέρνησης και, κοιτώντας από εδώ και μπρος σε μόνιμη βάση, διαρκώς και αγωνιωδώς τις (νέες) δημοσκοπήσεις, ελπίζει να ‘‘πάει όσο πιο μακριά γίνεται’’, ανεξαρτήτως του άκρως εντυπωσιακού γεγονότος ότι (αναλογικά) το κυβερνών κόμμα το ακολουθεί πια, σύμφωνα με την επίδοσή του στις ευρωεκλογές, μόνο το περίπου 12% των εγγεγραμμένων ψηφοφόρων. Ποιος άλλωστε μπορεί να εγγυηθεί για το μέλλον για οτιδήποτε στον οποιονδήποτε; Πολλές φορές, μάλιστα, φαινομενικά ‘‘ακίνδυνα’’ θέματα (πχ, λέω εγώ τώρα, η επιλογή, σε λίγους μόνο μήνες από τώρα, συγκεκριμένου προσώπου για Πρόεδρο της Δημοκρατίας) μπορούν να φέρουν απρόβλεπτους… ‘‘σεισμούς’’. Όσα φέρνει η ώρα, δεν τα φέρνει ο χρόνος όλος, άλλωστε. Έτσι δεν λέει ο σοφός λαός; Και για τη Δεξιά, πάντως, αλλά και για όλα τα άλλα, αναμένουμε με εξαιρετικό ενδιαφέρον το τι θα προκύψει προσεχώς…..

Κατερίνη, 15/6/2024

ΧΡΗΣΤΟΣ ΓΚΟΥΓΚΟΥΡΕΛΑΣ

ΔΙΚΗΓΟΡΟΣ

LLM IN INTERNATIONAL COMMERCIAL LAW

LLM IN EUROPEAN LAW

Cer. LSE in Business, International

                                             Relations and the political science