Την πλήρη αναξιοπιστία των στοιχείων, που εμφανίζει η Νέα Δημοκρατία σχετικά με την κοστολόγηση του προγράμματος του ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ επισημαίνει ο Δημήτρης Μάρδας, υποψήφιος βουλευτής με τον ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ στην Α΄ Περιφέρεια Θεσσαλονίκης, καθηγητής Οικονομικών ΑΠΘ και πρώην πολιτικός ιστάμενος του Γενικού Λογιστηρίου του Κράτους (ΓΛΚ).
Ο κ. Μάρδας αντιπαραβάλλει τις διαδοχικές δηλώσεις του υπουργού Οικονομικών Χ. Σταϊκούρα, του πρωθυπουργού Κυρ. Μητσοτάκη και του κυβερνητικού εκπροσώπου Α. Σκέρτσου, από τις οποίες προκύπτει ότι οι εκτιμήσεις και των τριών είναι αντικρουόμενες και ως εκ τούτου άνευ αξίας. Παράλληλα θέτει σειρά ερωτημάτων προς προβληματισμό.
Συγκεκριμένα ο κ. Μάρδας Σημειώνει:
Ο Χ. Σταϊκούρας αμέσως μετά την παρουσίαση του προγράμματος ΣΥΡΙΖΑ/ΠΣ στη ΔΕΘ δηλώνει ότι το κόστος προγράμματος 23,5 δις ευρώ.
Ο Κυρ. Μητσοτάκης, στις 27 Απριλίου, την ημέρα εξειδίκευσης του ίδιου προγράμματος, αναφέρει ότι το κόστος προγράμματος είναι 45 δις. ευρώ. Η εκτίμηση αυτή ανήκε στο ΓΛΚ, σύμφωνα με τη Ν.Δ. (Βλ. ethnos.gr της 27/4/2023)
Ο Α. Σκέρτσος, στις 28 Απριλίου τονίζει ότι το νέο κόστος του προγράμματος είναι 83 δις ευρώ. Και στις 7 Μαΐου επαναλαμβάνει στο ΣΚΑΙ την εκτίμηση αυτή που φέρεται να την έκανε πάλι(!!!) το ΓΛΚ. Το έγγραφο που παρουσιάζεται ως έγγραφο του ΓΛΚ δεν έχει ημερομηνία, είναι ανώνυμο και ως εκ τούτου ουδεμία υπογραφή φέρει. Ως εκ τούτου «κατασκευάστηκε» σε χώρους εκτός ΓΛΚ και με στοιχεία άγνωστης προέλευσης.
Ερώτηση 1η: Τι ισχύει, η εκτίμηση του κ. Μητσοτάκη ή η ανακοίνωση ενός άλλου αριθμού εκ μέρους του κ. Σκέρτσου ή του κ. Σταϊκούρα ;
Ερώτηση 2η: Τι ισχύει τελικά για το ΓΛΚ, η εκτίμηση των 45 δις ευρώ της 27/4 ή των 83 δις ευρώ της επόμενης ημέρας;
Ερώτηση 3η: Σε λιγότερο από μια ημέρα(!!!), μετά την ανακοίνωση του προγράμματος, το ΓΛΚ κατόρθωσε να κάνει μια τόσο αναλυτική παρουσίαση της εκτίμησης του προγράμματος ΣΥΡΙΖΑ/ΠΣ; Αυτό ηχεί ΑΔΥΝΑΤΟ αν όχι ΑΠΙΘΑΝΟ και προκύπτει από την πρακτική που ακολουθεί το Γενικό Λογιστήριο και από την προσωπική του εμπειρία ως Αναπληρωτή Υπουργού Οικονομικών, πολιτικά ιστάμενου του Γενικού Λογιστηρίου το 2015.
Όλα τα προαναφερθέντα εντάσσονται σε μια πολιτική εντυπώσεων και όχι μόνο. Σκοπός της εν λόγω επιλογής, αν και κακότεχνης, είναι η δημιουργία προσδοκιών ήττας για το ΣΥΡΙΖΑ/ΠΣ, όπως και η δημιουργία ενός περιβάλλοντος φόβου εις βάρος της πολιτικής του. Η πολιτική όμως πρόκλησης φόβου της ΝΔ είναι προβλέψιμη. Παρουσιάστηκε στις 21 Απριλίου σε σχετικό άρθρο του ιδίου με τίτλο «Τα πεπραγμένα της κυβέρνησης και το χαρτί του φόβου», μια εβδομάδα λοιπόν πριν τις ανωτέρω ανακοινώσεις που εύλογα προβληματίζουν.
Διάβασε αναλυτικότερα τα οικονομικά πεπραγμένα της κυβέρνησης Κ. Μητσοτάκη
Τα οικονομικά πεπραγμένα της κυβέρνησης και το χαρτί του φόβου
Η επιστροφή του «μπαμπούλα» ενός νέου μνημονίου και η άλλη όψη της οικονομικής διαχείρισης την τελευταία τετραετία. Κρίσιμη η συνετή διαχείριση
Τόσο ο πρωθυπουργός της χώρας όσο και κυβερνητικοί αξιωματούχοι ανακάλυψαν το σύνδρομο της πρόκλησης φόβου παραμονές εκλογών προτάσσοντας το ακόλουθο σλόγκαν: «H έλευση του ΣΥΡΙΖΑ θα οδηγήσει τη χώρα σε νέα Μνημόνια». Υπονοούν βέβαια ότι η πολιτική της ΝΔ είναι η καταλληλότερη!
Ας δούμε τα αποτελέσματα των επιλογών και του διαχειριστικού οίστρου της κυβέρνησης που θεωρούνται κατ’ αυτούς εγγύηση επιτυχίας!
Το δημόσιο χρέος έχει ξεπεράσει τα 400,3 δισ. ευρώ, δηλαδή αντιπροσωπεύει το 200% περίπου του ΑΕΠ (ο στόχος της ΕΕ είναι το 60% μέγιστο). Το 2019 ανερχόταν στα 331 δισ. ευρώ. Δανειστήκαμε λοιπόν μέσα σε τέσσερα χρόνια περίπου 70 δισ. ευρώ!
Ως προς τον κρατικό προϋπολογισμό, το πρωτογενές πλεόνασμα το 2024 θα πρέπει να κυμανθεί στο 2,2% του ΑΕΠ και το συνολικό έλλειμμα στο 3% του ΑΕΠ, αν ισχύσουν τα συμφωνηθέντα και τα όσα είναι υπό διαπραγμάτευση στην ΕΕ μετά από εισήγηση της Επιτροπής. Για τον σκοπό αυτό χρειάζεται μια πολιτική σύνεσης αναφορικά με τη διαχείριση των πόρων του κρατικού προϋπολογισμού.
Η σπατάλη όμως που βιώνουμε του δημοσίου χρήματος στην Ελλάδα έχει ξεπεράσει κάθε όριο λογικής από το 2020 και μετά. Ενδεικτικά, ένα πρώτο παράδειγμα δίνεται από τις κρατικές προμήθειες: Μελέτη της Επιτροπής της ΕΕ δείχνει ότι εκεί όπου δεν υπάρχει ανταγωνισμός οι τιμές αγοράς είναι ακριβότερες κατά 20%. Οπότε στα 10 δισ. ευρώ απευθείας αναθέσεων, τα 2 δισ. ευρώ είναι ένα άγνωστο νέφος απώλειας πόρων του δημοσίου… Δεύτερο παράδειγμα: Δήμος Αθηναίων, ο μεγάλος περίπατος χωρίς περαιτέρω σχόλια. Σημειώνεται ότι οι Δήμοι επιχορηγούνται από τον κρατικό προϋπολογισμό με γενναία ποσά.
Το ιδιωτικό χρέος έχει φτάσει τα 256 δισ. ευρώ σύμφωνα με την κυβέρνηση άλλα κατ’ άλλους οικονομικούς αναλυτές έχει προσεγγίσει τα 340 δισ. ευρώ. Το 2014 το ιδιωτικό χρέος ανερχόταν σε 147 δισ. ευρώ ενώ το 2020 σε 242 δισ. ευρώ. Μια αποφασιστική ρύθμισή του θα οδηγήσει τόσο στην αύξηση των εσόδων του κράτους, όσο και στην κίνηση της αγοράς.
Το ΑΕΠ για το 2023 θα αυξηθεί μόνο κατά 1,8%, εξέλιξη που θεωρείται ανεπαρκέστατη! Η άνοδος του ΑΕΠ το 2022 ήταν 6% περίπου. Κύριοι λόγοι που την προκάλεσαν είναι οι εξής: Αρχικά ο εκτροχιασμός των δημοσιών δαπανών (αύξηση της δημόσιας ζήτησης εκτός προβλέψεων) και κατά δεύτερο λόγο η αύξηση της ιδιωτικής κατανάλωσης (διπλασιασμός σε σχέση με τις προβλέψεις). Και τα δυο αυτά μεγέθη ενισχύουν και τις εισαγωγές. Οι επενδύσεις δεν γνώρισαν την άνοδο που προβλεπόταν (Βλ. και φούσκα «Ελληνικού») στην Εισήγηση του Κρατικού Προϋπολογισμού για το 2022.
Ο Δείκτης της Φτώχειας στην Ελλάδα γνωρίζει νέα άνοδο. Το 2021 ανερχόταν στο 28,3% κατά την ΕΛΣΤΑΤ . Είχε προηγηθεί μείωση από το 2015 (32,4%) ως το 2020 (27,4%)
Το ισοζύγιο των τρεχουσών συναλλαγών (εξαγωγές μείον τις εισαγωγές αγαθών και υπηρεσιών) παραμένει ελλειμματικό με ισχυρούς αύξοντες ρυθμούς: Το 2019 ανερχόταν σε -2,7 δις ευρώ, το 2020 σε -10,9 δις ευρώ, το 2021= σε -12,2 δις ευρώ και το 2022 ξεπέρασε κάθε όριο αγγίζοντας τα -20,7 δις ευρώ.
Οι Ξένες Επενδύσεις αυξήθηκαν κατά 11,6% το 2022, αλλά δεν έδωσαν νέο παραγωγικό δυναμισμό στην οικονομία, σύμφωνα με την Έκθεση του Διοικητή της Τράπεζας της Ελλάδος. Αυτό οφείλεται στο γεγονός ότι επικεντρώνονται στην αγορά δημοσίων υποδομών, στο πλαίσιο του προγράμματος ιδιωτικοποιήσεων, στην αγορά σπιτιών (με μηδενικό πολλαπλασιαστικό αποτέλεσμα), στις χρηματοοικονομικές υπηρεσίες, στη λιανική πώληση (νέες αλυσίδες ξένων καταστημάτων), και στον Τουρισμό. Η βιομηχανία εξακολουθεί να είναι ο φτωχός συγγενής.
Οι δαπάνες για την Άμυνα είναι μια διαρκής αιμορραγία, η οποία όμως θα μπορούσε να ενισχύσει την εγχώρια βιομηχανία και ιδιαίτερα την ηλεκτρομηχανική και τα προϊόντα υψηλής τεχνολογίας. Από τις πρόσφατες παραγγελίες 15 δισ. ευρώ, ο κύριος κορμός τους είναι πανάκριβες εισαγωγές χωρίς υψηλή εγχώρια προστιθέμενη αξία.
Ως προς τα χρήματα του «Ταμείου Ανάκαμψης» και του νέου «Δημοσιονομικού Πλαισίου» (2021-27) αυτά κινούνται στην πεπατημένη λογική της ενίσχυσης των εισαγωγών και όχι της ισχυρής μείωσης των αδυναμιών της εγχώριας βιομηχανίας.
Υποθέτουμε ότι από τα όσα έχει δηλώσει ο Υπουργός Οικονομικών, δεν θα παραδοθεί κρατικό ταμείο με 1,6 δισ. ευρώ, όπως το 2015 και τα 37 δισ. που παρέλαβε η ΝΔ το 2019 είναι άθικτα.
Τα ανωτέρω οδηγούν στο ακόλουθο συμπέρασμα: Η κυβέρνηση είναι αυτή που μπορεί να προκαλέσει την έλευση νέου Μνημονίου εξαιτίας της δικής της πολιτικής, αν συνεχιστεί η λάθος πορεία που επέλεξε.
Μια άμεση και συνετή διαχείριση των πόρων του κρατικού προϋπολογίσου μέσω του περιορισμού της σπατάλης και της αναδιάρθρωσης των δημοσίων δαπανών μαζί με τολμηρά μέτρα που θα αυξήσουν τα έσοδα και θα διορθώσουν τις στρεβλώσεις της οικονομίας γρήγορα οδηγούν σε λύσεις έκτος Μνημονίων.
Η αύξηση των φόρων δεν εντάσσεται σε αυτό το σύνολο των μέτρων. Μια τέτοια μορφή διαχείρισης επί διακυβέρνησης της ΝΔ δεν έγινε, κρίνοντας εκ του αποτελέσματος. Η διαχείριση όμως είναι τέχνη και όσοι δεν την κατέχουν γεννούν με τη φαντασία τους απειλές νέων Μνημονίων!