Πώς η Γερμανία θα βγει πολύ ισχυρότερη από την παρούσα κρίση και τι αυτό συνεπάγεται για τη ζώνη του Ευρώ.

Γράφει ο Χρήστος Γκουγκουρέλας

Στο εντός του μηνός δημοσιευθέν Δελτίο Οικονομικής Προγνωσιμότητας της Ευρωπαϊκής Επιτροπής για την ΕΕ (European Economic Forecast, Spring 2020, Paper 125), αποτυπώνεται ξεκάθαρα η, κατά πρόβλεψη, ζοφερή ‘‘αριθμομετρία’’ του ισχυρότατου οικονομικού κλυδωνισμού που θα βιώσει όλη η Ευρώπη από εδώ και μπρος, λόγω της αναστολής της οικονομικής ζωής που έφερε η πανδημία του κορωνοϊού. 

Στο Δελτίο, λοιπόν, της Κομισιόν διαβάζει κανείς, καταρχάς, ότι το ευρωπαϊκό ΑΕΠ θα συρρικνωθεί λόγω της κρίσης κατά 7,5 %, δηλαδή κατά πολύ περισσότερο από την οικονομική κρίση του 2009 και θα ανακάμψει κατά μόνο 6% το 2021. Η πτώση στις επενδύσεις θα είναι τεράστια, καθώς ο όγκος των επενδύσεων σε όλη την ΕΕ, σε σχέση με το 2019, θα ελαττωθεί κατά 7%! Η πτώση αυτή αποτιμάται σε 850 δισ. ευρώ (!) λιγότερες επενδύσεις για φέτος, ποσό που αντιστοιχεί στο 6% του ευρωπαϊκού ΑΕΠ! Η ανεργία στην ζώνη του ευρώ από το περσινό 7,5%, το χαμηλότερο ποσοστό για πάνω από μια δεκαετία, θα φτάσει το 9,5% φέτος, ενώ, τέλος, το γενικό δημοσιονομικό έλλειμμα στην ΕΕ, ως σύνολο των δημοσιονομικών καταστάσεων των κρατών-μελών (κ-μ), από το περσινό 0,6% επί του ενωσιακού ΑΕΠ, θα ανέλθει για το 2020 στο 8,5%! Ετοιμαζόμαστε, επομένως, για μια πανευρωπαϊκή ‘‘συνθλιπτική οικονομική ατμόσφαιρα’’.

Η Κομισιόν, όμως, μας λέει ότι η ύφεση δεν θα είναι ίδια στα διάφορα κ-μ της Ένωσης. Από τη μια, η Γερμανία θα έχει φέτος ύφεση -6,5%, ενώ από την άλλη, ‘‘υφεσιακή πρωταθλήτρια’’ στην ΕΕ θα είναι η Ελλάδα με -9,7% κατακρήμνιση του ΑΕΠ της, ακολουθούμενη από τις μεγάλες χώρες του ευρωπαϊκού Νότου, την Ιταλία (στην οποία η ύφεση θα φτάσει στο -9,5%) και την Ισπανία (με ύφεση στο -9,4%).

Ολοκληρώνοντας την εξίσωση με ένα λογικό μοτίβο, η Κομισιόν παρατηρεί, επιπλέον, ότι διαφορετικότητα ανάμεσα στα κ-μ θα υπάρξει, συνεπαγωγικά, και στον βαθμό, στον χρόνο και στο αριθμομετρικό πλαίσιο της ανάκαμψης, κάτι το οποίο δεν πρέπει να διαλάθει την προσοχή κανενός. Και η ανάκαμψη, συνεπώς, των κρατών-μελών, όπως και η ύφεση, θα είναι άνιση και ανομοιόμορφη (ίδετε ‘‘Overview: A deep and uneven recession, an uncertain recovery’’ https://ec.europa.eu/info/sites/info/files/economyfinance/ecfin_forecast_spring_2020_overview_en_0.pdf : σελ. 2 ‘‘ While the recovery looks set to be incomplete in almost all countries, the impact of the crisis and the way Member States will emerge from it is set to be uneven’’. Και παρακάτω ‘‘the restart in economic activity is set to be gradual and uneven across countries and regions’’). Και τούτο είναι εξηγήσιμο: Η ανάκαμψη των κ-μ εξαρτάται βεβαίως από το πώς αυτά αντιμετώπισαν την επιδημία και από την έκταση και ‘‘ποιότητα’’ των μέτρων που θέσπισαν, αλλά κυρίως έχει να κάνει και με τις ‘‘αρχικές θέσεις’’ τους, δηλαδή το οικονομικο-γεωπολιτικό τους status προ του κορωνοϊού.

Αν, όμως, όλα τα παραπάνω αποτελούν, τρόπον τινά, τον γενικευμένο ‘‘καμβά’’ επί του οποίου θα εξελιχθεί, τουλάχιστον μεσοπρόθεσμα, το ενωσιακό οικονομικό γίγνεσθαι, οι αποφάσεις της Κομισιόν (μετά την κεντρική επιλογή της για αναστολή του δημοσιονομικού πλαισίου της οικονομικής διακυβέρνησης της ΕΕ για φέτος) και για την προσωρινή αναστολή της απαγόρευσης των κρατικών ενισχύσεων, ίσως αποτελέσουν την ‘‘μήτρα’’ ριζοσπαστικών και …μη προβλεπόμενων εξελίξεων στον ευρωχώρο. Το θεμελιώδες για τον ανταγωνισμό δίκαιο των κρατικών ενισχύσεων (το λεγόμενο ‘‘state aid law’’), έτσι όπως αυτό κανονιστικά αποτυπώνεται στα άρθ. 107 επ. της ΣΛΕΕ ετέθη κι αυτό σε… ‘‘καραντίνα’’. Οι κανόνες του ανταγωνισμού δεν λειτουργούν προσωρινά στην Ευρώπη διότι ακριβώς τα κ-μ πρέπει να ‘‘ενισχύσουν’’, προς επιβίωση των οικονομιών τους, το υγιές επιχειρείν (ίδετε https://ec.europa.eu/competition/state_aid/what_is_new/covid_19.html και https://ec.europa.eu/competition/state_aid/what_is_new/TF_consolidated_version_as_amended_3_april_2020_el.pdf).

Αρχικά, αυτό βέβαια είναι λογικό και αναμενόμενο, αφού κάθε κράτος οφείλει να παρέμβει γενναία για να διασώσει την επιχειρηματικότητα, τις προοπτικές της οικονομίας του και τις θέσεις εργασίας. Τόσο οι φερέγγυες όσο και οι λιγότερο φερέγγυες επιχειρήσεις, και ειδικότερα οι μικρομεσαίες, πρόκειται να αντιμετωπίσουν αιφνίδια έλλειψη ή ακόμη και ανυπαρξία ρευστότητας. Ως εκ τούτου, το γεγονός αυτό μπορεί να επηρεάσει σοβαρά την οικονομική κατάσταση πολλών υγιών επιχειρήσεων και των εργαζομένων τους, βραχυπρόθεσμα και μεσοπρόθεσμα, ενώ θα έχει και πιο μακροχρόνιες επιπτώσεις, θέτοντας σε κίνδυνο ακόμα και την ίδια την ύπαρξή τους.

Αλλά εδώ ακριβώς ελλοχεύει ο κίνδυνος. Διαβάζοντας την ιταλική ‘‘Corriere della sera’’ (ίδετε το άρθρο: ‘‘Aiuti di stato alle imprese: La Germania puo spendere 1000 miliardi, lItalia 300’’), δεν μπορεί να μη σταθεί κάποιος στο γεγονός ότι από τις εγκρίσεις ύψους 1,9 τρισ. ευρώ (για την ακρίβεια των 1.940 δις. ευρώ) της Κομισιόν για κρατικές ενισχύσεις, το 1 τρισ. ευρώ αφορά γερμανικές επιχειρήσεις. Συνεπώς, τo 51,54% (!) των ευρωπαϊκά εγκεκριμένων κρατικών ενισχύσεων, θα το λάβουν γερμανικές επιχειρήσεις. Και από εκεί και πέρα, 350 δισ. ευρώ θα είναι οι ενισχύσεις των γαλλικών επιχειρήσεων και 300 δισ. ευρώ των ιταλικών.

Επί τούτου, η ιταλική εφημερίδα άμεσα επισημαίνει ότι στην ΕΕ όποιος είναι τελικά πιο ισχυρός και λιγότερο χρεωμένος, θα έχει τη δυνατότητα να ενισχύσει και περισσότερο τις δικές του επιχειρήσεις σε σχέση με την αντίστοιχη δυνατότητα των πιο μικρών και οικονομικά πιο αδύναμων χωρών (‘‘chi e piu forte e meno indebitato puo permettersi di aiutare di piu le proprie imprese di quanto possono fare gli Stati piu piccoli o con un debito elevato’’).

Γίνεται παραχρήμα, λοιπόν, κατανοητό και το ποιος (θα) κατέχει το πλεονέκτημα (μετά απ’ όλα τα παραπάνω) αλλά και το ποιο είναι το ‘‘πρόβλημα’’. Το πλεονέκτημα του γερμανικού παραγωγικού τομέα θα είναι τεράστιο. Με το δίκαιο του ανταγωνισμού, ελέω των συνθηκών, πανευρωπαϊκά ‘‘παγωμένο’’ και συνεπικουρία των άφθονων, εθνικών και ενωσιακών, ‘‘ενισχυτικών’’ κονδυλίων, οι γερμανικές επιχειρήσεις όχι μόνο  θα ‘‘ορθοποδήσουν’’ πιο γρήγορα από οποιεσδήποτε άλλες αλλά  θα κυριαρχήσουν (ακόμη περισσότερο) πανευρωπαϊκά.

Το ‘‘πρόβλημα’’, επομένως, είναι ότι η Γερμανία, όπως και οι λοιπές βόρειες πλούσιες χώρες της ΕΕ, θα έχουν στη διάθεση τους υπερπλήρη κεφάλαια για να μπορούν προνομιακά να ενισχύουν (κυρίως) την ιδιωτική παραγωγική τους βάση, που αποτελεί και τον κορμό της καπιταλιστικής τους οικονομίας, ενώ ο ‘‘φτωχός’’ ευρωπαϊκός Νότος κινδυνεύει να βρεθεί, για άλλη μια φορά, στη μέγγενη μιας σφοδρότατης οικονομικής κρίσης. Και όλο αυτό είναι άμεσα ορατό στον ορίζοντα.

Αν λάβουμε υπόψη μας ότι μια χώρα δεν είναι ανταγωνιστική όταν οι τιμές των αγαθών που παράγει είναι υψηλές και όταν χρειάζεται έξωθεν δανεικά για να χρηματοδοτήσει και τις εισαγωγές της και το βιοτικό επίπεδο της κοινωνίας της (H. W. Sinn, The Euro Trap, σελ. 112), ας αφεθούμε στην πρακτική λογική του Στ. Μάνου να μας εξηγήσει την κατάσταση με το συγκεκριμένο παράδειγμα Γερμανίας-Ελλάδας:

Σε χθεσινό του άρθρο (ίδετε το άρθρο του ‘‘Ανταγωνισμός: τηλεπικοινωνίες και ενέργεια’’), ο κ. Μάνος συγκρίνει το κόστος παραγωγής σε κάθε χώρα και μας αποκαλύπτει ότι οι τιμές χονδρικής για την ηλεκτρική ενέργεια (το πρώτο πενθήμερο του Απριλίου) ήταν 20 ευρώ/kwh στις δυτικοευρωπαϊκές χώρες, 26 ευρώ/kwh για τις πρώην ανατολικοευρωπαϊκές και 34 ευρώ/kwh για την Ελλάδα. Έτσι, οι Γερμανοί επιχειρηματίες και βιομήχανοι ξεκινούν με χονδρική τιμή 19,59 ευρώ/kwh, οι Ελβετοί με 20,07 ευρώ/kwh και οι Έλληνες με  34,13 ευρώ/kwh!

Και προ της κρίσης, το μεγαλύτερο κόστος παραγωγής για τα ελληνικά προϊόντα οδηγούσε σε υψηλότερες τιμές τους και σε χαμηλότερη, στις περισσότερες περιπτώσεις, ανταγωνιστικότητά τους. Μετά τον κορωνοϊό, και με βάση όσα γράφτηκαν παραπάνω, με τη σοβαρότατη ενίσχυση του γερμανικού παραγωγικού κλάδου, η διαφορά θα ‘‘εκτοξευθεί’’ και ο ανταγωνισμός απέναντι στα γερμανικά προϊόντα θα είναι ad hoc ανέφικτος.

Η ουσία του προβλήματος, ωστόσο, δεν είναι η ισχυρή Γερμανία ή η ακόμα ισχυρότερη Γερμανία, λόγω της ανομοιομορφίας της επιχειρούμενης ανάκαμψης σε όλη την Ευρώπη. Το θέμα για την ΕΕ είναι και θα προκύψει έντονα και διχαστικά αν αφεθεί από την θεσμική της ηγεσία να ξεδιπλωθεί, μέσα στο προπεριγραφόμενο οικονομικο-πολιτικό πεδίο, ένας αδυσώπητος οικονομικός δαρβινισμός.

Το 1 τρισ. ευρώ σε κρατικές ενισχύσεις, το ‘‘πακέτο Altmaier’’ των έξτρα 100 δισ. ευρώ προς τις επιχειρήσεις, συνδυαστικά και ‘‘συλλειτουργικά’’ με τα υπερμεγέθη γερμανικά πρωτογενή πλεονάσματα των προηγούμενων ετών (τα διαβόητα πια σε όλον τον ευρωχώρο  ‘‘Deutsche Ueberschuesse’’) και τον έντονο εθνικό ‘‘πολιτικό προστατευτισμό (Σημ.: Οι Γερμανοί ενισχύοντας τις βασικές επιχειρήσεις τους, τις ‘‘προστατεύουν’’ από εποφθαλμιούντες Κινέζους), είναι πια φανερό ότι μπορεί να επιφέρουν ως ‘‘γενική παρενέργεια’’ (side effect) την αύξηση των περιφερειακών ανισοτήτων στην ΕΕ, γεγονός που θα υπονομεύσει όχι μόνο τη σταθερότητα και ομαλότητά της αλλά και την ίδια τη συνοχή της! Δεν μπορεί, όμως να έχουμε ξανά(;), μια Ένωση με έναν ταχέως ανακάμπτοντα Βορρά και όλους τους άλλους (και ξέρετε ανάμεσα σ’ αυτούς τους ‘‘άλλους’’ και ποιους ειδικότερα) σε… ‘‘Μνημόνια’’!

Στην Κομισιόν, τουλάχιστον, το ‘‘καμπανάκι’’ (που εν προκειμένω είναι, επιτρέψτε μου, ολόκληρο κωδωνοστάσιο) το ‘‘χτυπούν’’ κανονικά: Εθνικές πολιτικές ανεπαρκώς, ελλειπώς ή ελλειμματικώς συντονισμένες ή μια περιορισμένη σε βεληνεκές και βάθος γενική απάντηση σε επίπεδο ΕΕ μπορεί να οδηγήσει σε χειρότερα από τα αναμενόμενα αποτελέσματα. Αυτή η ανισότητα μπορεί να οδηγήσει στη διακινδύνευση της ενιαίας εσωτερικής αγοράς (internal market), σε αποτυχία των στόχων, σε άμβλυνση της οικονομικής ανάπτυξης και μεγέθυνση της απόκλισης των οικονομιών των κ-μ και τελικά να απειλήσει πραγματικά και καίρια την ίδια τη σταθερότητα της οικονομικής και νομισματικής ένωσης (ίδετε το παραπάνω Δελτίο Οικονομικής Προγνωσιμότητας για την ΕΕ, σελ. 62 https://ec.europa.eu/info/sites/info/files/economyfinance/ip125_en.pdf).

Δεν είναι τυχαίο, λοιπόν, που ο Eυρωπαίος Επίτροπος για την Οικονομία (και πρώην Πρωθυπουργός της Ιταλίας), Paolo Gentiloni, μίλησε, ενόψει των ανωτέρω, για ‘‘υπαρξιακή απειλή’’ στην ΕΕ, καθότι η ανισομέρεια της παρούσας ύφεσης και η ανισότητα των προοπτικών ανάκαμψης, ‘‘προστιθέμενη’’ στην ούτως ή άλλως ‘‘εκ γενετής’’ διαφορετικότητα των οικονομικών δυνατοτήτων των κ-μ είναι και ρισκογόνος αλλά και εξαιρετική ‘‘αποσυνθετική’’.

Το ‘‘ρήγμα’’, συνεπώς, ανάμεσα στον ευρωπαϊκό Βορρά και Νότο, όπως δείχνουν όλα τα παραπάνω, υπάρχει σοβαρό ενδεχόμενο να ‘‘βαθύνει’’ αλλά και να ‘‘βαθαίνει’’ όλο και πιο πολύ από εδώ και πέρα. Αν όμως τούτο παραμείνει ένα… ‘‘αόρατο ρήγμα’’, όπως θα έλεγε και ο Αρίστος Δοξιάδης, υφίσταται ο προφανής κίνδυνος, όταν θα φέρει ‘‘τα ορατά του αποτελέσματα’’, να είναι πια πολύ αργά για την ΕΕ.

Πανευρωπαϊκό ζητούμενο, άμεσο και επιτακτικό, είναι η εξισορρόπηση και η σύγκλιση, που μπορεί να επιδιωχθούν με μια εμπροσθοβαρή και γενναία μετάβαση σε μια ‘‘νέα ευρωπαϊκή εποχή’’. Όμως ο χρόνος που έχουμε μπροστά μας δεν είναι…άφθονος. Η πρόταση της Κομισιόν για το ‘‘Ευρωπαϊκό Ταμείο Ανάκαμψης’’ (που λέγεται ότι θα παρουσιαστεί μέχρι τις 27 Μαΐου) είναι μια (αν όχι η τελευταία ή μια από τις τελευταίες) ‘‘μοναδική’’ ευκαιρία να βαδίζουμε όλοι μαζί και δη μαζί στο δρόμο της προόδου, της βιώσιμης ανάπτυξης και της κοινής ευρωπαϊκής παράδοσης. Είναι ώρα, λοιπόν, και ο κ.  Μητσοτάκης, μια που μιλά με επάρκεια ξένες γλώσσες (εν αντιθέσει με τον προκάτοχό του) και μπορεί να συνεννοηθεί εκ των πραγμάτων καλύτερα ειδικά με τους κ. Emmanuel Macron, Giuseppe Conte και Pedro Sanchez, να αναλάβει, στο μέτρο των αρμοδιοτήτων του και του εφικτού, τεκμηριωμένη δράση. Δράση για την Ευρώπη, δράση για την επόμενη μέρα της Ελλάδας εντός της Ευρώπης….

Κατερίνη, 18/5/2020

ΧΡΗΣΤΟΣ ΓΚΟΥΓΚΟΥΡΕΛΑΣ

ΔΙΚΗΓΟΡΟΣ

LLM IN INTERNATIONAL COMMERCIAL LAW

LLM IN EUROPEAN LAW

Cer. LSE in Business, International

Relations and the political science.