Η Ελλάδα προσπαθεί το τελευταίο διάστημα να “γεμίσει” τις δεξαμενές ταλέντων που διαθέτει και οι οποίες σε επιστημονικό και ερευνητικό δυναμικό άδειασαν την περίοδο της κρίσης. Σε αυτήν τη συγκυρία, ιδιαίτερα θετικό είναι το γεγονός ότι ήδη διαφαίνονται κάποιες θετικές προοπτικές επαναπατρισμού Ελλήνων επιστημόνων, που σήμερα ζουν εκτός χώρας.
Σήμερα, σχεδόν 1 στους δύο Έλληνες διδάκτορες του εξωτερικού, οι οποίοι σημειωτέον αποτελούν ένα ποσοστό 15% του συνόλου, δηλώνουν ότι σκοπεύουν να επιστρέψουν στην Ελλάδα τα επόμενα χρόνια. Το 61,4% εξ αυτών σκέφτονται να επιστρέψουν άμεσα.
Συγκεκριμένα, το 39% απαντά ότι σκοπεύει να επιστρέψει σε “1-2 χρόνια” και το 22,4% “φέτος”. Μόλις το 9,2% απαντά ότι δεν ενδιαφέρεται καθόλου να επιστρέψει στην Ελλάδα.
Αυτό το ενδιαφέρον εύρημα περιλαμβάνεται στην απογραφική έρευνα του Εθνικού Κέντρου Τεκμηρίωσης (ΕΚΤ), η οποία, μεταξύ άλλων, καταγράφει την πρόθεση των Ελλήνων διδακτόρων να επιστέψουν στην Ελλάδα. Σύμφωνα με την έρευνα, οι προϋποθέσεις επιστροφής αυτού του δυναμικού, που σήμερα βρίσκεται εκτός χώρας, συναρτώνται κυρίως με την εύρεση εργασίας.
Το 69,7% δηλώνει ότι θα επέστρεφε, εάν έβρισκε “εργασία ανάλογη με τα προσόντα του στην Ελλάδα”, το 43% θα επέστρεφε για “οικογενειακούς λόγους” και το 35,6% εάν “ένας από τους δύο συντρόφους έβρισκε εργασία στην Ελλάδα που ήταν οικονομικά ικανοποιητική”.
Σε όλο τον κόσμο
Ένας ειδικότερος στόχος της έρευνας είναι η σε βάθος κατανόηση της γεωγραφικής τους κινητικότητας, με έμφαση στη μετανάστευσή τους στο εξωτερικό (διαρροή εγκεφάλων – brain drain). Σύμφωνα με την έρευνα, οι περισσότεροι Έλληνες διδάκτορες, που ζουν εκτός χώρας, έφυγαν από την Ελλάδα μετά το 2011 (72,8%), για λόγους που συνδέονται άμεσα με την εργασία (επαγγελματική ανέλιξη, καλύτερες εργασιακές συνθήκες, καλύτερες οικονομικές απολαβές και εργασία στο αντικείμενό τους), ενώ για τους ίδιους λόγους επέλεξαν και τη χώρα στην οποία εγκαταστάθηκαν.
Ζουν σε πάνω από 50 χώρες, κυρίως στο Ηνωμένο Βασίλειο, στις ΗΠΑ, τη Γερμανία και τη Γαλλία (το 30,8% σε περισσότερες από μία χώρες), καθώς και σε περισσότερες από 500 πόλεις, κυρίως στο Λονδίνο, το Παρίσι, τη Βοστώνη, τη Λευκωσία και τη Νέα Υόρκη. Αξίζει να σημειωθεί ότι το 67,5% αυτών που ζουν/έζησαν στο εξωτερικό έχουν εργαστεί/εργάζονται σε μία από τις 10 πιο καινοτόμες χώρες του κόσμου και το 75,2% ζουν/έζησαν σε πόλεις που θεωρούνται παγκόσμιες μητροπόλεις.
Νέες θέσεις εργασίας
Στο ερώτημα για το τι μπορεί να κάνει το κράτος για να βοηθήσει την επιστροφή τους, το 60,7% δήλωσε ότι ικανή συνθήκη είναι “να προκηρυχθούν νέες θέσεις εργασίας στα ΑΕΙ/ Ερευνητικά Κέντρα”. Το 58,4% απάντησε να βελτιωθούν οι γενικότερες συνθήκες στη χώρα (κοινωνικές υποδομές, βελτίωση της οικονομίας).
Σημαντικό τμήμα τους, δήλωσε ότι πρέπει να βελτιωθεί η διασύνδεση αυτών που εργάζονται στο εξωτερικό με την Ελλάδα. Συγκεκριμένα, το 37,2% θεωρεί ότι πρέπει “να βελτιωθούν οι δυνατότητες διασύνδεσης με την ελληνική ερευνητική κοινότητα” και το 29,2% ότι χρειάζεται “διαφάνεια και αμεσότητα στην ενημέρωση για κίνητρα – υποτροφίες που προσφέρονται στην Ελλάδα”.
Εξαιρετικό δυναμικό
Από τη χαρτογράφηση του ΕΚΤ μεταξύ των Ελλήνων διδακτόρων προκύπτει ότι κατά κανόνα κατέχουν περισσότερους από έναν τίτλους σπουδών. Επίσης, εμφανίζουν πολύ υψηλό ποσοστό απασχόλησης (97,5%), κυρίως στον δημόσιο τομέα (66%), ενώ σε σημαντικό ποσοστό (31,3%) διαθέτουν εργασιακή εμπειρία στο εξωτερικό.
Ειδικότερα, το 10,4% των Ελλήνων διδακτόρων έχει δεύτερο πτυχίο, το 74,4% μεταπτυχιακό, το 14,9% είναι κάτοχοι δεύτερου μεταπτυχιακού, το 0,8% έχει αποκτήσει και δεύτερο διδακτορικό, ενώ το 11,2% έχει διενεργήσει μεταδιδακτορική έρευνα (postdoc).
Τα πτυχία τους είναι, κυρίως, στις Επιστήμες Υγείας, στις Φυσικές Επιστήμες, στα Μαθηματικά και τη Στατιστική. Σε σημαντικό ποσοστό, απέκτησαν τα πτυχία τους στο εξωτερικό: 8% πήραν το πρώτο πτυχίο τους στο εξωτερικό, 22,4% το μεταπτυχιακό τους, 2,8% το διδακτορικό τους και 26,3% το μεταδιδακτορικό τους.
Το 95,7% των διδακτόρων που συμμετείχαν στην έρευνα εργάζονται, κυρίως στον δημόσιο τομέα (66%) και σε μικρότερο ποσοστό στον ιδιωτικό (33,8%). Σημαντικό ποσοστό τους, εργάζονται σε πανεπιστήμια (32,4%) ή ερευνητικά κέντρα (7,4%), και το 21,4% σε επιχειρήσεις.